Αναδημοσιέυση από το Ριζοσπάστη της 4/9/2011,
ένα κείμενο που μιλά για τις σημερινές αγωνίες της εργατικής τάξης και ειδικά αυτών που δίνουν τον ευατό τους στην ιστορική αναγκαιότητα με την ενεργό στράτευση τους.
Τελείωσε η Γωγώ το ΤΕΙ και επέστρεψε Αθήνα. Τέσσερα χρόνια στερημένα. Νοίκι, μικροδαπάνες, όλα μετρημένα, τίποτε περιττό. Γύρισε στο πατρικό, ένα τριάρι 75 τετραγωνικά στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλα τριάρια 75 τετραγωνικών κάπου στα Πατήσια. Ολη η οικογένεια εκεί. Πατέρας, μάνα κι άλλη μια αδελφή που σειρά της ήταν να σπουδάσει, μα δεν το αποφάσιζε κιόλας να πάει όπου πέρασε. Η σκέψη, ίδια σκοτούρα, πέταγε μια στα έξοδα που θα επωμιζόταν πάλι η οικογένεια, αλλά και το μάταιο όπως διαφαινόταν της προσπάθειας. Εβλεπε το σαράκι της ανεργίας να φωλιάζει στα νιάτα της μεγαλύτερης αδελφής, κάνοντας το πτυχίο άσκοπο ξόδεμα.
Η Γωγώ δεν το δεχόταν. Για μια σειρά λόγους. Από το φιλότιμο έως την αισιοδοξία με την οποία έμαθε να αντιμετωπίζει τη ζωή. Το φιλότιμο που ήρθε ως βίωμα από το σπίτι της, τον περίγυρό της, όλους τους λαϊκούς ανθρώπους που μεγαλώνοντας δίπλα τους είδε τη δύναμη με την οποία πάλευαν τις φουρτούνες. Την αισιοδοξία μαζί και με γνώση που ήρθαν από την Οργάνωση όπου εντάχτηκε νωρίς στα σπουδαστικά της χρόνια, από το πρώτο εξάμηνο ακόμα. Μια ένταξη που της ήρθε φυσιολογικά, δίχως πολλή σκέψη ή ενδοιασμούς. Σαν το λουλούδι που δένει σε καρπό ώστε η ομορφιά του να θρέψει τελικά τον κόσμο. Μπήκε γιατί εκεί ανήκε, από πάντα.
Βγήκε στη γύρα για δουλειά. Παιδεύτηκε μα δεν τα παράτησε. Εψαξε για οτιδήποτε. Ωσπου γνωστός γνωστού της μίλησε για μια θέση λαντζέρισσας σε κάποια καφετέρια του Θησείου. «Ο,τι να 'ναι» σκέφτηκε και πήγε. Ωράριο κυλιόμενο της είπε το αφεντικό, ένα ρεπό τη βδομάδα, δέκα ώρες πλύσιμο, φόρτωμα ξεφόρτωμα στα πλυντήρια, συνεχής τροφοδοσία από την κουζίνα στο μπαρ για 35 ευρώ. Ούτε καν 40 να στρογγυλέψει ο εκμεταλλευτής το ποσό. «Ενσημα;» ρώτησε η Γωγώ. «Ενσημα, κορίτσι μου, δεν μπορώ» ξεκίνησε γλυκά να ξεφουρνίζει τις δικαιολογίες. «Η εποχή είναι δύσκολη, με τα χίλια ζόρια κρατάω το μαγαζί... τι να πω; Αν θέλεις ασφάλιση ίσως να ψάξεις αλλού».
Το ζύγισε η Γωγώ στιγμιαία, όλα σε μια στιγμή, εικόνες η μια πάνω στην άλλη, όλες της ανάγκης. Ανάγκη να σπουδάσει η «μικρή». Ανάγκη να ελαφρύνει κατάτι τον οικογενειακό προϋπολογισμό, να μη χρειάζεται χαρτζιλίκι, ακόμα κι ένα λογαριασμό να πληρώσει. Ολα τα ζύγισε εκεί, όρθια μπρος του. Η ανάγκη βιάζει τις αποφάσεις. «Πότε ξεκινάω;» έδωσε την απάντησή της. «Ελα αύριο».
Ορθοστασία, οσμές απορρυπαντικών, πόνοι στη μέση, φλεβίτης, κι όλο «γρήγορα, πιο γρήγορα». Η πρώτη πληρωμή, τέλος δεκαπενθήμερου, μετρίασε κάπως την κούραση. Ενα πρωινό ήρθαν στην καφετέρια φίλοι της από την Οργάνωση της γειτονιάς της. Βγήκε από την κουζίνα να πει μια καλημέρα, ξέκλεψε πέντε λεπτά να κάτσει μαζί τους. Το αφεντικό τους είδε. Είδε έναν δύο να έχουν τον «Ριζοσπάστη» στην κωλότσεπη. Δε μίλησε. Ετσι κι αλλιώς με τρεις καφέδες και δυο μπίρες που πήραν έβγαλε το μισό μεροκάματο της Γωγώς. Αν τους έπιανε πελάτες κέρδος του ήταν. Αλλά μέχρι πελάτες, μέχρις εκεί.
Τρωγόταν βέβαια, όπως τρώγονται όλοι αυτοί οι τύποι να εμφανίζονται κάτι άλλο από ό,τι είναι. Μαθές για την ψυχολογία τους (κι ένα τομάρι ακόμα βολεύεται να νομίζει ότι είναι κάτι καλύτερο...), μαθές για την έξωθεν καλή μαρτυρία (...έστω να δείχνει κάπως καλύτερο). Πήγε στην κουζίνα να ανοίξει κουβέντα. «Τι λέει Γωγώ; Κουκουεδάκι είσαι; Κουκουεδάκι;». «ΚΝίτισσα» απάντησε η Γωγώ νιώθοντας κείνη τη στιγμή (πόσα σπουδαία μπορούν να συμβούν σε μια στιγμή!) όλη την περηφάνια που κρύβουν μέσα τους αυτά τα τρία γράμματα. «Εντάξει, εγώ δε λέω, τις επιλογές του καθενός τις σέβομαι» άρχισε λογύδριο ο ...δημοκράτης για να το συνεχίσει μεταλλάσσοντάς το σε μια απίθανη όσο κι αναμενόμενη λαθολογία, φυσικά με αιχμές για το Κόμμα, διανθισμένη με μπόλικη έγνοια για τα «κινήματα» που απλώνονται πανταχόθεν του πλανήτη και «κάποια στιγμή πρέπει κι εσείς να εκσυγχρονιστείτε, να ανοιχτείτε, να συνδεθείτε μαζί τους». Απίθανος τύπος: έβριζε τους «Πακιστανούς» ότι απλώνοντας πραμάτεια στον πεζόδρομο του Θησείου χαλούν τη μόστρα στα μαγαζιά, έβριζε κάτι μαστόρια Αλβανούς ότι του φάγανε λεφτά μα δουλειά δεν του έκαναν, κι από την άλλη διαφήμιζε τον πόνο του για το τάδε κίνημα Ινδιάνων το χαμένο στην τάδε γωνιά του Αμαζονίου. Κι όμως, «δυσκολευόταν» εδώ, τώρα, σε αυτή τη γωνιά της Αθήνας, στην κουζίνα του, να κολλήσει πέντε ένσημα στη Γωγώ, να έχει έστω ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Απάντησε η Γωγώ με επιχειρήματα, όμορφα λογικά βάσιμα. Φοβήθηκε ο τύπος μην πειστεί, προσποιήθηκε ότι έχει μια δουλειά κι έφυγε.
Η ανεργία κάλπαζε, η κρίση οξυνόταν μαζί και η ταξική πάλη. Προκηρύχθηκε πανεργατική απεργία. Ανθρωπος του μόχθου η Γωγώ και συνειδητοποιημένη δε χρειάστηκε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα να αποφασίσει πού θα πάρει θέση. Οπως δέχτηκε τη σκληρή δουλειά σαν κάτι φυσιολογικό στη ζωή της, εξίσου φυσιολογικό της ήρθε να πει στο μαγαζί «αύριο απεργώ». Δαγκώθηκε το αφεντικό μα προσώρας το κράτησε μέσα του. Μη χαλάσει το ίματζ του ...προοδευτικού που καλλιεργούσε να το πουλά, άλλη μια ατραξιόν του καταστήματος (μια αρλουμπολογία ευαισθησίας και ανανεούμενης οικολογίας) απευθυνόμενη σε συγκεκριμένες παρέες πελατών. Βέβαια, για να μην σταματήσει η παραγωγή (αυτό τον πόναγε) και να μην πάρουν «αέρα», δύναμη, κουράγιο και άλλοι εργαζόμενοί του (κι αυτό επίσης) άλλαξε πίσω από την πλάτη της το πρόγραμμα, της χρέωσε τη μέρα της απεργίας ως ρεπό της και φώναξε εκτάκτως στη θέση της μιαν άλλη λατζέρισσα.
Σαν το κατάλαβε η Γωγώ η απεργία είχε ήδη γίνει, και υπήρχαν άλλα ζητήματα να ασχοληθεί. Πέρασαν οι βδομάδες στο ίδιο μοτίβο ώσπου προκηρύχθηκε επόμενη κινητοποίηση. Δεδομένη η απόφασή της να συμμετέχει, βήμα μπροστά η ανακοίνωση του συνδικάτου που διένειμε στους συναδέλφους για απεργία και συγκέντρωση το πρωί στην Ομόνοια. Ε, αυτό πια πήγαινε πολύ... «Ακου Γωγώ, εγώ με τον εργαζόμενο είμαι, κι εγώ με την κυβέρνηση τα 'χω, και πολλά βράδια σηκώθηκα και πήγα στην πλατεία, στο Σύνταγμα, να τους μουτζώσω, να πάνε απ' εκεί που 'ρθαν. Αλλά μέχρις εκεί! δε θα αφήσουμε την δουλειά να τρέχουμε για βόλτες...». «Μα ποιες βόλτες; Εδώ μιλάμε για αγώνα, για...». «Εδώ μιλάμε και λέμε ότι στο σχόλασμά σου να πας όπου θες και να κάνεις ό,τι θες. Αλλα αν είναι να απεργήσεις μεθαύριο, να μην ξανάρθεις για δουλειά».
Τα 'πε όλα με μιαν ανάσα κι έφυγε να πουλήσει το ευχάριστο χαμόγελό του γύρω γύρω στα τραπέζια. Θόλωσε η Γωγώ, μέσα της, στο πρόσωπό της. Ολα θολά, πάλι κάθε εικόνα να τρέχει (σαν τη βρύση) η μια πάνω στην άλλη. Το τριάρι, ο πατέρας, η αδελφή, η λάντζα, η ανεργία... Στο σχόλασμά της το ξαναπέταξε «Γωγώ! όπως είπαμε...». Μια απλή φράση, τόσο ξεκάθαρος εκβιασμός.
Το πρωί σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Πώς να είσαι κάτι άλλο απ' ό,τι είσαι; Να κάνεις άλλα απ' όσα πιστεύεις; Μπήκε μαγκωμένη στο τρένο, μετρούσε έναν έναν τους σταθμούς. Εφτανε Ομόνοια, λίγο παρακάτω «Επόμενος σταθμός: Θησείο». Οι πόρτες άνοιξαν, ασυναίσθητα κατέβηκε (άλλωστε πάντα εκεί ανήκε), κοντοστάθηκε, το τρένο έφυγε, μα και τις σκάλες δεν έλεγε να τις ανέβει. Θα 'ρχόταν κι άλλο τρένο δυο λεπτά πιο πίσω, μπορούσε να συνεχίσει. Ως τη δουλειά «της», την κουζίνα «της», και το όλο «κατανόηση» αφεντικό της. Κοντά ήταν να λυγίσει, δεν είναι και εύκολο πράγμα ο αγώνας, μεγάλες οι καθημερινές του θυσίες. Ωσπου νότες και λόγια βρήκαν το δρόμο απ' τα μεγάφωνα πάνω στην πλατεία, ως τα υπόγεια και τη συνείδησή της. Αχνά στην αρχή μα στη σκέψη της όλο και ξεδιάλυναν, ακούγονταν πια καθαρά: «Τη Γεωργία ξαφνικά την διώξανε από τη δουλειά... Πήγαινε, λέει, στις συγκεντρώσεις και φώναζε συνθήματα, πρόσωπα τέτοια στη δουλειά τους δημιουργούν προβλήματα... τράβα στο σπίτι σου κυρά μου μη γίνει επεισόδιο, και μην ξανάρθεις στη δουλειά ορθά κοφτά». Δυνατοί ο ένας στίχος μετά τον άλλον δέναν στην καρδιά της πυρώνοντάς την. «Μη σώσω και ξαναπατήσω ρε γάιδαρε» μουρμούρισε αγανακτισμένη η Γωγώ κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά ως την πλατεία με τις σημαίες.
ένα κείμενο που μιλά για τις σημερινές αγωνίες της εργατικής τάξης και ειδικά αυτών που δίνουν τον ευατό τους στην ιστορική αναγκαιότητα με την ενεργό στράτευση τους.
Τελείωσε η Γωγώ το ΤΕΙ και επέστρεψε Αθήνα. Τέσσερα χρόνια στερημένα. Νοίκι, μικροδαπάνες, όλα μετρημένα, τίποτε περιττό. Γύρισε στο πατρικό, ένα τριάρι 75 τετραγωνικά στριμωγμένο ανάμεσα σε άλλα τριάρια 75 τετραγωνικών κάπου στα Πατήσια. Ολη η οικογένεια εκεί. Πατέρας, μάνα κι άλλη μια αδελφή που σειρά της ήταν να σπουδάσει, μα δεν το αποφάσιζε κιόλας να πάει όπου πέρασε. Η σκέψη, ίδια σκοτούρα, πέταγε μια στα έξοδα που θα επωμιζόταν πάλι η οικογένεια, αλλά και το μάταιο όπως διαφαινόταν της προσπάθειας. Εβλεπε το σαράκι της ανεργίας να φωλιάζει στα νιάτα της μεγαλύτερης αδελφής, κάνοντας το πτυχίο άσκοπο ξόδεμα.
Η Γωγώ δεν το δεχόταν. Για μια σειρά λόγους. Από το φιλότιμο έως την αισιοδοξία με την οποία έμαθε να αντιμετωπίζει τη ζωή. Το φιλότιμο που ήρθε ως βίωμα από το σπίτι της, τον περίγυρό της, όλους τους λαϊκούς ανθρώπους που μεγαλώνοντας δίπλα τους είδε τη δύναμη με την οποία πάλευαν τις φουρτούνες. Την αισιοδοξία μαζί και με γνώση που ήρθαν από την Οργάνωση όπου εντάχτηκε νωρίς στα σπουδαστικά της χρόνια, από το πρώτο εξάμηνο ακόμα. Μια ένταξη που της ήρθε φυσιολογικά, δίχως πολλή σκέψη ή ενδοιασμούς. Σαν το λουλούδι που δένει σε καρπό ώστε η ομορφιά του να θρέψει τελικά τον κόσμο. Μπήκε γιατί εκεί ανήκε, από πάντα.
Βγήκε στη γύρα για δουλειά. Παιδεύτηκε μα δεν τα παράτησε. Εψαξε για οτιδήποτε. Ωσπου γνωστός γνωστού της μίλησε για μια θέση λαντζέρισσας σε κάποια καφετέρια του Θησείου. «Ο,τι να 'ναι» σκέφτηκε και πήγε. Ωράριο κυλιόμενο της είπε το αφεντικό, ένα ρεπό τη βδομάδα, δέκα ώρες πλύσιμο, φόρτωμα ξεφόρτωμα στα πλυντήρια, συνεχής τροφοδοσία από την κουζίνα στο μπαρ για 35 ευρώ. Ούτε καν 40 να στρογγυλέψει ο εκμεταλλευτής το ποσό. «Ενσημα;» ρώτησε η Γωγώ. «Ενσημα, κορίτσι μου, δεν μπορώ» ξεκίνησε γλυκά να ξεφουρνίζει τις δικαιολογίες. «Η εποχή είναι δύσκολη, με τα χίλια ζόρια κρατάω το μαγαζί... τι να πω; Αν θέλεις ασφάλιση ίσως να ψάξεις αλλού».
Το ζύγισε η Γωγώ στιγμιαία, όλα σε μια στιγμή, εικόνες η μια πάνω στην άλλη, όλες της ανάγκης. Ανάγκη να σπουδάσει η «μικρή». Ανάγκη να ελαφρύνει κατάτι τον οικογενειακό προϋπολογισμό, να μη χρειάζεται χαρτζιλίκι, ακόμα κι ένα λογαριασμό να πληρώσει. Ολα τα ζύγισε εκεί, όρθια μπρος του. Η ανάγκη βιάζει τις αποφάσεις. «Πότε ξεκινάω;» έδωσε την απάντησή της. «Ελα αύριο».
Ορθοστασία, οσμές απορρυπαντικών, πόνοι στη μέση, φλεβίτης, κι όλο «γρήγορα, πιο γρήγορα». Η πρώτη πληρωμή, τέλος δεκαπενθήμερου, μετρίασε κάπως την κούραση. Ενα πρωινό ήρθαν στην καφετέρια φίλοι της από την Οργάνωση της γειτονιάς της. Βγήκε από την κουζίνα να πει μια καλημέρα, ξέκλεψε πέντε λεπτά να κάτσει μαζί τους. Το αφεντικό τους είδε. Είδε έναν δύο να έχουν τον «Ριζοσπάστη» στην κωλότσεπη. Δε μίλησε. Ετσι κι αλλιώς με τρεις καφέδες και δυο μπίρες που πήραν έβγαλε το μισό μεροκάματο της Γωγώς. Αν τους έπιανε πελάτες κέρδος του ήταν. Αλλά μέχρι πελάτες, μέχρις εκεί.
Τρωγόταν βέβαια, όπως τρώγονται όλοι αυτοί οι τύποι να εμφανίζονται κάτι άλλο από ό,τι είναι. Μαθές για την ψυχολογία τους (κι ένα τομάρι ακόμα βολεύεται να νομίζει ότι είναι κάτι καλύτερο...), μαθές για την έξωθεν καλή μαρτυρία (...έστω να δείχνει κάπως καλύτερο). Πήγε στην κουζίνα να ανοίξει κουβέντα. «Τι λέει Γωγώ; Κουκουεδάκι είσαι; Κουκουεδάκι;». «ΚΝίτισσα» απάντησε η Γωγώ νιώθοντας κείνη τη στιγμή (πόσα σπουδαία μπορούν να συμβούν σε μια στιγμή!) όλη την περηφάνια που κρύβουν μέσα τους αυτά τα τρία γράμματα. «Εντάξει, εγώ δε λέω, τις επιλογές του καθενός τις σέβομαι» άρχισε λογύδριο ο ...δημοκράτης για να το συνεχίσει μεταλλάσσοντάς το σε μια απίθανη όσο κι αναμενόμενη λαθολογία, φυσικά με αιχμές για το Κόμμα, διανθισμένη με μπόλικη έγνοια για τα «κινήματα» που απλώνονται πανταχόθεν του πλανήτη και «κάποια στιγμή πρέπει κι εσείς να εκσυγχρονιστείτε, να ανοιχτείτε, να συνδεθείτε μαζί τους». Απίθανος τύπος: έβριζε τους «Πακιστανούς» ότι απλώνοντας πραμάτεια στον πεζόδρομο του Θησείου χαλούν τη μόστρα στα μαγαζιά, έβριζε κάτι μαστόρια Αλβανούς ότι του φάγανε λεφτά μα δουλειά δεν του έκαναν, κι από την άλλη διαφήμιζε τον πόνο του για το τάδε κίνημα Ινδιάνων το χαμένο στην τάδε γωνιά του Αμαζονίου. Κι όμως, «δυσκολευόταν» εδώ, τώρα, σε αυτή τη γωνιά της Αθήνας, στην κουζίνα του, να κολλήσει πέντε ένσημα στη Γωγώ, να έχει έστω ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Απάντησε η Γωγώ με επιχειρήματα, όμορφα λογικά βάσιμα. Φοβήθηκε ο τύπος μην πειστεί, προσποιήθηκε ότι έχει μια δουλειά κι έφυγε.
Η ανεργία κάλπαζε, η κρίση οξυνόταν μαζί και η ταξική πάλη. Προκηρύχθηκε πανεργατική απεργία. Ανθρωπος του μόχθου η Γωγώ και συνειδητοποιημένη δε χρειάστηκε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα να αποφασίσει πού θα πάρει θέση. Οπως δέχτηκε τη σκληρή δουλειά σαν κάτι φυσιολογικό στη ζωή της, εξίσου φυσιολογικό της ήρθε να πει στο μαγαζί «αύριο απεργώ». Δαγκώθηκε το αφεντικό μα προσώρας το κράτησε μέσα του. Μη χαλάσει το ίματζ του ...προοδευτικού που καλλιεργούσε να το πουλά, άλλη μια ατραξιόν του καταστήματος (μια αρλουμπολογία ευαισθησίας και ανανεούμενης οικολογίας) απευθυνόμενη σε συγκεκριμένες παρέες πελατών. Βέβαια, για να μην σταματήσει η παραγωγή (αυτό τον πόναγε) και να μην πάρουν «αέρα», δύναμη, κουράγιο και άλλοι εργαζόμενοί του (κι αυτό επίσης) άλλαξε πίσω από την πλάτη της το πρόγραμμα, της χρέωσε τη μέρα της απεργίας ως ρεπό της και φώναξε εκτάκτως στη θέση της μιαν άλλη λατζέρισσα.
Σαν το κατάλαβε η Γωγώ η απεργία είχε ήδη γίνει, και υπήρχαν άλλα ζητήματα να ασχοληθεί. Πέρασαν οι βδομάδες στο ίδιο μοτίβο ώσπου προκηρύχθηκε επόμενη κινητοποίηση. Δεδομένη η απόφασή της να συμμετέχει, βήμα μπροστά η ανακοίνωση του συνδικάτου που διένειμε στους συναδέλφους για απεργία και συγκέντρωση το πρωί στην Ομόνοια. Ε, αυτό πια πήγαινε πολύ... «Ακου Γωγώ, εγώ με τον εργαζόμενο είμαι, κι εγώ με την κυβέρνηση τα 'χω, και πολλά βράδια σηκώθηκα και πήγα στην πλατεία, στο Σύνταγμα, να τους μουτζώσω, να πάνε απ' εκεί που 'ρθαν. Αλλά μέχρις εκεί! δε θα αφήσουμε την δουλειά να τρέχουμε για βόλτες...». «Μα ποιες βόλτες; Εδώ μιλάμε για αγώνα, για...». «Εδώ μιλάμε και λέμε ότι στο σχόλασμά σου να πας όπου θες και να κάνεις ό,τι θες. Αλλα αν είναι να απεργήσεις μεθαύριο, να μην ξανάρθεις για δουλειά».
Τα 'πε όλα με μιαν ανάσα κι έφυγε να πουλήσει το ευχάριστο χαμόγελό του γύρω γύρω στα τραπέζια. Θόλωσε η Γωγώ, μέσα της, στο πρόσωπό της. Ολα θολά, πάλι κάθε εικόνα να τρέχει (σαν τη βρύση) η μια πάνω στην άλλη. Το τριάρι, ο πατέρας, η αδελφή, η λάντζα, η ανεργία... Στο σχόλασμά της το ξαναπέταξε «Γωγώ! όπως είπαμε...». Μια απλή φράση, τόσο ξεκάθαρος εκβιασμός.
Το πρωί σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Πώς να είσαι κάτι άλλο απ' ό,τι είσαι; Να κάνεις άλλα απ' όσα πιστεύεις; Μπήκε μαγκωμένη στο τρένο, μετρούσε έναν έναν τους σταθμούς. Εφτανε Ομόνοια, λίγο παρακάτω «Επόμενος σταθμός: Θησείο». Οι πόρτες άνοιξαν, ασυναίσθητα κατέβηκε (άλλωστε πάντα εκεί ανήκε), κοντοστάθηκε, το τρένο έφυγε, μα και τις σκάλες δεν έλεγε να τις ανέβει. Θα 'ρχόταν κι άλλο τρένο δυο λεπτά πιο πίσω, μπορούσε να συνεχίσει. Ως τη δουλειά «της», την κουζίνα «της», και το όλο «κατανόηση» αφεντικό της. Κοντά ήταν να λυγίσει, δεν είναι και εύκολο πράγμα ο αγώνας, μεγάλες οι καθημερινές του θυσίες. Ωσπου νότες και λόγια βρήκαν το δρόμο απ' τα μεγάφωνα πάνω στην πλατεία, ως τα υπόγεια και τη συνείδησή της. Αχνά στην αρχή μα στη σκέψη της όλο και ξεδιάλυναν, ακούγονταν πια καθαρά: «Τη Γεωργία ξαφνικά την διώξανε από τη δουλειά... Πήγαινε, λέει, στις συγκεντρώσεις και φώναζε συνθήματα, πρόσωπα τέτοια στη δουλειά τους δημιουργούν προβλήματα... τράβα στο σπίτι σου κυρά μου μη γίνει επεισόδιο, και μην ξανάρθεις στη δουλειά ορθά κοφτά». Δυνατοί ο ένας στίχος μετά τον άλλον δέναν στην καρδιά της πυρώνοντάς την. «Μη σώσω και ξαναπατήσω ρε γάιδαρε» μουρμούρισε αγανακτισμένη η Γωγώ κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά ως την πλατεία με τις σημαίες.
Τόσο απλά και τόσο περίπλοκα. Ο μονόδρομος τους στέλνει την εργατική τάξη στα τάρταρα του Άδη. Ο δικός μας τραβάει στα σκαλιά της επανάστασης. Κάθε πλατύσκαλο και ένα μαρμαρένιο αλώνι. Ροδοπέταλα μην προσμένεις, ούτε παχύ ίσκιο για να ξαποστάσεις. Είτε θα πάς μπροστά προσπερνώντας τους λωτοφάγους, είτε θα κατρακυλήσεις στην καταισχύνη, την περιφρόνα, τυλιγμένος στη φαιά λήθη μιας παρηκμασμένης από καιρό εποχής. Παρηγοριά δεν θα έβρεις. Μόνο συντρόφους να σε στηρίξουν και να στηρίξεις. Αυτοί θα σου σταθούν όταν η Γη θα ανοίγει να σε καταπιεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα τα ανέβεις μάγκα μου? Εδώ σε θέλω...
Partizanos