(από το γλόμπινγκ, ένα πολύ ανθρώπινο κειμενάκι του Φραγκιού - όποιοι δεν τον ξέρετε, μπέστε στο γλόμπινγκ να διαβάσετε τον τρόπο που γράφει και θα καταλάβετε)
Όταν ήμουν μικρός, γύρω στα δέκα, θυμάμαι που κάθε Κυριακή ο παππούς μου μού έδινε ένα πενηντάρικο, όχι τα πιο πρόσφατα που έχουν μπρούτζινο χρώμα, αλλά από εκείνα τα παλιά τα μεγάλα που απεικόνιζαν τον Σόλωνα. Τότε δεν ήξερα ή δεν μπορούσα να καταλάβω, ότι ο άνθρωπος αυτός που βρισκόταν καθισμένος στο μαγκάλι, και δίπλα η γιαγιά μου να χώνει αξεφλούδιστες πατάτες μέσα στην πυρήνα[1] για να ψηθούν, είχε ζήσει μια ζωή τόσο γεμάτη εμπειρίες και τόσο σπουδαία, που θα έπρεπε να νιώθει πολύ υπερήφανος.
Κι όμως, δεν τον θυμάμαι ποτέ να υπερηφανεύεται, δεν τον θυμάμαι να μιλάει για τους αγώνες του, για τις εξορίες, για τους κινδύνους, και μάλιστα, τα λίγα που ξέρω για αυτήν την πλευρά της ζωής του τα έχω ακούσει από τον πατέρα μου, και μερικά τα έχω διαβάσει σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν από πολλά χρόνια στην εφημερίδα Αλήθεια.
Από τα πενηντάρικα εκείνα δεν μου έχει μείνει κανένα, τα έχω καταθέσει σε κερματοδέκτες ηλεκτρονικών παιχνιδιών, αντίτιμο στην ψυχαγωγία που μου προσέφεραν, ή τα έχω κάνει παγωτά ή αυτοκόλλητα της Pannini. Το μόνο που μου έχει μείνει από τον παππού μου είναι μερικές σκόρπιες αναμνήσεις, λίγο στο σπίτι του, λίγο στο νοσοκομείο πριν πεθάνει, τις φωτογραφίες από την μάχη της Κρήτης στους τοίχους, το ημερολόγιο της εθνικής αντίστασης, και κάπως το πρόσωπο του, που ήταν γαλήνιο και χαμογελαστό.
Αργότερα μου είπαν ότι ο παππούς μου γενικά ήταν μουντός άνθρωπος, βαρύς, μελαγχολικός, ήταν αιτία το πρώτο του παιδί που είχε χάσει από ασθένεια όταν εκείνο ήταν 20 χρονών, ο Δημήτρης. Πρόσφατα ο πατέρας μου κρέμασε στους τοίχους της ταβέρνας μας κάποια κάδρα με θέματα ζωγραφισμένα από αυτόν, τον αδερφό του, που δεν τον γνώρισε ποτέ.
Όταν κάποτε απογοητεύομαι από τις καταστάσεις, όταν τα πράγματα μοιάζουν σκοτεινά, όταν δεν βλέπω να υπάρχει φως στο τούνελ που διασχίζει ο δρόμος του αγώνα για τον σοσιαλισμό, όταν ο ορθός λόγος δεν αρκεί για να συντηρήσει την φωτιά που καίει μέσα μου, σκέφτομαι την ζωή του παππού μου, κοιτάω την φωτογραφία του, εκείνη που κρατάει το δίσκο στο μαγαζί, στο ίδιο μαγαζί που κρατάω και εγώ τον δίσκο σήμερα. Εκεί το πρόσωπο του δεν είναι αυτό που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, δεν χαμογελά, δεν είναι γαλήνιο, το βλέμμα του είναι πεισμωμένο, άγριο, σαν να βρίσκεται σε ετοιμότητα να συγκρουστεί με το πεπρωμένο, όχι εκείνο που του διαλέξανε, αλλά εκείνο που διάλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του, και για τον κόσμο.
Αρπάζω λοιπόν λίγη από την περηφάνεια του, που συνεχίζει να πλανάται στον χώρο δεκαετίες μετά τον θάνατο του, όπως και τόσων άλλων αγωνιστών, και παρακαλάω μονάχα, όταν έρθουν οι πραγματικές προκλήσεις, να καταφέρω και εγώ, μαθημένος αλλιώς από εκείνον, να τις κοιτάξω κατάματα. Κρατώ και εγώ τον δίσκο στο χέρι και κοιτώ την φωτογραφία του κάτω από την τηλεόραση, εκεί που οι ανυποψίαστοι πελάτες βλέπουν τους αγώνες ποδοσφαίρου, και σκέφτομαι πως αυτός, ένας άνθρωπος με ψυχή ανήμερη, κατάφερε να ζήσει δυο ζωές, εκείνη του αγωνιστή, και εκείνη του γονιού, του παππού, του συζύγου. Αναρωτιέμαι αν εγώ, ένας άνθρωπος μερωμένος, καταφέρω έστω να ζήσω μια ζωή, και γνωρίζω πως για να το κερδίσω αυτό το δικαίωμα, δεν έχω άλλο δρόμο από το να μην σταματήσω να αγωνίζομαι, τόσο ενάντια στην ισοπεδωτική καθημερινότητα, όσο και ενάντια στο γεμάτο προκλήσεις και συγκρούσεις αβέβαιο μέλλον που τρέχει καταπάνω μας.
Δεν γνωρίζω άμα θα γεράσω, άμα θα έχω εγγόνια, άμα θα είναι το βλέμμα μου γαλήνιο τότε. Δεν ξέρω αν θα υπάρχει ακόμα υλικό χρήμα ως τότε για να βαστούνε τα εγγόνια μου στο χέρι. Ελπίζω πάντως, στην περίπτωση που θα κάνω εγγόνια, από τις λίγες αναμνήσεις που θα τους μείνουν από εμένα, να έχουν πολύτιμα να θυμούνται και να τους βαστούν, όπως εγώ από τον παππού μου τον Φραγκιό.
Ευχαριστω για την αναδημοσίευση Αλεξ
ΑπάντησηΔιαγραφή