Αναδημοσιευση απο eparistera
Η δεκαετία του 1970 ήταν μια δεκαετία βαθιών μεταβολών στον καπιταλισμό. Δύο από αυτές ήσαν η ταχύτατη επέκτασή του σε όλο σχεδόν τον πλανήτη και η ένταξη όλο και περισσότερων εργαζόμενων στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης αλλά και η μεταβολή στον τρόπο μεταφοράς πλούτου από την παγκόσμια εργατική τάξη στην παγκόσμια αστική τάξη και ιδιαίτερα προς αυτή των αναπτυγμένων χωρών. Η πρώτη από αυτές τις μεταβολές έγινε και με τη ραγδαία ανάπτυξη των πολυεθνικών εταιρειών. Ένα πρώτο αποτέλεσμα της δημιουργίας και επέκτασης των πολυεθνικών εταιρειών ήταν η διάχυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε όλο τον κόσμο και η παραγωγική και οικονομική ανάπτυξη πολλών χωρών. Αν και η ανάπτυξη αυτή είχε, στις περισσότερες περιπτώσεις, στρεβλό και μη ισορροπημένο χαρακτήρα εντούτοις ήταν σημαντικός παράγοντας στην παραγωγική ανάπτυξη πολλών χωρών αλλά και στη ταχύτατη ωρίμανση των συνθηκών περάσματος του καπιταλισμού στο στάδιο της εξάντλησής του.
Πέρα όμως από την οικονομική και παραγωγική ανάπτυξη, που συνόδευε την εγκατάσταση των πολυεθνικών εταιρειών σε διάφορες χώρες του κόσμου, και τη μεταφορά πλούτου από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες χώρες μέσω αυτών, και μια σειρά σημαντικότατα πολιτικά προβλήματα συνόδευσαν τη δράση τους. Η οικονομική δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών σε συνδυασμό με την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική δύναμη των μητρικών τους χωρών, που παρενέβαιναν πάντα προς βοήθειά τους, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης της παγκόσμιας πολιτικής. Αν και αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο η ένταση με την οποία εκδηλώθηκε κατά τη χρονική αυτή περίοδο πήρε μεγάλες διαστάσεις.
Το μόνο που έχει σημασία για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις των χωρών καταγωγής τους είναι η διασφάλιση του επενδυμένου κεφαλαίου, το μέγιστο της κερδοφορίας και η εξαγωγή των κερδών στην μητέρα-πατρίδα. Η δράση επομένως των πολυεθνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό δεν ήταν και δεν είναι μόνο οικονομική αλλά έχει άμεσες επιπτώσεις στο οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο σε μια προσπάθεια διασφάλισης των κερδών και των επενδύσεων μέσω παρεμβάσεων στην πολιτική ζωή κάθε χώρας. Τέτοιες παρεμβάσεις ήσαν η ανατροπή του Allende στη Χιλή και του Mossadegh στο Ιράν. Φυσικά αυτές είναι οι πιο ακραίες μορφές παρεμβάσεων. Οι παρεμβάσεις τους είναι καθημερινές και αφορούν το σύνολο τις πολιτικής και οικονομικής ζωής των χωρών υποδοχής των πολυεθνικών. Παράλληλα η ανάπτυξη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων αδυνάτισε τη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων τα οποία δρουν κάτω από τη μόνιμη απειλή της μετεγκατάστασης της βάσης των επιχειρήσεων.
Ας δούμε τις επιπτώσεις αυτές με τα λόγια δύο υποστηρικτών του καπιταλισμού. Του Gilpin, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Princeton, και του Stiglitz, επί σειρά ετών επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όπως το θέτει ο Gilpin: «Αν μια χώρα δεν διαθέτει ισχυρά διαπραγματευτικά ατού, όπως υπολογίσιμες χρηματοοικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες ή έλεγχο επί της πρόσβασης σε μια πλούσια αγορά, θα βρεθεί σε πολύ μειονεκτική θέση στις δοσοληψίες της με τις ξένες εταιρείες» (Gilpin Η πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού σ 219). «Υπό το φως της αυξημένης σημασίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε κάθε όψη της παγκόσμιας οικονομίας-εμπόριο, χρηματοοικονομικά και μεταφορά τεχνολογίας-η απουσία διεθνών κανόνων που να διέπουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις δε μπορεί παρά να προκαλεί μεγάλη εντύπωση» (Gilpin ό.π. σ 226).
Η διαδικασία όμως επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων εξάντλησε αρκετά γρήγορα τη δυναμική της. Το συσσωρευμένο κεφάλαιο ήταν τόσο στις αναπτυγμένες χώρες και η αδυναμία παραγωγικής τοποθέτησής του σε αυτές τόσο μεγάλη που, για να μπορέσει να συνεχιστεί η καπιταλιστική συσσώρευση, έπρεπε να βρει κερδοφόρα διέξοδο. Ο Hayek, αυτός ο εκφραστής και βαθύς διαισθητικός γνώστης των συμφερόντων της παγκόσμιας αστικής τάξης, έθεσε το θέμα στη σωστή του βάση. Σύμφωνα με τα λόγια του: «Η παρελθούσα (της δεκαετίας του 1970) αστάθεια της οικονομίας της αγοράς είναι συνέπεια της εξαίρεσης του σημαντικότερου ρυθμιστή του μηχανισμού της αγοράς, δηλαδή του χρήματος, από τη ρύθμιση του ίδιου του εαυτού του μέσω της διαδικασίας της αγοράς»
Για να μπορέσουν όμως να γίνουν τα παραπάνω έπρεπε να μεταβληθούν οι κανόνες κάτω από τους οποίους δρούσε το διεθνές κεφάλαιο. Έπρεπε να δρα χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς κανέναν έλεγχο. Η αποκανονικοποίηση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίων ήταν εκείνος επομένως ο τομέας που υπέστη τις πιο ραγδαίες μεταβολές. Η αρχή έγινε με τις μεταβολές στο νομισματικό σύστημα και την αποχώρηση των ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, από το καθεστώς των σταθερών νομισματικών ισοτιμιών που είχαν καθοριστεί από τη συνθήκη του Bretton Woods. Οι κανόνες, ή οι μη κανόνες, που διέπουν όμως το διεθνές νομισματικό σύστημα δεν είναι ποτέ απλά τεχνοκρατικοί ούτε πολιτικά ουδέτεροι. «Φυσικά, οι κανόνες που διέπουν το διεθνές νομισματικό σύστημα εν γένει αντανακλούν τα συμφέροντα αυτών των ηγέτιδων οικονομικών δυνάμεων» όπως σημειώνει ο Gilpin (Gilpin ό.π σ 146). «Οι αγορές αυτές καθαυτές δεν είναι ούτε ηθικά ούτε πολιτικά ουδέτερες. Ενσωματώνουν τις αξίες της κοινωνίας και τα συμφέροντα των ισχυρών παικτών» (Gilpin ό.π σ 72).. Ή «Ένα σύστημα με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και ανεξάρτητες μακροοικονομικές πολιτικές προάγει την οικονομική σταθερότητα και επιτρέπει στις κυβερνήσεις να καταπολεμούν ταυτόχρονα την εγχώρια ανεργία. Ωστόσο ένα τέτοιο σύστημα θυσιάζει την ελευθερία στη διακίνηση των κεφαλαίων, έναν από τους σημαντικότερους στόχους του διεθνούς καπιταλισμού» (Gilpin ό.π. σ 154).
Οι συνθήκες που ουσιαστικά επέβαλαν την άρση κάθε περιορισμού στη διακίνηση κεφαλαίων ήταν η υπερσυσσώρευση και ο κορεσμός των παραγωγικών επενδύσεων στις αναπτυγμένες χώρες. Αποτέλεσμα του παραπάνω ήταν και η έκρηξη της κερδοσκοπίας από τη δεκαετία του 1970 «Η έκρηξη της κερδοσκοπίας της δεκαετίας του 1970 ήταν απόρροια της μεταβολής των νομισματικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών αλλά και της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στις προηγμένες χώρες σε σχέση με την προβληματική προσφορά εργατικού δυναμικού» (Λαπαβίτσας-Itoh σ. 393). Το κεφάλαιο μετατρεπόταν ταχύτατα σε ισχυρό παράγοντα παρασιτισμού εξαντλώντας κάθε αναπτυξιακή ικανότητά του. Άρχισε να λειτουργεί, σχεδόν αποκλειστικά, σαν μοχλός αναδιανομής του πλούτου μεταξύ των κρατών και χρησιμοποιήθηκε η τεράστια χρηματική συσσώρευση στις αναπτυγμένες χώρες και το ρόλο των πολιορκητικών κριών ανέλαβαν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το ίδιο σημαντική με την αρνητική πλευρά της λεγόμενης απελευθέρωσης του εμπορίου, αν όχι σημαντικότερη, ήταν η απελευθέρωση από κάθε κανονισμό της ροής κεφαλαίων. Γράφει ο J. Stiglitz, ο οποίος δε μπορεί να κατηγορηθεί για αντιπάθεια προς το κεφάλαιο: «Οι δυτικές τράπεζες επωφελήθηκαν από τη χαλάρωση των ελέγχων της κεφαλαιαγοράς στη Λατινική Αμερική και την Ασία, αλλά αυτές οι περιοχές υπέφεραν όταν οι εισροές κερδοσκοπικού ζεστού χρήματος (χρήματος που εισέρχεται και εξέρχεται από μια χώρα, άλλοτε εν μια νυκτί και άλλοτε σε λίγο παραπάνω χρόνο, ανάλογα με το αν ένα εθνικό νόμισμα θα υπερτιμηθεί ή θα υποτιμηθεί) που είχαν διοχετευτεί μέσα στις χώρες ξαφνικά αντιστράφηκαν.» (J. Stiglitz. Η Μεγάλη Αυταπάτη. σ 51).
Πριν το τέλος της δεκαετίας του 1970 η ταχύτητα και ο όγκος των διεθνών χρηματοοικονομικών ροών είχε αυξηθεί σε βαθμό πρωτόγνωρο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι διεθνείς χρηματοοικονομικές ροές είχαν υπερβεί κατά πολύ τις εμπορικές ροές και ο λόγος τους ήταν ήδη 25/1. Το πέρασμα του χρόνου, και η ακόμη μεγαλύτερη συσσώρευση αδιάθετου χρηματικού κεφαλαίου, είχαν σαν αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του όγκου των χρηματοοικονομικών ροών. Σύμφωνα με τον Μιγιαζάκι ο ετήσιος κύκλος εργασιών στις τέσσερεις κυριότερες αγορές ξένου συναλλάγματος το 1986 ήταν περίπου δωδεκαπλάσιος του ετήσιου όγκου των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Το 1989 ο ίδιος ετήσιος κύκλος ήταν τουλάχιστον εικοσαπλάσιος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών (αναφέρεται στο: Λαπαβίτσας-Itoh Πολιτική Οικονομία του Χρήματος και του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος σ.406). Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο όγκος των αγοραπωλησιών συναλλάγματος ανερχόταν ημερησίως στα 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, οκταπλάσιος δηλαδή αυτού του 1986. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αρκεί να αναφέρουμε πως ο ημερήσιος όγκος των εμπορικών συναλλαγών ανερχόταν, το 1997, στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο.
Σημειώνει ο Gilpin:«…τα παράγωγα ή οι αναμορφωμένες αξίες και άλλα χρηματοοικονομικά στοιχεία παίζουν σημαντικό ρόλο στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Αποτιμώμενα στα 360 τρισεκατομμύρια δολάρια (υπερβαίνοντας σε αξία ακόμη και ολόκληρη τη διεθνή οικονομία), έχουν συντελέσει τα μέγιστα στην πολυπλοκότητα και την αστάθεια των διεθνών χρηματοοικονομικών», και «..δεδομένου ότι οι χρηματοοικονομικές ροές για τις οποίες γίνεται λόγος είναι κατά μεγάλο μέρος βραχυπρόθεσμες, εξαιρετικά ευμετάβλητες και κερδοσκοπικές, τα διεθνή χρηματοοικονομικά έγιναν η πλέον τρωτή και ασταθής πλευρά της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας» (Gilpin ό.π. σ 39, 40).
Μόνο ο όγκος των κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζονται οι διάφορες εμπορικές τράπεζες, επενδυτικές τράπεζες, ιδιωτικές τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ. είναι τεράστιος και συνεχώς αυξανόμενος ξεπερνώντας προς το τέλος της δεκαετίας του 2000 ακόμη και το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η αγωνιώδης προσπάθειά τους για αποκόμιση κερδών τα ωθεί στη δημιουργία διαφόρων χρηματοοικονομικών «προϊόντων» των οποίων ο ρόλος είναι μόνο η μεταφορά πλούτου από τις υπό ανάπτυξη χώρες στις αναπτυγμένες και από τους εργαζόμενους στη μεγαλοαστική τάξη. Το arbitrage ( η απόκτηση εμπορεύματος σε μια αγορά και η άμεση πώλησή του σε μια άλλη με στόχο το κέρδος από τη διαφορά της τιμής) αποτελεί μια πρακτική άγριας παρασιτικής κερδοσκοπίας. Ο καθηγητής Χάντσον του Πανεπιστημίου του Κάνσας Σίτυ γράφει: «…όσοι κάνουν arbitrage πετυχαίνουν διπλό κέρδος. Το περιθώριο arbitrage ανάμεσα στην απόδοση της Βραζιλίας που είναι σχεδόν 12% όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, και στο κόστος της αμερικανικής πίστωσης (1%), συν το κέρδος ισοτιμίας που προκύπτει από το γεγονός ότι η εκροή από δολάρια σε ρεάλ ανεβάζει την ισοτιμία του ρεάλ περίπου κατά 30%. Αν λάβουμε υπόψη μας και την ικανότητα να αγοράσει κανείς με 1 εκατομμύριο δολάρια ξένα χρεόγραφα αξίας 100 εκατομμυρίων χρησιμοποιώντας δανεικό χρήμα, ο ρυθμός απόδοσης είναι 3.000% από τον Ιανουάριο του 2009» (άρθρο στο Counterpunch 11/10/2010).
Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών ο όγκος του χρήματος που κερδοσκοπεί στην αγορά συναλλάγματος ανέρχεται στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια αυξημένος κατά 20% σε σχέση με το 2007. Τα στοιχεία ανακοινώθηκαν την 1η Σεπτέμβρη του 2010 κι ενώ η κρίση χρέους στην ευρωζώνη ήταν σε εξέλιξη. Οι μεγαλύτεροι κερδοσκόποι ήσαν η Deutche Bank, η Citigroup, η UBS, η JP Morgan και η HSBC. Τα κυριότερα καπιταλιστικά κέντρα αγοράς συναλλάγματος ήσαν η Βρετανία, με ποσοστό 37,5% του παγκόσμιου τζίρου, οι ΗΠΑ με ποσοστό 17,9%, η Ιαπωνία με 6,2% και ακολουθούν η Ελβετία και η Σιγκαπούρη. Ο συνολικός όγκος του χρήματος στις αγορές συναλλάγματος είναι κατά 20 φορές περίπου μεγαλύτερος από το παγκόσμιο ΑΕΠ το οποίο ανέρχεται στα 58 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η δράση του στις διεθνείς χρηματαγορές εξασφαλίζει την κερδοφορία του και η μεταφορά πλούτου επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την εκμετάλλευση των οικονομιών ολόκληρων κρατών δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών των κρατών αλλά και στο δημόσιο χρέος τους συνολικά. «Η πλάστιγγα της ισχύος στις διεθνείς νομισματικές υποθέσεις, διαπιστώνει ο Eichengreen, έχει γείρει τόσο πολύ κατά των μεμονωμένων εθνών κρατών και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών τους, καθώς και υπέρ των εμπόρων συναλλάγματος και των διεθνών χρηματοοικονομικών κερδοσκόπων, ώστε τα μεμονωμένα κράτη αδυνατούν πλέον να αντισταθούν στις δυνάμεις της αγοράς» (Gilpin ό.π. σ 161).
«Η απελευθέρωση του εμπορίου για τις αναπτυσσόμενες χώρες ήταν μεν κακή όσο και πρόωρη και με ελαττωματική διαχείριση, αλλά από πολλές απόψεις η απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών ήταν πολύ χειρότερη. Η απελευθέρωση των αγορών επιφέρει το ξήλωμα των ρυθμίσεων που έχουν ως στόχο να ελέγχουν τη ροή του ζεστού χρήματος προς και από τη χώρα-δηλαδή των βραχυπρόθεσμων δανείων και συμβολαίων που συνήθως δεν είναι τίποτα παραπάνω από στοιχήματα για τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτό το κερδοσκοπικό χρήμα δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χτιστούν εργοστάσια ή να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας-οι εταιρείες δεν κάνουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις χρησιμοποιώντας χρήματα που μπορούν να αποσυρθούν ανά πάσα στιγμή-και πράγματι, το ρίσκο που είναι εγγενές σε αυτό το ζεστό χρήμα κάνει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μια αναπτυσσόμενη χώρα ακόμα λιγότερο ελκυστικές» σημειώνει ο Stiglitz (Stiglitz ό.π. σ 150).
Τι κάνει επομένως αυτό το χρήμα; Πως αυξάνεται; Απλούστατα καρπωνόμενο ένα μέρος της υπεραξίας, που παράγεται στον κόσμο ολόκληρο, και μεταφέροντας το στις αναπτυγμένες χώρες, κι αυτό επιτυγχάνεται μέσω του δανεισμού. Κατά τον J. Stiglitz: «Σήμερα, λίγοι-εκτός από εκείνους που έχουν κατοχυρωμένα συμφέροντα και ωφελούνται από τον αποκλεισμό των αγαθών που παράγονται σε φτωχές χώρες- υπερασπίζουν την υποκριτική άποψη ότι βοηθούνται οι αναπτυσσόμενες χώρες με το αναγκάζονται να ανοίξουν τις αγορές τους στα αγαθά των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών, ενώ αυτές συνεχίζουν να προστατεύουν τις αγορές τους, με πολιτικές που κάνουν πλουσιότερους τους πλούσιους και φτωχότερους τους φτωχούς - και όλο και πιο θυμωμένους.» (J. Stiglitz ό.π. σ 29)
Με όλες τις παραπάνω πολιτικές όλο και περισσότερος πλούτος μεταφερόταν από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες χώρες. Με την εμπειρία που έχει ο Stiglitz από τη συμμετοχή του στην Παγκόσμια Τράπεζα, και μάλιστα από τη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου και του διευθύνοντα αντιπροέδρου, γράφει: «Όμως, ακόμα κι αν δεν είναι ένοχη για υποκρισία, η δύση έχει διαμορφώσει την ημερήσια διάταξη της παγκοσμιοποίησης, φροντίζοντας να συσσωρεύει ένα δυσανάλογο μερίδιο από τα οφέλη, εις βάρος του αναπτυσσόμενου κόσμου» (J. Stiglitz. Ό.π. σ 49). Τα παραπάνω δεν ισχύουν , παρά για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, για μεγάλες χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Οι τεράστιες εσωτερικές αγορές τους αλλά και οι νόμοι της παραγωγικής και οικονομικής ανάπτυξής τους εγγυώνται την τελική και σύντομη απόλυτη ανεξαρτησία τους από τις πολυεθνικές και την τελική επιβολή τους. Κάτι τέτοιο θα μεταβάλει το διεθνές πολιτικό σκηνικό όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά τον εικοστό αιώνα παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα τη μεταφορά πλούτου προς τη Δύση.
Οι λόγοι που μετέβαλλαν το χαρακτήρα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επιβάλλοντάς τελικά την απόλυτη επικράτηση των αρπακτικών και παρασιτικών χαρακτηριστικών του, τα οποία είχε από την αρχή, είναι αντικειμενικοί. Οφείλονται αφ’ ενός στη τεράστια συσσώρευση χρηματικών κεφαλαίων και αφ’ ετέρου στην εξάντληση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των αναπτυγμένων χωρών, στην επικράτηση της υποκατανάλωσης και στην εξάντληση των εργατικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο, σχεδόν, και επομένως την εξάντληση και της δυνατότητας να συνεχιστεί η καπιταλιστική συσσώρευση.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενο δεν είναι δυνατόν να διαβαστεί.
Μαύρο φόντο με μαύρα γράμματα.
Χρειάζεται διαφοροποίηση ή του φόντου ή της γραμματοσειρας.
Μπορει να διαβαστει τωρα ???
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδω ολα δειχνουν ΟΚ !!!
yiokyiok
Ενδιαφέρον άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή