Άρθρο by Partizanos
Σαν παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να μεγαλώνει στα ξένα, μέσα σε δύσβατα βουνά. Τα χρώματά τους άστραφταν εναλλασσόμενα ανάμεσα στους τόνους του άσπρου, του χρυσοκίτρινου ανάκατου με το πορτοκαλί και το κόκκινο. Και σαν η Γη ξαναγεννιόταν, ντύνονταν τον πράσινο μανδύα της για να αγκαλιάσει όλα τα πλάσματα της φύσης, απλά και τρυφερά, ενίοτε όμως με σκληρότητα και βαναυσότητα απαράμιλλη. Έτσι τουλάχιστον φαίνονταν τότε στα αχόρταγα παιδικά μας μάτια ο αγώνας για ζωή που εκτυλίσσονταν ανταγωνιστικά και συνάμα συμβιωτικά σε εκείνο το βασίλειο.
Οι εποχές περνούσαν και έφευγαν, τα χρώματα εναλλάσσονταν. Μόνο τα βουνά φαίνονταν αγέρωχα, στιβαρά, ακίνητα θεριά, κάτοχοι μιας ήρεμης μα επιβλητικής δύναμης. Μιας δύναμης που ένιωθα καθώς ο χρόνος κυλούσε να με παρακολουθεί να μεγαλώνω ως Άνθρωπος, ανάμεσα σε όλους εκείνους τους ατσαλωμένους πρωτοπόρους που αποφασίστηκα σμίλευαν, τούτο που εγώ ακόμα μόνο αδρά μπορούσα τότε να συλλάβω: Τον Σοσιαλισμό…
Τα βουνά μου, και τον Σοσιαλισμό μας, έμαθα να τα αγαπώ και να τα σέβομαι γιατί τα ένιωθα κομμάτι του εαυτού μου. Πιότερο όμως τα λάτρεψα από φόβο παιδικό να μην χαθούν, όταν περπατώντας, στους λασπωμένους δρόμους της πόλης, κρατώντας σφιχτά το ζεστό χέρι του πατέρα μου, αντίκρισα κρεμάμενο από την μετώπη ενός ψηλού κτιρίου, για πρώτη φορά, ένα τεράστιο μεταλλικό, ψυχρό πλακάτ, που κουβαλούσε επάνω του μια ματωμένη κόκκινη ξέρα, περιστοιχισμένη από μελανές μπόμπες και τεράστιες τονισμένες λέξεις: «Αλληλεγγύη στο Βιετναμ», έγραφε. «Κάτω ο Ιμπεριαλισμός», συνέχιζε. Τότε πρωτοάκουσα για τον ηρωικό αγώνα του λαού του Βιετνάμ ενάντια σε Γάλους, Αμερικάνους και όλο τον σάπιο συρφετό που σκότωνε στα ριζοχώρια, στην ζούγκλα και τα βουνά την ζωή. Στο παιδικό μου μυαλό ο αγώνας του Βιετνάμ, ο αγώνας των αγοριών και κοριτσιών του, συνδέθηκε με τις μάχες των Ελλήνων Καπεταναίων, για τους οποίους τόσα και τόσα μας είχαν εξιστορήσει. Λένε πως σαν πιτσιρικάς, ήμουν και εγώ ένας μικρός ζωηρός «αντάρτης». Ας είναι. Οι καπεταναίοι ήταν οι παιδικοί μου ήρωες, άλλωστε. Έτσι, κάπως η παιδική μου φαντασία αγκάλιαζε όλους ετούτους που πάλευαν και μοχθούσαν για κάτι που ίσως να μην έβλεπαν ποτέ.
Για τον άλλον, αυτόν που οι χορτάτοι και βολεμένοι τον αποκάλεσαν τρελό και τυχοδιώκτη, αλλά οι καταπιεσμένοι, οι κατατρεγμένοι, οι φοιτητές και οι εργάτες τον είπαν Επαναστάτη, και οι φτωχοί campesino Χριστό που άγιασε δρασκελίζοντας τα πληγωμένα από τον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό χώματα μιας ολόκληρης Ηπείρου δεν είχα ακούσει τίποτε τότε. Διάβασα και έμαθα για αυτόν τον Άνθρωπο όντας μεγαλύτερος, και τον αγάπησα πιότερο από όλους τους άλλους. Αν με ρωτήσετε γιατί, μάλλον δεν θα ξέρω να σας πω ξεκάθαρα.
Κάποτε ήρθε η ώρα της επιστροφής στα πάτρια. Τα βουνά εδώ και χρόνια έμειναν μακριά μου, ή καλύτερα εγώ, εξορισμένος οικονομικά στην μιζέρια μιας γκρίζας πόλης τα άφησα μόνα τους, να αγναντεύουν τα κακώς κείμενα της πολιτείας των ανθρώπων χωρίς το βλέμμα τους να σμίγει με το δικό μου. Στις ελάχιστες εξόδους που μου απέμειναν, κάθε επίσκεψη στους κυματιστούς τους λόφους, στα απόκρυφα τους μονοπάτια, στην σκουροπράσινη βαθιά σκιά τους συνεχίζει να ηλεκτρίζει την συνείδησή μου, ξυπνώντας μέσα μου μια παιδική αθωότητα που δεν συμβιβάζονταν με την αδικία. Ακόμα και σήμερα, ρίγος με πιάνει σαν τα δρασκελίζω, λες και δεν πέρασε μια μέρα, από τότε που παιδί ακόμα άκουγα από την γιαγιά μου τις ιστορίες για τους ατρόμητους καπεταναίους, τους ψειριασμένους λεβέντες αντάρτες, που παλικαρίσια και ακούραστα ακολουθούσαν τους χρόνους του αγώνα και της λευτεριάς. Και ο δικός τους ο αγώνας, στο μυαλό μου, έγινε ο πρόδρομος του Βιετνάμ και της Κούβας. Ο δικός τους ο αγώνας ενάντια στον Ιμπεριαλισμό, ήταν ο πρόδρομος του αγώνα ενάντια στο ίδιο θεριό, τον Ιμπεριαλισμό, αυτού του λεβέντη Λάτινο – Αμερικάνου Επαναστάτη, του Che, που μας είχε προειδοποιήσει σε ανύποπτο χρόνο «ποτέ…(να μην) εμπιστευτούμε τον Ιμπεριαλισμό. Σε καμιά απολύτως περίπτωση!»
Ετούτο το γραπτό το αφιερώνω στην μνήμη του Che,που δολοφονήθηκε άνανδρα πριν από 44 χρόνια σε ένα φτωχό χωριό της Βολιβίας, το La Hiiguera, του Vallegrande.
Η κτηνωδία του Ιμπεριαλισμού, (είναι) μια κτηνωδία που δεν γνωρίζει όρια ούτε έχει εθνικά σύνορα. Η κτηνωδία των ένοπλων δυνάμεων του Χιτλερ είναι σαν την Βόρειο Αμερικάνικη κτηνωδία, σαν εκείνη των Βέλγων αλεξιπτωτιστών, και σαν αυτή των Γάλλων Ιμπεριαλιστών στην Αλγερία. Γιατί είναι η ίδια η ουσία του Ιμπεριαλισμού να μετατρέπει τους ανθρώπους σε άγρια, αιμοδιψή ζώα αποφασισμένα να σφάξουν, να σκοτώσουν, και να δολοφονήσουν το τελευταίο απομεινάρι της εικόνας του επαναστάτη ή του οπαδού σε οποιοδήποτε καθεστώς που αυτοί (σσ οι ιμπεριαλιστές) θα συντρίψουν κάτω από τις μπότες τους επειδή (αυτό) αγωνίζεται για την ελευθερία. Το άγαλμα του Λουμούμπα που καταστράφηκε σήμερα αλλά θα ξαναχτιστεί αύριο, μας θυμίζει την τραγική ιστορία αυτού του μάρτυρα της παγκόσμιας επανάστασης και σιγουρεύει πως εμείς ποτέ δεν θα εμπιστευτούμε τον Ιμπεριαλισμό. Σε καμιά απολύτως περίπτωση! Ούτε στο ελάχιστο!
Partizanos 8/10/2011
Σαν παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να μεγαλώνει στα ξένα, μέσα σε δύσβατα βουνά. Τα χρώματά τους άστραφταν εναλλασσόμενα ανάμεσα στους τόνους του άσπρου, του χρυσοκίτρινου ανάκατου με το πορτοκαλί και το κόκκινο. Και σαν η Γη ξαναγεννιόταν, ντύνονταν τον πράσινο μανδύα της για να αγκαλιάσει όλα τα πλάσματα της φύσης, απλά και τρυφερά, ενίοτε όμως με σκληρότητα και βαναυσότητα απαράμιλλη. Έτσι τουλάχιστον φαίνονταν τότε στα αχόρταγα παιδικά μας μάτια ο αγώνας για ζωή που εκτυλίσσονταν ανταγωνιστικά και συνάμα συμβιωτικά σε εκείνο το βασίλειο.
Οι εποχές περνούσαν και έφευγαν, τα χρώματα εναλλάσσονταν. Μόνο τα βουνά φαίνονταν αγέρωχα, στιβαρά, ακίνητα θεριά, κάτοχοι μιας ήρεμης μα επιβλητικής δύναμης. Μιας δύναμης που ένιωθα καθώς ο χρόνος κυλούσε να με παρακολουθεί να μεγαλώνω ως Άνθρωπος, ανάμεσα σε όλους εκείνους τους ατσαλωμένους πρωτοπόρους που αποφασίστηκα σμίλευαν, τούτο που εγώ ακόμα μόνο αδρά μπορούσα τότε να συλλάβω: Τον Σοσιαλισμό…
Τα βουνά μου, και τον Σοσιαλισμό μας, έμαθα να τα αγαπώ και να τα σέβομαι γιατί τα ένιωθα κομμάτι του εαυτού μου. Πιότερο όμως τα λάτρεψα από φόβο παιδικό να μην χαθούν, όταν περπατώντας, στους λασπωμένους δρόμους της πόλης, κρατώντας σφιχτά το ζεστό χέρι του πατέρα μου, αντίκρισα κρεμάμενο από την μετώπη ενός ψηλού κτιρίου, για πρώτη φορά, ένα τεράστιο μεταλλικό, ψυχρό πλακάτ, που κουβαλούσε επάνω του μια ματωμένη κόκκινη ξέρα, περιστοιχισμένη από μελανές μπόμπες και τεράστιες τονισμένες λέξεις: «Αλληλεγγύη στο Βιετναμ», έγραφε. «Κάτω ο Ιμπεριαλισμός», συνέχιζε. Τότε πρωτοάκουσα για τον ηρωικό αγώνα του λαού του Βιετνάμ ενάντια σε Γάλους, Αμερικάνους και όλο τον σάπιο συρφετό που σκότωνε στα ριζοχώρια, στην ζούγκλα και τα βουνά την ζωή. Στο παιδικό μου μυαλό ο αγώνας του Βιετνάμ, ο αγώνας των αγοριών και κοριτσιών του, συνδέθηκε με τις μάχες των Ελλήνων Καπεταναίων, για τους οποίους τόσα και τόσα μας είχαν εξιστορήσει. Λένε πως σαν πιτσιρικάς, ήμουν και εγώ ένας μικρός ζωηρός «αντάρτης». Ας είναι. Οι καπεταναίοι ήταν οι παιδικοί μου ήρωες, άλλωστε. Έτσι, κάπως η παιδική μου φαντασία αγκάλιαζε όλους ετούτους που πάλευαν και μοχθούσαν για κάτι που ίσως να μην έβλεπαν ποτέ.
Για τον άλλον, αυτόν που οι χορτάτοι και βολεμένοι τον αποκάλεσαν τρελό και τυχοδιώκτη, αλλά οι καταπιεσμένοι, οι κατατρεγμένοι, οι φοιτητές και οι εργάτες τον είπαν Επαναστάτη, και οι φτωχοί campesino Χριστό που άγιασε δρασκελίζοντας τα πληγωμένα από τον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό χώματα μιας ολόκληρης Ηπείρου δεν είχα ακούσει τίποτε τότε. Διάβασα και έμαθα για αυτόν τον Άνθρωπο όντας μεγαλύτερος, και τον αγάπησα πιότερο από όλους τους άλλους. Αν με ρωτήσετε γιατί, μάλλον δεν θα ξέρω να σας πω ξεκάθαρα.
Κάποτε ήρθε η ώρα της επιστροφής στα πάτρια. Τα βουνά εδώ και χρόνια έμειναν μακριά μου, ή καλύτερα εγώ, εξορισμένος οικονομικά στην μιζέρια μιας γκρίζας πόλης τα άφησα μόνα τους, να αγναντεύουν τα κακώς κείμενα της πολιτείας των ανθρώπων χωρίς το βλέμμα τους να σμίγει με το δικό μου. Στις ελάχιστες εξόδους που μου απέμειναν, κάθε επίσκεψη στους κυματιστούς τους λόφους, στα απόκρυφα τους μονοπάτια, στην σκουροπράσινη βαθιά σκιά τους συνεχίζει να ηλεκτρίζει την συνείδησή μου, ξυπνώντας μέσα μου μια παιδική αθωότητα που δεν συμβιβάζονταν με την αδικία. Ακόμα και σήμερα, ρίγος με πιάνει σαν τα δρασκελίζω, λες και δεν πέρασε μια μέρα, από τότε που παιδί ακόμα άκουγα από την γιαγιά μου τις ιστορίες για τους ατρόμητους καπεταναίους, τους ψειριασμένους λεβέντες αντάρτες, που παλικαρίσια και ακούραστα ακολουθούσαν τους χρόνους του αγώνα και της λευτεριάς. Και ο δικός τους ο αγώνας, στο μυαλό μου, έγινε ο πρόδρομος του Βιετνάμ και της Κούβας. Ο δικός τους ο αγώνας ενάντια στον Ιμπεριαλισμό, ήταν ο πρόδρομος του αγώνα ενάντια στο ίδιο θεριό, τον Ιμπεριαλισμό, αυτού του λεβέντη Λάτινο – Αμερικάνου Επαναστάτη, του Che, που μας είχε προειδοποιήσει σε ανύποπτο χρόνο «ποτέ…(να μην) εμπιστευτούμε τον Ιμπεριαλισμό. Σε καμιά απολύτως περίπτωση!»
Ετούτο το γραπτό το αφιερώνω στην μνήμη του Che,που δολοφονήθηκε άνανδρα πριν από 44 χρόνια σε ένα φτωχό χωριό της Βολιβίας, το La Hiiguera, του Vallegrande.
HASTA SIEMPRE COMANDANTE...
Ομιλία του Che το 1965 για τον Ιμπεριαλισμό μεταφρασμένη στην ελληνική.
Partizanos 8/10/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.