19 Ιουλίου 2011

Bon Jovi: Story of their life

(Μιάς και αύριο είναι η μέρα και το Redfly Planet θα δώσει το παρόν, εδώ ένα πολύ καλό αφιέρωμα από το αγαπημένο μας site για την μουσική που λατρεύουμε!)

Αφιέρωμα από το Rocking.gr

Η μουσική που λατρεύουμε είναι γεγονός πως έχει πάμπολλες εκφάνσεις. Έτσι, είναι αναμενόμενο όταν κάποιος είναι απόλυτος πάνω στην «ορθότητα» της έκφανσης που εκείνος προτιμά, να αφορίζει οτιδήποτε άλλο μακριά από τα χωράφια της δικής του rock. Κάπως έτσι, οι Bon Jovi έχουν εδραιωθεί στις συνειδήσεις πολλών, μακριά από τα στενά τους πρότυπά για τη rock, αλλά κατ' εμέ άκρως λανθασμένα. Η εμπορική τους επιτυχία, η αποφασιστικότητα του Jon Bon Jovi να είναι για όσο το δυνατόν περισσότερο στην κορυφή της μουσικής βιομηχανίας και η δισκογραφική μετάλλαξη της μπάντας την τελευταία δεκαετία οδήγησαν κάποιους σε μια άκρατη αδιαφορία σε ό,τι αφορά στο συγκεκριμένο συγκρότημα.

Αλλά όλα αυτά έχουν κάποια σταθερή βάση; Ας πάρουμε την ιστορία του συγκροτήματος από την αρχή, ούτως ώστε να μπορέσουμε να εξετάσουμε το θέμα με περισσότερες λεπτομέρειες.


The Power Station Years

Τη δεκαετία του 1970, δύο ήταν τα σχήματα που μεσουρανούσαν στην περιοχή του New Jersey: οι Southside johnny & the Αsbury jukes και φυσικά το αφεντικό, ο Bruce Springsteen. Οπότε, ήταν λογικό κάθε έφηβος που προσπαθούσε να φτιάξει μια μπάντα με 3-4 φίλους του να παίζει τραγούδια τους στο γκαράζ του σπιτιού του, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα μπορέσει να μοιάσει στα είδωλα του. Ένας απ' αυτούς του εφήβους ήταν και ο John Bongiovi, απόγονος μιας ιταλικής οικογένειας, που είχε εγκατασταθεί στο Sayreville του New Jersey, με πατέρα έναν πρώην στρατιωτικό και νυν κομμωτή και μητέρα ένα πρώην «λαγουδάκι» του Playboy. Ο John έμοιαζε αποφασισμένος να προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να πετύχει ως μουσικός, καθώς στην ηλικία των δεκάξι είχε ήδη παίξει στα σημαντικότερα μαγαζιά της περιοχής, συμπεριλαμβανομένου και του ιστορικού Fast Lane. Στο σχολείο πήγαινε όποτε δεν είχε κάποια πρωινή πρόβα, γι' αυτό και είχε αποβληθεί από τα περισσότερα σχολικά ιδρύματα της περιοχής, χωρίς όμως να τον νοιάζει και ιδιαίτερα.

Εκτός απ' όλα αυτά, είχε αρχίσει να ψάχνει και για «κανονικές» δουλειές, γνωρίζοντας όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού του, πως θα επρόκειτο απλά για κάτι προσωρινό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της απόλυσής του από ένα μαγαζί πώλησης παπουτσιών, από το οποίο κάποια μέρα τον πέταξε έξω ο ιδιοκτήτης, φωνάζοντάς του: «Ξαναγύρνα όταν έχεις γίνει ο γ...μένος ο Elvis!». Παρά τις όποιες δυσκολίες, πάντως, ο John προσπαθούσε να φτάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στο όνειρό του, δουλεύοντας ως παιδί για τα θελήματα στο στούντιο του ξαδέρφου του, Tony Bongiovi, ονόματι Power Station Studios. Εκεί είχε την τύχη να γνωρίσει τεράστιες μουσικές προσωπικότητες, όπως ο Mick Jagger, αλλά και να μπορέσει να ηχογραφήσει, μετά τα μεσάνυχτα όταν το στούντιο ήταν ελεύθερο, τα δικά του τραγούδια, με την ελπίδα πως θα καταφέρει να γράψει το μεγάλο hit που θα έστρεφε τα φώτα της διασημότητας πάνω του.

Ohhh, she's a little runaway...

Έτσι κι έγινε. Το 1982 ηχογράφησε το τραγούδι "Runaway", το οποίο ήταν αρκετά διαφορετικό από τις προηγούμενες συνθέσεις του, με ένα σαφέστατα πιο rock attitude. Ο John ήταν σίγουρος εξαρχής πως κρατούσε το εισιτήριο της επιτυχίας στα χέρια του κι έτσι σχεδόν εισέβαλε σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό, που διοργάνωνε ένα διαγωνισμό για την καλύτερη τοπική μπάντα χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο, προσπαθώντας να πείσει τον ίδιο τον διευθυντή του σταθμού για την αξία του κομματιού του. Εκείνος εν τέλει δέχθηκε να το συμπεριλάβει στον διαγωνισμό και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η απρόσμενη επιτυχία του "Runaway" οδήγησε τον John Bongiovi στην εύρεση του πολυπόθητου δισκογραφικού συμβολαίου. Η εταιρία όμως του γνωστοποίησε πως θα προτιμούσε κάποιο συγκρότημα κι όχι ένα solo act. Έτσι, οδηγήθηκε στην εσπευσμένη δημιουργία μιας μπάντας, με τον γείτονά του, Dave Sambo, στην κιθάρα, τον εφηβικό του φίλο David Rashbaum (έπειτα άλλαξε το επώνυμό του σε Bryan) στα πλήκτρα, τον Alec John Such στο μπάσο και τον έμπειρο Tico Torres στα drums. Η σύνθεση αυτή όμως δεν κράτησε για πολύ, αφού γρήγορα ο Richie Sambora (που είχε ήδη περιοδεύσει με τον Joe Cocker και είχε περάσει από μία οντισιόν των Kiss) αντικατέστησε τον Dave Sambo, ο οποίος έμελλε να δημιουργήσει τους Skid Row.

Οι τελευταίες πινελιές είχαν μπει, ο δίσκος ήταν σχεδόν έτοιμος, αλλά το όνομα του συγκροτήματος ήταν ακόμα αβέβαιο. Τελικά, μετά την αλλαγή του ονόματος του John σε Jon Bon Jovi, αποφασίστηκε -στα πρότυπα των Van Halen- η μπάντα να ονομαστεί απλά Bon Jovi. Το πρώτο και ομώνυμο άλμπουμ τους καρπώθηκε αρκετά απ' την επιτυχία του "Runaway" (το οποίο ουδέποτε ηχογραφήθηκε με το νέο line-up) και τους έδωσε την ευκαιρία να βρεθούν στο Super Rock festival στην Ιαπωνία το 1984, με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της hard rock σκηνής, όπως οι Scorpions και οι Whitesnake.

In And Out Of... Luck

To 1985, μόλις ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, οι Bon Jovi αποφάσισαν να μην αφήσουν καθόλου χρόνο να πάει χαμένος και να κυκλοφορήσουν, με κεκτημένη ταχύτητα, το "7800° Fahrenheit". Η δεύτερη αυτή δισκογραφική δουλεία τους, αν και γνώρισε κάποια ανάλογη με το "Bon Jovi" επιτυχία από Ιαπωνία μεριά, στιγματίστηκε από μέτριες κριτικές και μέτρια απόδοση στις πωλήσεις. Η ίδια η μπάντα, μάλιστα, έχει δηλώσει πως δε θέλει να θυμάται την περίοδο ηχογράφησης του αλλά και τον ίδιο το δίσκο. Το ύφος των τραγουδιών ήταν κάπως σκοτεινότερο απ' ό,τι στο ντεμπούτο, μιας και, όπως είχε πει ο Jon Bon Jovi, η συνεχής περιοδεία και στη συνέχεια το άγχος της δημιουργίας ακόμα ενός άλμπουμ δημιούργησαν μια άσχημη κατάσταση για εκείνον. Έτσι, η περιοδεία του "7800° Fahrenheit" τελείωσε σχετικά γρήγορα και το μέλλον του συγκροτήματος φάνταζε αβέβαιο.

We'll make it I swear, livin' on a prayer

Είχε έρθει η ώρα της κρίσης. Υπήρχε μια άτυπη συμφωνία με τη δισκογραφική πως εάν το επόμενο άλμπουμ δεν κάνει το μεγάλο «μπαμ», τότε δύσκολα θα συνέχιζε η συνεργασία με το συγκρότημα. Αυτό παρακίνησε τη μπάντα να βγει έξω από τα γνώριμα νερά της, ταξιδεύοντας στο Βανκούβερ του Καναδά, όπου και αποφάσισε να ηχογραφήσει το νέο της υλικό. Ο Jon είχε σίγουρα κατανοήσει την κρισιμότητα της επόμενης δισκογραφικής τους δουλειάς και γι' αυτό ήταν αποφασισμένος να κάνει ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να την κάνει να πετύχει. Έτσι, πήρε την απόφαση να ζητήσει τη συμμετοχή του διάσημου συνθέτη και hit-maker Desmond Child, με τον οποίο ο Bon Jovi και ο Sambora συνεργάστηκαν για την ολοκλήρωση των "Without Love", "You Give Love A Bad Name" και "Livin' On A Prayer". Το τελευταίο, αν και ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του συγκροτήματος, θα μπορούσε να μην έχει βρεθεί ποτέ στον δίσκο. Αυτό, διότι το demo του δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Jon, αλλά τελικά ο Richie τον έπεισε για την αξία του τραγουδιού, δίνοντας του μια άλλη πνοή, μέσω της χρήσης του talkbox. Οι ηχογραφήσεις είχαν ολοκληρωθεί, λοιπόν, και η μπάντα ήταν σίγουρη πλέον πως είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, δημιουργώντας το καλύτερο υλικό της μέχρι τότε.

Το άλμπουμ είχε προταθεί να ονομασθεί "Guns N' Roses", αφού ο Bon Jovi είχε πετύχει κάπου το όνομα της underground τότε μπάντας που έκανε πάταγο στο Los Angeles, αλλά τελικά πάρθηκε η απόφαση να τιτλοφορηθεί "Wanted Dead Or Alive". Το ομώνυμο κομμάτι -γραμμένο, μέσα σε μια μέρα, στο υπόγειο του σπιτιού του Sambora- έμελλε τα επόμενα χρόνια να αποτελέσει τον «εθνικό ύμνο» της παρέας από το New Jersey. Όμως, αν και είχε ήδη ετοιμαστεί το εξώφυλλο, με τα μέλη του συγκροτήματος με μούσια και ντυμένα με cowboy-ικο στυλ και attitude, τα πάντα ανατράπηκαν. Μια από τις πολλές νύχτες ξεφαντώματος στην πόλη του Βανκούβερ, καθώς οι αιθέριες υπάρξεις ενός strip club επιδίδονταν σε χορούς με έντονο το υγρό στοιχείο, o Jon κι ο Richie είχαν τη φαϊνή ιδέα να δώσουν στο δίσκο τον «πονηρό» τίτλο "Slippery When Wet". Το πρωτότυπο εξώφυλλό του, όμως, θεωρήθηκε τόσο κιτς από τον Bon Jovi, που, παρότι του παρουσιάστηκε την τελευταία μέρα της διορίας, εκείνος έβρεξε μια σακούλα σκουπιδιών, σχημάτισε τις λέξεις «Slippery When Wet» και είπε: «προτιμώ αυτό!». Το άλμπουμ έκανε τελικά τεράστια επιτυχία, μένοντας 38 ολόκληρες εβδομάδες στο top 5 των charts, τις 8 απ' αυτές στο νούμερο ένα. Ακόμα, τα δύο από τα τέσσερα single του ("You Give Love A Bad Name" και "Livin' On A Prayer") έπιασαν την κορυφή των charts και οδήγησαν τους Bon Jovi στη στρατόσφαιρα της επιτυχίας, καθιστώντας τους εκείνη την εποχή ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην παγκόσμια μουσική σκηνή.

Lay Your Hands On Them

Όπως είναι λογικό, η περιοδεία για έναν τόσο επιτυχημένο δίσκο όπως το "Slippery When Wet" ήταν τόσο μακροσκελής, που η φωνή του Jon άρχισε να τον προδίδει, σε σημείο που να μη μπορεί να αποδώσει ούτε τα μισά των δυνατοτήτων του. Αυτό θα μπορούσε να έχει βαρύτατες συνέπειες στο δισκογραφικό μέλλον της μπάντας. Πάντως, σχεδόν αμέσως μετά το πέρας της περιοδείας τους, ο Sambora κι ο Bon Jovi ανέλαβαν το δύσκολο έργο της σύνθεσης του δίσκου που θα διαδεχόταν την υπερεπιτυχημένη τρίτη τους δισκογραφική δουλειά. Η συνεργασία τους ήταν τόσο αρμονική, που παρά το εύλογο συγγραφικό «κόλλημα» που θα μπορούσε να περιμένει κανείς, ο Jon κι ο Richie ετοίμασαν αρκετό υλικό για τη δημιουργία ενός διπλού άλμπουμ. Επιθυμία που τελικά όμως δε βρήκε σύμφωνη τη δισκογραφική τους εταιρεία. Ο Bruce Fairbairn θα καθόταν και πάλι πίσω απ' την κονσόλα του παραγωγού και ο Desmond Child θα έδινε τις υπηρεσίες του σε τέσσερα, αυτή τη φορά, τραγούδια. Τα πάντα έδειχναν να δένουν αρμονικά, κάτι που δε διαψεύθηκε ποτέ. Το "New Jersey" κυκλοφόρησε και, παρά το στραβοπάτημα που περίμεναν όλοι, μετά την τεράστια επιτυχία, ο δίσκος χάρισε νέες κορυφές στη μπάντα. Πέντε εκατομμύρια πωλήσεις μέσα σε έξι μήνες, κορυφή στα charts και ένα ρεκόρ όσον αφορά στα singles. Ήταν και παραμένει το hard rock άλμπουμ με τα περισσότερα singles στα top 10 των charts. Τα "Bad Medicine", "Born To Be My Baby", "I'll Be There For You", "Lay Your Hands On Me" και "Livin' In Sin" (με το απαγορευμένο video clip) έκαναν τεράστια επιτυχία, διατηρώντας τους Bon Jovi στην εμπορική κορυφή και ανάγοντάς τους σε παγκόσμια υπερδύναμη στο χώρο της μουσικής βιομηχανίας.

Έτσι, ήρθε και η αναμενόμενη τεράστια παγκόσμια περιοδεία. Ακόμη πιο μακροσκελής από αυτήν του "Slippery When Wet" και με ακόμα περισσότερες χώρες και πόλεις αλλά και με ακόμα περισσότερο πάθος και εκρηκτικές ερμηνείες από τα μέλη της μπάντας. Ιστορικότερες στιγμές της "Jersey Syndicate Tour" (η οποία πραγματοποιήθηκε παρέα με τους Skid Row) ήταν η πρώτη εμφάνιση των Bon Jovi στο Wembley, η συναυλία τους στο διάσημο Hammersmith Odeon του Λονδίνου (με τον Jimmy Page να συμμετέχει στη διασκευή του "Train Kept A Rollin'") και η συμμετοχή τους στο Moscow Music Peace Festival, πάνω από ονόματα όπως οι Motley Crue, ο Ozzy και οι Scorpions. Αξιοσημείωτη είναι και η εμφάνισή τους στα μουσικά βραβεία του MTV, το 1989, όπου και παρουσίασαν σε ακουστική μορφή τα "Livin' On A Prayer" και "Wanted Dead Or Alive", εμπνέοντας τους παραγωγούς του καναλιού για τη δημιουργία του MTV Unplugged.

Wild Is The Wind

Η περιοδεία αυτή μπορεί να ήταν η μεγαλύτερη, η σημαντικότερη και η πιο εμπλουτισμένη όσον αφορά στην παραγωγή για το συγκρότημα, αλλά η εντονότατοι ρυθμοί που είχαν επιβληθεί δε θα μπορούσαν παρά να επηρεάσουν αρνητικά τους -ήδη κουρασμένους από την προηγούμενη μακροσκελή περιοδεία- Bon Jovi. Ο ίδιος ο Jon έχει δηλώσει πως μετά από κάποιο σημείο ήταν αναγκασμένος πριν από κάθε show να κάνει ενέσεις με στεροειδή, ούτως ώστε να μην καταρρεύσει πάνω στη σκηνή. Εκτός αυτού, οι εντάσεις, λόγω της καθημερινής τριβής και της εξάντλησης, γίνονταν όλο και εντονότερες ανάμεσα στα μέλη της μπάντας. Έτσι, μετά το πέρας της "Jersey Syndicate Tour", όπως έχουν γλαφυρά πει και οι ίδιοι, ο καθένας πήρε ένα αεροπλάνο με διαφορετικό προορισμό, έχοντας την πρόθεση να μη ξαναδεί ο ένας τον άλλο για πολύ καιρό.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον Τύπο να παρουσιάζει ως σχεδόν σίγουρη τη διάλυση της μεγαλύτερης τότε rock μπάντας του πλανήτη. Τα δύο solo άλμπουμ των κύριων πόλων του συγκροτήματος, το εξαιρετικό "Stranger In This Town" του Richie Sambora και το soundtrack της ταινίας "Young Guns II" από τον Jon Bon Jovi (το οποίο περιείχε το βραβευμένο με χρυσή σφαίρα "Blaze Of Glory"), σε συνδυασμό με τις «μασημένες» τους δηλώσεις αναφορικά με το μέλλον της μπάντας, ενέτειναν τις εικασίες για την τελική διάλυση των Bon Jovi.

It's never too late, you gotta keep the faith

Είχαν ήδη περάσει τρία γεμάτα χρόνια από την κυκλοφορία του "New Jersey" και οι οπαδοί της μπάντας είχαν αρχίσει να «χωνεύουν» την άτυπη διάλυσή της. Ο κύριος Bon Jovi πάντως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη, αφού, μετά από πολύ καιρό, βρέθηκε και πάλι με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω σε νέο υλικό, σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Τα '90s όμως είχαν μπει για τα καλά, με τον Kurt Cobain και το όλο κίνημα του Seattle να έχουν διαμορφώσει τελείως διαφορετικές συνθήκες από αυτές που οδήγησαν τους Bon Jovi στην κορυφή στα τέλη της δεκαετίας του '80. Συγκροτήματα που μεσουρανούσαν τότε είχαν βρεθεί στην αφάνεια, παρακολουθώντας με αμηχανία την τεράστια αλλαγή του σκηνικού που συντελούταν στη μουσική βιομηχανία. Με λίγα λόγια, ήταν ίσως η χειρότερη χρονικά στιγμή για ένα comeback από πλευράς των Bon Jovi. Αυτό όμως σύμφωνα με τα όποια δεδομένα υπήρχαν μέχρι τότε.

Ο Jon Bon Jovi κι ο Richie Sambora έδειχναν σίγουροι γι' αυτό που έπρατταν κι αυτό γιατί πολύ απλά ήξεραν τι υλικό είχαν στα χέρια τους. Το πέμπτο άλμπουμ του συγκροτήματος πήρε τον διόλου τυχαίο τίτλο "Keep The Faith" και σήμανε την αναχώρηση των Bon Jovi απ' οτιδήποτε θα μπορούσε να τους κρατήσει πίσω, με μια δραστική αλλαγή στον ήχο τους, δοσμένη μέσα από κάπως πιο «γήινα» κομμάτια απ' ό,τι στο παρελθόν. Συνθέσεις όπως τα "I Believe", "Fear", "Keep The Faith" και φυσικά το δεκάλεπτο έπος ονόματι "Dry County" φανέρωναν μια σαφέστατα πιο ώριμη εικόνα της μπάντας, η οποία έμοιαζε να αφήνει πίσω το glam στοιχείο της περασμένης δεκαετίας και να πιάνει στο «στόμα» της διάφορα κοινωνικά θέματα.

I can't sing no song of hope...

Το επόμενο έτος επεφύλασσε κάτι απρόσμενο. Ο μπασίστας Alec John Such είδε την πόρτα της εξόδου, αφού έδειχνε να είναι ο μόνος που δεν είχε την όρεξη να προχωρήσει μπροστά, όπως οι υπόλοιποι, κάτι που δεν είχε διστάσει να δηλώσει και στα media. Αυτή είναι και η μοναδική αλλαγή στη σύνθεση του συγκροτήματος έπειτα από το ντεμπούτο του. Μέχρι σήμερα, πάντως, ο Such δεν έχει επίσημα αντικατασταθεί από κάποιο νέο μέλος, ως ένδειξη σεβασμού. Από τις ηχογραφήσεις του έκτου δίσκου κι έπειτα, όμως, ο Hugh McDonald αποτελεί τον σταθερό μπασίστα στις τάξεις των Bon Jovi.

Τώρα, αν το "Keep The Faith" ξεκίνησε μια μεταστροφή της μπάντας, τότε το επόμενο άλμπουμ της, "These Days", σίγουρα την ολοκλήρωσε. Μετά την μεγάλη επιτυχία του πρώτου τους Best Of, το 1994, και της power ballad "Always", που χάρισε νέες πρωτιές στο συγκρότημα, οι δηλώσεις για μια πιο blues προσέγγιση στον επερχόμενο δίσκο έπεφταν βροχή. Κι όχι άδικα. Όσον αφορά στο στιχουργικό περιεχόμενο, το "These Days" αποτελεί τη σκοτεινότερη στιγμή στη δισκογραφία του συγκροτήματος. Τραγούδια όπως το σπαρακτικό "My Guitar Lies Bleeding In My Arms", το τσαμπουκαλεμένο "Hey God", το ειλικρινές "Something To Believe In" αλλά και το πανέμορφο "These Days" προσδίδουν έναν τόνο απρόσμενης -για ένα άλμπουμ των Bon Jovi- απαισιοδοξίας. Ακόμα και τα κομμάτια με ερωτικό περιεχόμενο, όπως τα "This Ain't A Love Song", "(It's Hard) Letting Go" και "Lie To Me", παρουσιάζονται με εντονότατο το στοιχείο της μελαγχολίας. Αυτό, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές ενορχηστρώσεις, την πρωτόγνωρη εσωστρέφεια του υλικού και το γεγονός πως η μπάντα βρισκόταν τότε στο peak της (κάτι που μπορείτε να διαπιστώσετε από το DVD "Live From London"), χρίζει το "These Days" ως το λαμπρότερο ίσως διαμάντι στη δισκογραφία των Bon Jovi, στο οποίο θα άξιζε να ρίξουν καμιά ακρόαση οι επίδοξοι επικριτές τους.

Not old, just older

Παρά τη μεγάλη επιτυχία του "These Days" (περισσότερο παγκοσμίως, παρά στις ΗΠΑ), μετά το πέρας της περιοδείας του, το 1996, η μπάντα αποφάσισε για μία ακόμη φορά να κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα, μιας και κάτι τέτοιο θεωρήθηκε απαραίτητο. Έτσι, ο Richie Sambora βρήκε την ευκαιρία δυο χρόνια αργότερα να κυκλοφορήσει το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, "Undiscovered Soul", ενώ ο Jon Bon Jovi κυκλοφόρησε το "Destination Anywhere", συνοδευόμενο μάλιστα από μια ταινία μικρού μήκους, με συμπρωταγωνίστρια την Demi Moore. Το 1999, πάντως, το συγκρότημα είχε βρεθεί και πάλι μαζί, προκειμένου να δουλέψει πάνω στο διάδοχο του "These Days". Το έβδομο άλμπουμ της μπάντας ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει μέσα στο έτος, με τον τίτλο "Sex Sells", την τελευταία στιγμή όμως η κυκλοφορία ανεκλήθη και οι Bon Jovi ξεκίνησαν να δουλεύουν εκ νέου πάνω σε καινούργιο υλικό.

Αυτό πήρε τέτοια μορφή, που η αλλαγή στο ύφος του οδήγησε στην απαραίτητη αλλαγή του τίτλου. Ο νέος τίτλος ήταν "Crush" και το πρώτο single το "It's My Life". Όταν ένα σχήμα απέχει απ' τα δισκογραφικά δρώμενα για πέντε ολόκληρα χρόνια, δύσκολα μπορεί να εικάσει κάποιος πως η επιστροφή του θα είναι τόσο επιτυχημένη. Το "It's My Life" απέδειξε περίτρανα πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό, αφού έθεσε και πάλι τον Bon Jovi και την παρέα του στην κορυφή των charts, τους θύμισε για τα καλά σε όποιον τους είχε ξεχάσει και τους σύστησε σε μια νεότερη γενιά οπαδών, η οποία έμελλε να παίξει σημαντικότατο ρόλο στη μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος στα '00s. Αξίζει να σημειωθεί η κορυφαία στιγμή της περιοδείας του άλμπουμ, η οποία δεν ήταν άλλη από το κλείσιμο του Wembley, μιας και οι Bon Jovi ήταν η τελευταία μπάντα που έπαιξε εκεί πριν το γκρέμισμα και την ανακαίνισή του.

No Regrets (?)

Η αναπάντεχη ίσως επιτυχία του "Crush" δε θα μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτη από το επιχειρηματικό μυαλό του κυρίου Jovi. Με κύρια έμπνευση την τραγωδία των Διδύμων Πύργων και, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, μια πιο βαριά προσέγγιση στις κιθάρες, το 2002 κυκλοφόρησε το "Bounce". Παρά τις παραπάνω υποσχέσεις, ο δίσκος δίχασε, αφού αποτέλεσε μια εμπορική αποτυχία για τα δεδομένα του συγκροτήματος και οι λιγοστές βαρύτερες συνθέσεις δεν ήταν αρκετές για να αναστρέψουν το γεμάτο μπαλάντες κλίμα. Βλέποντας αυτά λοιπόν και βρισκόμενοι ενδεχομένως μπροστά σε κάποιο συνθετικό αδιέξοδο, οι Bon Jovi αποφασίζουν ένα χρόνο αργότερα να ξαναηχογραφήσουν κάποια από τα μεγαλύτερα hit τους, αλλά αυτή τη φορά με τελείως διαφορετικές ενορχηστρώσεις, δοσμένες από ένα -κατά βάση- ακουστικό πρίσμα. Και αυτή η προσπάθεια έμελλε να διχάσει το κοινό, πάντως, αφού δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποδείκνυαν την ανύπαρκτη χρησιμότητα μιας τέτοιας κυκλοφορίας.

Welcome To Wherever You Are

Πολλοί περίμεναν, λόγω των παραπάνω ασταθών κινήσεων, ένα ακόμα διάλειμμα από το συγκρότημα, αλλά αυτό έσπευσε να τους διαψεύσει. Το νέο άλμπουμ "Have A Nice Day" ήταν έτοιμο ήδη από τα τέλη του 2004, όμως λόγω διαφόρων διαφωνιών η κυκλοφορία του δεν έγινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους. Οι υποσχέσεις για έναν καθαρό rock δίσκο και πάλι πολλές και το ομώνυμο πρώτο single έρχεται να δώσει κάποια βάση σε αυτές. Η πρώτη φορά μετά το "It's My Life", που κάποιο single της μπάντας καταφέρνει να κάνει τόσο σούσουρο, πράγμα ιδιαίτερα θετικό. Το σύνολο του δίσκου, ωστόσο, είναι κάπως άνισο, αφού μπορεί να περιέχει ένα "Last Man Standing", αλλά περιέχει κι ένα "Wildflower".



Σε γενικές γραμμές, πάντως, μια συμπαθητική προσπάθεια, που κατάφερε με σχετική ευκολία να προσπεράσει σε πωλήσεις τον προκάτοχό της και μας χάρισε ένα πανέξυπνο -για το σκοπό του- εξώφυλλο. Ακόμα, το "Have A Nice Day" άφησε γερά το στίγμα του στη δισκογραφική πορεία της μπάντας, αφού περιείχε το "Who Says You Can't Go Home", του οποίου το ντουέτο με την τραγουδίστρια των Sugarland, Jennifer Nettles, έγινε το πρώτο και μοναδικό νούμερο ένα single στα country charts από ένα rock σχήμα. Μια απρόσμενη επιτυχία κι ένα άνοιγμα σε ένα ακόμα κοινό, που δε μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτο...

Don't know where I'm going but I know where I've been

Και δύο χρόνια αργότερα... μπαμ! Οι Bon Jovi ετοιμάζουν ένα country άλμπουμ. Κεραμίδα. Country; Από πού κι ως που; Ναι, από το 2000 κι έπειτα πέρασαν για τα καλά στα χωράφια του pop/rock, αλλά country; Κάπως έτσι ήταν οι πρώτες δικαιολογημένες αντιδράσεις. Ανησυχία και άκρατη περιέργεια για το όποιο αποτέλεσμα. Ο Jon Bon Jovi αποφάσισε να κάνει μια συμφωνία με τη δισκογραφική που τον πίεζε για την κυκλοφορία ενός δεύτερου best of. Συμφώνησε να ταξιδέψει στο Nashville, να γράψει εκεί ό,τι του κατέβει και μετά να κυκλοφορήσει τη συλλογή που ήθελε η εταιρεία. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν λιγάκι διαφορετικά. Η περιήγηση των Bon Jovi στα country μονοπάτια είχε ως αποτέλεσμα το "Lost Highway", το οποίο γνώρισε αναπάντεχη επιτυχία ανά τον κόσμο, κάτι που οδήγησε τη μπάντα να αψηφήσει τα όσα έλεγε πριν την κυκλοφορία του, σχετικά με περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων, αποκλείοντας μια μεγάλη παγκόσμια περιοδεία. Αυτή η μεγάλη παγκόσμια περιοδεία ήταν αυτό ακριβώς που έγινε τελικά, χαρίζοντας μάλιστα στο σχήμα μια ακόμα πρωτιά, καθώς η "Lost Highway Tour" ήταν η πιο επιτυχημένη περιοδεία του 2008.

Can I be happy now?

Συνεχίζοντας το φρενήρη ρυθμό κατά τον οποίο παρήγαγαν άλμπουμ κατά τα '00s, οι Bon Jovi κυκλοφόρησαν το 2009 το "The Circle". Πολυαναμενόμενο δε μπορεί να το πει κανείς, αλλά και πάλι είχε αρκετό ενδιαφέρον να δει κανείς που θα το πήγαινε ο Jon Bon Jovi μετά την επιτυχία της country / pop / rock συνταγής. Η πρώτη επαφή έγινε με το "We Weren't Born To Follow", το οποίο θύμισε κλασικούς Bon Jovi της νέας χιλιετίας. Μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως η πρώτη version το τραγουδιού κι αυτή που υπάρχει στο cd single δεν έχει κιθαριστικό solo, αφού αυτό προστέθηκε στην album version του κομματιού, μετά από μαζική απαίτηση των οπαδών της μπάντας (τι σου κάνει το internet τη σήμερον ημέρα...). Πάντως, ο υπόλοιπος δίσκος έδειξε σημάδια προσπάθειας διαφοροποίησης των Bon Jovi από τη μουσική περσόνα που είχαν διατηρήσει τα τελευταία δέκα χρόνια, εφαρμόζοντας διάφορες νέες ιδέες και παρουσιάζοντας -για πρώτη ίσως φορά μετά το προ δεκατετραετίας "These Days"- μια ευαισθησία σε κοινωνικά θέματα.

The more things change, the more they stay the same

Οι Bon Jovi, λοιπόν, θα μπορούσε εύλογα να πει κανείς πως την τελευταία δεκαετία βρέθηκαν δέσμιοι της ίδιας τους της επιτυχίας. Το "It's My Life" μπορεί να τους χάρισε το τεράστιο comeback και το απαραίτητο άνοιγμα στις μικρότερες ηλικίες, αλλά τους εγκλώβισε στην προσπάθεια να ακολουθήσουν αυτή την πεπατημένη, έχοντας την πιο παραγωγική τους δισκογραφικά δεκαετία, αλλά και ταυτόχρονα την πιο αμφιλεγόμενη. Όπως και να 'χει, πάντως, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Οι Bon Jovi ξεκίνησαν με ένα αμείωτο πάθος για τη μουσική κι έτσι συνέχισαν. Πέρασαν από τα καλά, στα πολύ καλά, στα εξωφρενικά καλά, στα πολύ άσχημα και επέζησαν. Άντεξαν στις κατά καιρούς δοκιμασίες της μουσικής βιομηχανίας και βίωσαν στο πετσί τους τι πάει να πει μεγαλείο και πόσο εύκολα μπορεί αυτό να σε καταβροχθίσει.



Δεν είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα ο Jon Bon Jovi έχει κρατήσει το συγκρότημά του ανάμεσα στα κορυφαία των κορυφαίων, όσον αφορά στα live show. Εξάλλου, ο επαγγελματισμός και η συνέπεια μιας μπάντας στο συγκεκριμένο τομέα είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που συντελούν στο χαρακτηρισμό της ως πραγματικά «τεράστιας» και συγχρόνως παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην επίτευξη μιας μακρόχρονης παρουσίας στην κορυφή. Σε αυτή συνεχίζουν να βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια οι Bon Jovi, καθώς το ήθος και ο σεβασμός που επιδεικνύουν στους ίδιους τους οπαδούς τους μπορεί να παρατηρηθεί μόνο σε ελάχιστα σχήματα πια.

Χρυσόστομος Μπάρμπας

4 σχόλια:

  1. Θα ρθειτε Αθηνα και δεν ειπατε κατιτις ????

    yiokyiok

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΑΠΟΦΑΣΗΣΑΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ ΣΟΥ
    ΘΕΟΔΩΡΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Yiok θα ερθουμε λιγο πριν βγουν στην σκηνη και θα φυγουμε κατευθειαν μετα τη συναυλια..οποτε..
    : ]]]]]

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.

Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog

ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.