Με μια πρώτη ματιά η συγκεκριμένη ανάρτηση φαίνεται άκαιρη (ή άκυρη κατά τον νεολογισμό). Όπως θα δούμε όμως μόνο τέτοια δεν είναι. Vodka Lemon λοιπόν, ακόμα μια ταινία, που την βλέπουμε «αλλιώς» και την ανάγουμε, στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Μήπως έτσι δεν επιβιώνει και η μεγάλη τέχνη, γενικά; Παρατηρώντας βαθιά την πραγματικότητα και αφού δεν μένει σε μια ευκαιριακή ή επιφανειακή περιγραφή, φτάνει σε εμάς προκαλώντας τον θαυμασμό μας για την ανθρώπινη δημιουργία αλλά και το «διάβασμα» μας στο σήμερα, χωρίς εδώ να υπονοώ τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, «την κάθε ιδιαίτερη άποψη ανάλογα με τα βιώματα». Έτσι δεν διαβάζουμε την αρχαία τραγωδία, τα έργα του Σαίξπηρ, ή το γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα; Η έννοια του χρήματος σαν μέσου καταστροφής της ανθρώπινης κοινωνίας στην αρχαία κοινωνία, δεν μας συγκινεί στην αρχαία δραματουργία; Το ίδιο και στον Σαιξπηρ; Το ίδιο και στον Ζολά; Τρεις διαφορετικές περίοδοι της ανθρωπότητας που έχουν κάτι κοινό, το χρήμα ως γαλβανικό στοιχείο της κοινωνίας. Αλλά αν δεν είχαν αυτή την ομοιότητα ή καλύτερα καμία ομοιότητα;
Μετά από αυτή την εισαγωγή ας περάσουμε στην υποτιμημένη ταινία του 2003, από την Αρμενία, του Κούρδου σκηνοθέτη Hiner Saleem. Στα μόνιμα χιόνια των Αρμένικων βουνών, στην άκρη αυτή της Ευρώπης, εκεί που αυτή ενώνεται με την Ασία, στον Καύκασο, που κρεμάστηκε ο Προμηθέας γιατί έδωσε την φωτιά στον άνθρωπο, ένας μεσήλικας υποφέρει χωρίς ωστόσο να έχει προσφέρει ότι ο Προμηθέας στην ανθρωπότητα. Ο ήρωας Hamo, έχει ζήσει την μισή του ζωή επί Σοβιετικής Ένωσης και η σύγκριση με το σήμερα του φαίνεται πολύ σκληρή. Το μόνο που το ζεσταίνει είναι το φλασκί με τη βότκα. Το φλασκί με το σφυροδρέπανο πάνω, μαγικός ζωμός που διώχνει το μόνιμο (καπιταλιστικό) κρύο. Οι αναμνήσεις για την ζωή με την γυναίκα του, που ως άλλη ΕΣΣΔ, πέθανε και μαύρισε την καρδιά του είναι παντού παρούσες (το ίδιο και μια γλυκιά ανάμνηση της παλιάς μας «προλεταριακής πατρίδας»).
Το περιβάλλον του, τώρα ένα ορεινό χωριό με όλες τις αδυναμίες του και με ούτε ίχνος παραγωγικής προοπτικής. Η σκιά της ανεργίας είναι παντού. Ο σαραντάχρονος γιος του, τεμπελιάζει όλη μέρα εντός του σπιτιού, αφημένος στη μοίρα του, δεν έχει διάθεση ούτε καν να το παλέψει. Αντίθετα επιλέγει να πουλήσει την κόρη του σε έναν πλούσιο γαμπρό για να του βρει δουλειά στη Μόσχα. Αλλά τελικά το ρουσφέτι δεν του κάθεται και απλά πυροβολεί τον γαμπρό του χωρίς αυτός να παθαίνει τίποτα σοβαρό, αλλά αντιθέτως, τελικά του παίρνει την κόρη μαζί του. Θα μπορούσε να διαβαστεί και η αντίδραση στα ρουσφέτια, των απογοητευμένων που αντιδρούν με βρισιές, γιαούρτια, αλλά ενσωμάτωση;
Ο άλλος γιος μετανάστης στη Γαλλία. Όλοι στο χωριό περιμένουν τα εμβάσματα του. Αλλά αυτός ποτέ δεν στέλνει, κάτι. Στο τέλος της ταινίας μάλιστα ζητά λεφτά από τον πατέρα του. Μήπως σήμερα θα έπρεπε κάπως έτσι να διαβαστεί ο μύθος ότι με την μετανάστευση θα λυθούν τα προβλήματα των νέων; Δηλαδή ενώ υπάρχει το πρόβλημα της ανεργίας, και σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο το 53% των νέων της Ευρώπης είναι πρόθυμο να μεταναστεύσει, του υπόσχεται κανείς καλύτερη ζωή στο εξωτερικό; Πόσο περισσότερο που ακούγεται η ενίσχυση «της κινητικότητας των εργαζομένων» και αυτή είναι μια καλή ευκαιρία, σύμφωνα με τους κρατούντες της ΕΕ.
Ο δυστυχής πατέρας, για να τα βγάλει πέρα πουλάει ότι έχει και δεν έχει. Την ντουλάπα του, την τηλεόραση του, με την οποία τον δένουν οι αναμνήσεις με την γυναίκα του (αλλά και ένα σαφές υπονοούμενο, ότι στα τελευταία της ΕΣΣΔ, ο κόσμος με την τηλεόραση την περνούσε). Την ίδια του την τιμή, που συμβολίζεται με το πούλημα της παλιάς στρατιωτικής του στολής. Τελικά στο τέλος καταλαβαίνει ότι αυτό δεν είναι λύση. Γιατί;
Ο άλλος ήρωας της ταινίας μια γυναίκα, που ζει στο ίδιο χωριό και δουλεύει σε ένα μικρό μαγαζάκι που πουλά βότκες. Την vodka lemon, εξ’ ου και ο τίτλος της ταινίας. Τελικά το μαγαζάκι κλείνει, ο ιδιοκτήτης της λέει, δεν έχει άλλο δουλειά εδώ. Η γυναίκα αυτή είναι χήρα, ο άντρας της θύμα στον πόλεμο του Αντόρνο Καραμπάχ. Η κόρη της μουσικός, πιανίστρια, αλλά οι μουσικές γνώσεις στον καπιταλισμό πουλιούνται. Στην μάνα της λέει ότι τα λεφτά που φέρνει και ζουν είναι από τα φιλοδωρήματα στο εστιατόριο που δουλεύει (μήπως δεν μοιάζει με την λύση του τουρισμού;).
Η αλήθεια είναι όμως τραγική, αφού πουλά όχι της μουσικές της γνώσεις και ικανότητες, αλλά το κορμί της, σε πλούσιους γέρους, για δώρα και χρήματα. Όλη η σαπίλα της αστικής κοινωνίας λοιπόν και της ύψιστής εξαθλίωσης στις οθόνες σας. Η κατάσταση των λαών που κάποια μέρα ζήσανε έστω και με τα προβλήματα του τον σοσιαλισμό. Στο νεκροταφείο η χήρα γνωρίζεται με τον Hamo, και η σχέση τους στο τέλος λιώνει τα χιόνια του μόνιμου χειμώνα, αλλά επίσης δεν πουλάνε και το πιάνο της κόρης της, σε μια πράξη ανυπακοής και ελπίδας.
Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν η ταινία έχει να μας πει πολλά ( αν και είναι όλο και πιο γνώριμα καθημερινά, σε όλους όσους παλεύουν για το μεροκάματο στην σημερινή Ελλάδα). Να μας συγκινήσει και όλα αυτά δοσμένα με τον καλύτερο αισθητικά τρόπο.
Εμείς περιμένουμε μήπως να φτάσουμε στα χιόνια του Καυκάσου; Να ζήσουμε την μέγιστη εξαθλίωση της ταινίας; Υπάρχει και άλλος δρόμος βέβαια. Να πιούμε την βότκα μέσα από το φλασκί και να ερωτευτούμε, την μόνη γυναίκα που μπορεί να λιώσει τα χιόνια. Άλλοι πίνανε το αθάνατο κρασί του εικοσιένα, παλιότερα, μήπως πρέπει να ξαναπιούμε, την βότκα της επανάστασης; Να ερωτευτούμε την μόνη κοσμοθεώρηση που ανοίγει δρόμους μπροστά, που για μας δεν είναι κανένα χοντρό γουρνοαστικό (όπως πολλών άλλων και προσφάτως κάποιων δήθεν ακκομάτιστων), αλλά έχει υπογάστριο και υπεργάστριο.
Ενδιαφερον! Την εχω ακουστα την ταινια αλλα δεν την εχω δει (η περιγραφη σου μου θυμισε goodbye Lenin στο πιο καταθλιπτικο του ομως)
ΑπάντησηΔιαγραφήCheers
Κάπως έτσι είναι Manny. Απλά στο Goodbye Lenin, υπήρχε και το κωμικό στοιχείο. Σε αυτή η κατάσταση φαίνεται μαύρη. Αν και δεν είναι αρνητική, απωθητική, καταθλιπτική. Έχει τις ωραίες της στιγμές. Την είδα 2 φορές μέσα σε ένα χρόνο. Αργότερα θα παρουσιάσω και άλλες "άγνωστες" ταινίες, μάλλον με αυτού του είδους την ματιά.
ΑπάντησηΔιαγραφή