Είναι γεγονός ότι η απεργία αποτελεί ένα όπλο στα χέρια των εργαζομένων, το οποίο πραγματικά "πονάει" το κεφάλαιο και την αστική τάξη γενικώτερα. Μπορεί να χάνουν οι απεργοί τα γλίσχρα μεροκάματά τους αλλά η ζημιά που υφίσταται η κερδοφορία τού κεφαλαίου από κάθε μέρα απεργίας είναι τεράστια. Γι' αυτό, η άρχουσα τάξη καταβάλλει άοκνες προσπάθειες προκειμένου να περιστείλει -ή και να καταργήσει- το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο περίφημος "Κανονισμός Μόντι ΙΙ", ο οποίος επιχειρούσε να βάλει σε ευρωενωσιακά καλούπια το δικαίωμα της απεργίας, ως "θεμελιώδες δικαίωμα άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών". Όπως είναι σαφές, εμπνευστής αυτού του κανονισμού ήταν ο σημερινός δοτός πρωθυπουργός τής Ιταλίας. Όμως, δυστυχώς γι' αυτόν και την κάστα του, η γενική και συντονισμένη αντίδραση των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη υποχρέωσε την ευρωπαίο επίτροπο απασχόλησης να αποσύρει τον εν λόγω κανονισμό πριν δυο μήνες περίπου.
Βέβαια, αυτή η απόσυρση δεν σημαίνει και την οριστική νίκη των εργαζομένων. Το κεφάλαιο γνωρίζει πώς να αναδιπλώνεται στα δύσκολα και πώς να αντεπιτίθεται όταν βρει την ευκαιρία. Αυτό που τελικά δεν πέρασε σε κεντρικό επίπεδο, είναι σίγουρο πως θα επιχειρηθεί να περάσει σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών, από κάθε κράτος χωριστά. Συνεπώς, αξίζει να μάθουμε δυο πράγματα παραπάνω για τον συγκεκριμένο κανονισμό, προκειμένου να οξυνθούν τα αισθητήριά μας και να είμαστε καλυτερα προετοιμασμένοι για την αντεπίθεση που προαναφέραμε. Και, πρώτα-πρώτα, ας δούμε με ποια αφορμή αποφάσισε ο Μόντι να εισηγηθεί έναν τέτοιο κανονισμό.
Στις 11/12/2007, το ευρωπαϊκό δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση C-438/05, με την οποία έκρινε παράνομη την απεργία τής Φινλανδικής Ομοσπονδίας Ναυτεργατών και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Μεταφορές, μετά από προσφυγή τής εταιρείας Viking Line. Οι απεργοί απαιτούσαν να παραμείνει υπό φινλανδική σημαία το πλοίο "Rosella" τής εταιρείας, το οποίο έκανε το δρομολόγιο Ελσίνκι-Ταλλίν. Αντίθετα, η εταιρεία ήθελε να σηκώσει εσθονική σημαία, προκειμένου να υπαγάγει τους ναυτεργάτες της στην εσθονική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα μεροκάματα και πολύ λιγώτερα δικαιώματα.
Μια βδομάδα αργότερα, στις 18/12/2007, με την απόφαση C-341/05, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε παράνομη και την απεργία τής Σουηδικής Ομοσπονδίας Οικοδόμων, μετά από προσφυγή τής λετονικής εταιρείας Laval. Η εταιρεία (μέσω μιας ντόπιας θυγατρικής της) είχε αναλάβει να χτίσει ένα σχολείο και είχε κουβαλήσει λετονούς εργάτες, τους οποίους πλήρωνε σύμφωνα με την λετονική σύμβαση εργασίας. Οι σουηδοί οικοδόμοι ζητούσαν να εφαρμοσθεί σε όλους τους εργαζόμενους η -πολύ καλύτερη γι' αυτούς- σουηδική σύμβαση εργασίας, ώστε να μην έχει πλέον λόγους η εταιρεία να φέρνει εργάτες από την Λετονία.
Και οι δυο παραπάνω δικαστικές αποφάσεις έκριναν παράνομες τις απεργίες επειδή παραβίαζαν το ευρωπαϊκό δίκαιο και τα "θεμελιώδη δικαιώματα" που κατοχυρώνονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο κάνει λόγο για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων (άρθρο 43 της Συνθήκης) και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 49 της Συνθήκης, για την εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε η οδηγία 96/71).
Το ίδιο δικαστήριο, με άλλη απόφασή του (υπόθεση C-346/06) κρίνει ότι "η οδηγία 96/71, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΕΚ, απαγορεύει, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, νομοθετικό μέτρο, λαμβανόμενο από αρχή κράτους μέλους, το οποίο επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να συνάπτει συμβάσεις έργων μόνο με επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την υποβολή προσφοράς, αναλαμβάνουν γραπτώς την υποχρέωση να καταβάλλουν στους εργαζομένους τους ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση των έργων αυτών τουλάχιστον την αμοιβή που προβλέπει συλλογική σύμβαση ισχύουσα στον τόπο εκπληρώσεως της παροχής αυτής".
Ο Μόντι, λοιπόν, έχοντας όλα αυτά υπ' όψιν, σκέφτηκε ότι οι εργαζόμενοι το έχουν παρακάνει με τις απεργίες επειδή, προφανώς, δεν γνωρίζουν τα όσα προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Έτσι αποφάσισε να προτείνει έναν κανονισμό ο οποίος θα κωδικοποιούσε τους κανόνες υπό τους οποίους θα μπορούσε να γίνεται αποδεκτή μια απεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα δε, μιας κι ανέλαβε τέτοιο μεγάλο έργο, σκέφτηκε επίσης ότι δεν θα ήταν κακό να σφίξει λίγο περισσότερο τα λουριά στους επίδοξους απεργούς. Όταν τελείωσε την δουλειά του, την υπέβαλε προς έγκριση και ανεχώρησε για να αναλάβει το πρωθυπουργηλίκι της χώρας του. Το ακριβές περιεχόμενο αυτής της δουλειάς θα το δούμε και θα το σχολιάσουμε στο αυριανό μας σημείωμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο περίφημος "Κανονισμός Μόντι ΙΙ", ο οποίος επιχειρούσε να βάλει σε ευρωενωσιακά καλούπια το δικαίωμα της απεργίας, ως "θεμελιώδες δικαίωμα άσκησης συλλογικής δράσης στο πλαίσιο των οικονομικών ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών". Όπως είναι σαφές, εμπνευστής αυτού του κανονισμού ήταν ο σημερινός δοτός πρωθυπουργός τής Ιταλίας. Όμως, δυστυχώς γι' αυτόν και την κάστα του, η γενική και συντονισμένη αντίδραση των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη υποχρέωσε την ευρωπαίο επίτροπο απασχόλησης να αποσύρει τον εν λόγω κανονισμό πριν δυο μήνες περίπου.
Βέβαια, αυτή η απόσυρση δεν σημαίνει και την οριστική νίκη των εργαζομένων. Το κεφάλαιο γνωρίζει πώς να αναδιπλώνεται στα δύσκολα και πώς να αντεπιτίθεται όταν βρει την ευκαιρία. Αυτό που τελικά δεν πέρασε σε κεντρικό επίπεδο, είναι σίγουρο πως θα επιχειρηθεί να περάσει σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών, από κάθε κράτος χωριστά. Συνεπώς, αξίζει να μάθουμε δυο πράγματα παραπάνω για τον συγκεκριμένο κανονισμό, προκειμένου να οξυνθούν τα αισθητήριά μας και να είμαστε καλυτερα προετοιμασμένοι για την αντεπίθεση που προαναφέραμε. Και, πρώτα-πρώτα, ας δούμε με ποια αφορμή αποφάσισε ο Μόντι να εισηγηθεί έναν τέτοιο κανονισμό.
Στις 11/12/2007, το ευρωπαϊκό δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση C-438/05, με την οποία έκρινε παράνομη την απεργία τής Φινλανδικής Ομοσπονδίας Ναυτεργατών και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Μεταφορές, μετά από προσφυγή τής εταιρείας Viking Line. Οι απεργοί απαιτούσαν να παραμείνει υπό φινλανδική σημαία το πλοίο "Rosella" τής εταιρείας, το οποίο έκανε το δρομολόγιο Ελσίνκι-Ταλλίν. Αντίθετα, η εταιρεία ήθελε να σηκώσει εσθονική σημαία, προκειμένου να υπαγάγει τους ναυτεργάτες της στην εσθονική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα μεροκάματα και πολύ λιγώτερα δικαιώματα.
Μια βδομάδα αργότερα, στις 18/12/2007, με την απόφαση C-341/05, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε παράνομη και την απεργία τής Σουηδικής Ομοσπονδίας Οικοδόμων, μετά από προσφυγή τής λετονικής εταιρείας Laval. Η εταιρεία (μέσω μιας ντόπιας θυγατρικής της) είχε αναλάβει να χτίσει ένα σχολείο και είχε κουβαλήσει λετονούς εργάτες, τους οποίους πλήρωνε σύμφωνα με την λετονική σύμβαση εργασίας. Οι σουηδοί οικοδόμοι ζητούσαν να εφαρμοσθεί σε όλους τους εργαζόμενους η -πολύ καλύτερη γι' αυτούς- σουηδική σύμβαση εργασίας, ώστε να μην έχει πλέον λόγους η εταιρεία να φέρνει εργάτες από την Λετονία.
Και οι δυο παραπάνω δικαστικές αποφάσεις έκριναν παράνομες τις απεργίες επειδή παραβίαζαν το ευρωπαϊκό δίκαιο και τα "θεμελιώδη δικαιώματα" που κατοχυρώνονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο κάνει λόγο για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων (άρθρο 43 της Συνθήκης) και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 49 της Συνθήκης, για την εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε η οδηγία 96/71).
Το ίδιο δικαστήριο, με άλλη απόφασή του (υπόθεση C-346/06) κρίνει ότι "η οδηγία 96/71, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΕΚ, απαγορεύει, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, νομοθετικό μέτρο, λαμβανόμενο από αρχή κράτους μέλους, το οποίο επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να συνάπτει συμβάσεις έργων μόνο με επιχειρήσεις οι οποίες, κατά την υποβολή προσφοράς, αναλαμβάνουν γραπτώς την υποχρέωση να καταβάλλουν στους εργαζομένους τους ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση των έργων αυτών τουλάχιστον την αμοιβή που προβλέπει συλλογική σύμβαση ισχύουσα στον τόπο εκπληρώσεως της παροχής αυτής".
Ο Μόντι, λοιπόν, έχοντας όλα αυτά υπ' όψιν, σκέφτηκε ότι οι εργαζόμενοι το έχουν παρακάνει με τις απεργίες επειδή, προφανώς, δεν γνωρίζουν τα όσα προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Έτσι αποφάσισε να προτείνει έναν κανονισμό ο οποίος θα κωδικοποιούσε τους κανόνες υπό τους οποίους θα μπορούσε να γίνεται αποδεκτή μια απεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα δε, μιας κι ανέλαβε τέτοιο μεγάλο έργο, σκέφτηκε επίσης ότι δεν θα ήταν κακό να σφίξει λίγο περισσότερο τα λουριά στους επίδοξους απεργούς. Όταν τελείωσε την δουλειά του, την υπέβαλε προς έγκριση και ανεχώρησε για να αναλάβει το πρωθυπουργηλίκι της χώρας του. Το ακριβές περιεχόμενο αυτής της δουλειάς θα το δούμε και θα το σχολιάσουμε στο αυριανό μας σημείωμα.
Πηγη:Cogito ergo sum
«Όλο και πιο καθαρά αποδεικνύεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια φυλακή εκμετάλλευσης για τους εργαζόμενους, στην οποία οι δεσμοφύλακες- κυβερνήσεις τσακώνονται μόνο για τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας που εκπροσωπούν», αναφέρει το ΚΚΕ σε σχόλιο του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του κόμματος, για το Eurogroup, τη δόση και το νέο «κούρεμα» και τονίζει.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Για να σωθεί ο λαός και να αναπτυχθεί η χώρα προς όφελός του, βασική προϋπόθεση είναι να σπάσει τα δεσμά της ΕΕ και των μονοπωλίων».