Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο του δημοσιογράφου-ερευνητή, Ηρακλή Κακαβάνη,
«Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», εκδ. Εντός. Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως «χρήσιμο» (εξ αιτίας των άγνωστων κειμένων και τον ανεκδοτολογικών καταστάσεων που εμπεριέχει [Μία αδημοσίευτη αυτοβιογραφία του, η συμμετοχή του στο γλωσσικό ζήτημα, η σύγκρουση µε τον Ξενόπουλο, το Δελμούζο και τον Παλαμά, η κατάθεσή του στη δίκη Λουντέμη, οι παρωδίες του, ο ποιητικός "διάλογος" µε τον Καβάφη, η περίοδος της εξορίας του, τα ποιήματα που έγραψε εκεί και οι επιστολές του.] ) και «χρηστικό» (λόγω της χρονολογικης δομής του) βιβλίο, όπως εύστοχα δήλωσε και ο συνθέτης Διονύσης Τσακνής στην προχθεσινή παρουσίασή του για δημοσιογράφους και bloggers. Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη φιλολογικη και ιστορική έρευνα σχετικά με τον πολυσχιδή, ποιητή, δημοσιογράφο, κριτικό, μεταφραστή και πάνω από όλα αριστερό αγωνιστή, Κώστα Βάρναλη, «τον παππού των λαϊκών αγώνων» όπως τον χαρακτήρισε ο Γιάννης Ρίτσος.
Σ.Α.: Η επιλογή σας να ασχοληθείτε με τη ζωή και το έργο του Βάρναλη επηρεάστηκε περισσότερο από λογοτεχνικά ή πολιτικά κριτήρια δεδομένου ότι εργάζεστε σε μια εφημερίδα, «Ριζοσπάστης», με ξεκάθαρο πολιτικό προσανατολισμό και με άρρηκτη σχέση και προβολή του ποιητή ως «αριστερού δημιουργού», όπως πρέσβευε και ο ίδιος;
Η.Κ.: Η φωνή του Κώστα Βάρναλη, η «φωνή του λαού, του παππού των λαϊκών αγώνων» βρίσκει αντίλαλο βαθιά μέσα μου. Διατηρεί το φως της επανάστασης στην ψυχή και στο μυαλό μου πάντα αναμμένο. Με βοηθά να καταλάβω τις νομοτέλειες αυτού του κόσμου που θέλω να αλλάξω. Έτσι εξηγείται και αυτή η ειδική σχέση που υπαινίσσεστε.
Όμως, το ειδικότερο κίνητρο για να διερευνήσω τη ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη ήταν η ενασχόλησή μου με τη γλώσσα και ειδικότερα με το γλωσσικό ζήτημα. Ήδη πριν δύο χρόνια δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» μια εκτενής μελέτη μου για το «Δημοτικιστή Βάρναλη» και στο Επιστημονικό Συμπόσιο του ΚΚΕ τον Απρίλη του 2011 μίλησα για τη γλώσσα του Βάρναλη. Και γι’ αυτό στο βιβλίο δεν τον προσεγγίζω ως ποιητή, αλλά ως στοχαστή – διανοητή. Το έργο του είναι πολύμορφο και η προσωπικότητά του πολυδιάστατη.
Ο Βάρναλης πιστός, πιστότατος δημοτικιστής ως το τέλος της ζωής του αναδείχτηκε μαχητής της δημοτικής και απολογητής της. Πρωταγωνιστής στα Αθεϊκά του Βόλου μαζί με τον Δελμούζο και «πέτρα του σκανδάλου» σταΜαρασλειακά. Πολύ καλός γνώστης της γλώσσας, ξέρει τους νόμους της όπως και τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Στο δημοτικισμό που άρχισε σαν κίνημα γλωσσικό και λογοτεχνικό και στην πορεία μεταβλήθηκε σ’ ένα κίνημα με γενικότερη πολιτική και κοινωνική σημασία, διαμορφώθηκαν τελικά υπό την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάσταση δύο απόψεις: η σοσιαλιστική και η αστική. Εκπρόσωπος της πρώτης μορφής δημοτικισμού ο Βάρναλης.
Ένα μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού και κριτικού του έργου αφορά τη γλώσσα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η μόνη κριτική στην οποία απάντησε ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης όταν δημοσιεύτηκε η Γραμματική του, ήταν αυτή του Κώστα Βάρναλη.
Έχω συγκεντρώσει και επεξεργαστεί όλο αυτό το υλικό (400 κείμενα περίπου που καλύπτουν μια περίοδο 70 χρόνων). Υπάρχει και εκδοτικό ενδιαφέρον, όμως η έκταση του έργου και η κρίση το μεταθέτουν χρονικά.
Σ.Α.: Θα έπρεπε, σήμερα, που έχουν πλέον περάσει πολλές δεκαετίες, να επιχειρήσουμε να «αξιολογήσουμε» τον Βάρναλη και με αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια ή είναι τέτοια η φύση του έργου του και ο στόχος του που μια τέτοια απόπειρα θεωρείται εκ προοιμίου άκυρη;
Η.Κ.: Μα και με λογοτεχνικά κριτήρια έχει κριθεί και έχει αναγνωρισθεί το έργο του Βάρναλη. Αυτά τα κριτήρια είναι που τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους ποιητές. Στο έργο του Βάρναλη συναντήθηκαν οι επαναστατικές ιδέες με την υψηλή τεχνική και αισθητική. Να θυμίσω εδώ ότι ο Παλαμάς μετά τη δημοσίευση του ποιήματος «Λεφτεριά» του Βάρναλη που ασκούσε οξεία κριτική στον ίδιο για το ποίημά του «Λύκοι», είπε μονολεχτικά «Είναι ποιητής!..».
Παρ’ όλα αυτά όμως εξαιτίας των ιδεών δέχτηκε σκληρή κριτική με μια προσπάθεια απαξίωσης του έργου του. Τέτοια κριτική δέχτηκε για παράδειγμα, τη δεκαετία ‘25-‘35 από τον Δελμούζο – Αποστολάκη (υπάρχει σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο), αργότερα από τον Καραντώνη κλπ. Ακόμη και σήμερα, με πολλούς τρόπους, γίνεται προσπάθεια απαξίωσης και εξαφάνισης του έργου του.
Απάντηση σε αυτό δίνεται με την έκδοση του τόμου με τα υλικά του Επιστημονικού Συμποσίου του ΚΚΕ, όπου εξετάστηκε η ζωή και το έργο του Βάρναλη πολύπλευρα. Στον πρόλογο αυτής της έκδοσης επισημαίνεται:
«Ο Κ. Βάρναλης υπήρξε για τη χώρα μας ένας από τους πρώτους εισηγητές μιας νέας, σύγχρονης, πραγματικά πρωτοπόρας τέχνης όχι μόνο για την κομμουνιστική ιδεολογία που τη διαπνέει, αλλά και για την αισθητική της. Η κριτική που δέχεται ως τις μέρες μας ότι δεν έφερε τάχα σημαντικές μορφολογικές, στιχουργικές καινοτομίες οφείλεται σε συνειδητή ή ασυνείδητη αδυναμία κατανόησης των ιστορικο-κοινωνικών του επιλογών. Ο Βάρναλης δεν είναι σωστό ν’ αντιμετωπίζεται με τα στενά κριτήρια της αστικής κριτικής για την τέχνη. Δεν ήταν “ωραιοπλάστης” και το καλλιτεχνικό του ιδανικό δεν ήταν εγωκεντρικό ούτε ιδεαλιστικό, αλλά υποταγμένο στην ταξική του θεώρηση για την κοινωνική αποστολή της τέχνης ως «ξυπνητήρι του λαού». Η διατήρηση στιχουργικών επιβιώσεων του παρελθόντος –όπως και η χρήση κοινωνικά καθιερωμένων συμβόλων, μυθολογικών, θρησκευτικών, λαϊκο-παραδοσιακών κ.ά. – εντάσσεται στη συνολικότερη προσπάθειά του να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στα λαϊκά βιώματα και στις επαναστατικές έννοιες της νέας εποχής. Με αυτή την έννοια η μορφή στο Βάρναλη έρχεται να υπηρετήσει και να αναδείξει με ιδιαίτερο, καλλιτεχνικό τρόπο το περιεχόμενο και όχι να το υποτάξει ματαιόδοξα σε μορφοπλαστικές “καινοτομίες”.
Η παραδοσιακή στιχουργική και γλωσσική φόρμα του Βάρναλη –που σήμερα γίνεται και άλλοθι για την αποσιώπηση του έργου του– ‘’κατά τίποτα δε μειώνει την αξία του, ούτε σαν ποιητή, ούτε σαν καινοτόμου καθοδηγητή’’, έγραφε ο Τάσος Βαρίκας το 1936. Και είχε απόλυτο δίκιο».
Σ.Α.: Γράφετε στην εισαγωγή του βιβλίου ότι «δε συμπεριλάβαμε όλο το άγνωστο ποιητικό υλικό που είχαμε υπόψη μας. Περιοριστήκαμε σε ό,τι κρίναμε απαραίτητο για την τεκμηρίωση των σκέψεων που καταθέτουμε» οι οποίες σκέψεις αφορούν την άποψη του ποιητή για τους «καταλοιποθήρες», δηλαδή, όσους φέρουν στην επιφάνεια έργα των ποιητών μετά το θάνατό τους συνεπώς και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Ποια ήταν, λοιπόν, τα κριτήρια επιλογής του υλικού σας και των αδημοσίευτων ποιημάτων που παρουσιάζετε;
Η.Κ.: Σκοπός μου δεν ήταν να κάνω μια συγκεντρωτική έκδοση του άγνωστου ποιητικού υλικού του Βάρναλη. Πιθανά αυτό να πρέπει να γίνει κάποια στιγμή. Θεωρώ ότι αυτό πρέπει να γίνει από κάποιον άλλον που θα μπορέσει να κάνει μια συγκεντρωτική κριτική έκδοση. Μια έκδοση που θα σέβεται την ταυτότητα και την αξία του ποιητή και θα βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα την ποίηση του Βάρναλη.
Δική μου πρόθεση ήταν να απαντήσω μέσω από το παράδειγμα, συγκεκριμένων ποιημάτων, πότε γράφει και γιατί; Πότε δημοσιεύει και γιατί απορρίπτει; Γιατί ξαναδουλεύει τα ποιήματά του; Για παράδειγμα, ποιήματα όπως ο«Οχτώβρης», ο «Εξαγνισμός», ο «Ιδεαλιστής», «Αλαμπάμα» γιατί τα αφήνει εκτός συλλογής; Ποιήματα όπως το«Μεγάλη Ελλάδα» κλπ.
Σ.Α.: Γιατί πιστεύετε μέχρι σήμερα απουσιάζει η έκδοση των «Απάντων» του ποιητή;
Η.Κ.: Γιατί καταρχήν δε το θέλησε ο ίδιος. Σε μια συγκεντρωτική έκδοση που έκανε το 1957 και εμπλουτίστηκε το 1959 άφησε πολλά από τα ποιήματά το έξω. Επέλεξε ποιήματα που χαρακτήριζαν την πνευματική πορεία τη δική του αλλά και της εποχής του. Ήταν αρκετά αυστηρός στις επιλογές του. Αυτό εξετάζω και στο βιβλίο.
Υπάρχει ακόμη άγνωστο ποιητικό έργο που θα μας ξαφνιάσει ευχάριστα.
Ο Βάρναλης (μαζί με τον Αυγέρη) είναι ίσως, στην εποχή του, ο καλύτερος κριτικός. Έχει και την οξυδέρκεια και τη γνώση και την καλλιεργημένη αισθητική και με εργαλείο το μαρξισμό μας δίνει πρωτότυπο κριτικό έργο που δεν επαναλαμβάνει κρίσεις – δάνεια από άλλες εργασίες. Λογικά είναι και ιδιαίτερα απαιτητικός από το δικό του έργο.
Εκτός από τα ποιητικά υπάρχουν τα κριτικά, τα αισθητικά, τα χρονογραφήματά του και άλλα δημοσιογραφικά κείμενα.Κείμενα γραμμένα από το 1911 μέχρι και το 1965. Από το 1938 μέχρι και το 1958 αρθρογραφεί σχεδόν καθημερινά. Αρκετές οι εφημερίδες και τα περιοδικά στα οποία γράφει. Μεγάλος ο όγκος της ύλης. Επειδή όμως έχω γνώση όλου αυτού του υλικού θεωρώ αναγκαία και πολύτιμη τη συγκέντρωση, επεξεργασία και έκδοσή του. Απαιτητική όμως οικονομικά.
Μέσα απ΄ αυτά τα κείμενα προβάλλει ο μαχητικός χαρακτήρας του, ο ποιητής, ο κριτικός, ο εκπαιδευτικός που με την παλάμη του ανοιχτή δίπλα στο αυτί αφουγκράζεται και δίνει απάντηση στο «ποιος φταίει». Εχουν ενδιαφέρον λογοτεχνικό, γλωσσικό, λαογραφικό, ιστορικό, χρονογραφικό.
Σ.Α.: Υπέρμαχος της απλοποίησης της ορθογραφίας από τη μια πλευρά ο Βάρναλης («έτσι θα λευτερωθεί ο λαός μας από τον βραχνά της ορθογραφίας» [εφ. Ταχυδρόμος Αιγύπτου, 6/9/1961]) από την άλλη όμως και ένθερμος υποστηρικτής του Καβάφη [με τη σημασία που έχει η γλώσσα και το μέτρο στην ποίηση του]. Πώς ερμηνεύεται αυτή η διχογνωμία του;
Η.Κ.: Θα απαντήσω χρησιμοποιώντας τα ίδια τα λόγια του Βάρναλη. Λέει σε ένα χρονογράφημα του το 1941 με τίτλο«Το αριστούργημα της Καθαρεύουσας»: «Η καθαρεύουσα είναι ένα κομμάτι της ‘’νεοελληνικής πραγματικότητας’’ (…) Κ’ η καθαρευουσιάνικη ποίηση δεν είναι ούτε λίγη ούτε ασήμαντη (…) Κ’ η καθαρεύουσα έχει το αριστούργημά της». Τέτοιο είναι «το ‘’Άσμα του Ορφέως’’ του Σπυρίδωνος Βασιλειάδου (…) Αυτό το ποίημα με τη συμβατική του γλώσσα και την κάπως χαλαρωμένη αρμονία έχει την απλή γραμμή και την εκφραστική λιτότητα των δημοτικών μας τραγουδιών. Είναι το περισσότερο συμπαθητικό ποίημα της καθαρευουσιάνικης λογοτεχνίας Το μόνο που συγκινεί. Τι εξαίσιο έργο θα τανε, αν εμιλούσε σε γλώσσα ζωντανή!».
Παρότι ο Βάρναλης είναι ο πιστότερος μαχητής του Κανόνα του Ψυχάρη, δεν υποτίμησε την αξία συγγραφέων που δε χρησιμοποίησαν στο έργο τους τη δημοτική (Παπαδιαμάντης, Ροΐδης). Δεν είναι η γλώσσα το μοναδικό στοιχείο στην αξιολόγηση των λογοτεχνών και των έργων τους. Θεωρεί τη γλώσσα του Καβάφη ψεύτικη αλλά ταυτόχρονα τον θεωρεί μία από τις κορυφές της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν θα έλεγα ότι είναι ένθερμος υποστηρικτής του Καβάφη. Εκτιμά την ποίησή του. Γιατί; Το εξηγεί ο ίδιος σε κείμενό του το 1937 στην «Πρωΐα»:
«Xωρίς αμφιβολία ο Καβάφης είναι ένας μοναδικά ιδιότυπος ποιητής. Ασεβής σε όλα από τη Μορφή ίσαμε την ουσία. Η τεχνική του ελαττωματική. Ο στίχος του έχει χασμωδίες, κακές τομές, περισσευούμενες συλλαβές και ρίμες ή καθόλου ή παρηχητικές ή ομοιολεχτικές. Μουσικότητα καμιά. Η γλώσσα του ψεύτικη (κακή καθαρεύουσα ή κακή δημοτική), το λεξιλόγιο του φτωχό, χωρίς επίθετα, χωρίς σύνθετα, χωρίς παρομοιώσεις, χωρίς μεταφορές. Το περιεχόμενο αυτής της ποίησης είναι σχεδόν πάντα ένα επεισόδιο ιστορικό ή προσωπικό του ποιητή — κι αυτό το τελευταίο συχνά σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, άρα απρόσωπο. Κι αυτό το επεισόδιο περιγράφεται ή σκηνοθετείται χωρίς λυρικήν έξαρση, χωρίς πάθος, με χρονογραφική ξηρότητα. Δε φαίνεται να βγαίνει από την καρδιά παρά από το μυαλό. Πώς λοιπόν μας συγκινεί;».
Γιατί η ποίηση αυτή φαίνεται μεν λυρική στο σχήμα, αλλά στο βάθος της είνε δραματική. Έχει κίνηση, ηθοποιία, ζωντάνια, επιγραμματική λιτοτητα, έχει πολλή σκέψη και πικρήν ειρωνεία και «περαίνει δι’ ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσι». Και το δράμα αυτών των ποιημάτων έχει ένα μεγάλο προσόν, την καθολικότητα. Δεν είνε το δράμα ενός ατομικού ήρωα , μα ολάκερης της ανθρωπότητας. Είναι η ματαιότητα και η ανελέητη φθορά όλων των πραγμάτων του φυσικού, του ηθικού και του πνευματικού κόσμου. Όσο η ανθρωπότητα θ’ αντικρύζη κουρασμένη και χωρίς οδηγό το φωτισμένο πνεύμα την αντίσταση και την κακία της Πράξης, θα κατέχεται πάντα από το φόβο της φθοράς, που οδηγεί στην παράλυση της θέλησης. Έτσι ό Καβάφης αποστέκεται στους νικημένους της ζωής. Κ’ η ψυχολογία των νικημένων στα χρόνια της παρακμής έχει την αναμφισβήτητη καθολικότητα.
Η Ιδέα του Καβάφη μπορεί να καθαρίζεται μέσα στο μυαλό του, μα βγαίνει από την καρδιά του κι αποστέκεται στην καρδιά του «θεατή». Κι αυτή η ιδέα, επειδή δεν προσφέρεται δογματικά, σα μια γνωσιολογική σύλληψη, μα δραματοποιείται, μετουσιώνεται από αναισθητική (διανοητική) σε αισθητική (ποιητική), γίνεται δηλ. «ωραία» και συγκινεί.
Όταν τα ποιήματα αυτά τα πάρουμε για μινιατούρες δραμάτων, τότε θα καταλάβουμε γιατί δεν τα βλάφτει ούτε η αντιλυρική τους στιχουργία και διάθεση, ούτε η πεζολογική διατύπωσή τους ούτε η καθαρεύουσα, η γλωσσά της… ιστορίας και της φιλοσοφίας και των παλαιών κειμένων».
Και πάλι χρησιμοποιώντας το λόγο του Βάρναλη: «Το σπουδαιότερο δεν είναι το τι γράφει και τι έγραψε κανείς, μα το ‘’γιατί’’ γράφει και ‘’για ποιους’’ γράφει». Με αυτό καταπιάνεται, μέσα από τη σύγκριση ποιημάτων τους, το αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου.
Σ.Α.: Η λογοτεχνική ιστορία έδειξε ότι η «στηλίτευση του Βάρναλη προς τον υπερρεαλισμό που αντικατέστησε το “λογοκρατημένο κ’ ενσυνείδητο δούλεμα του λόγου” με το “ασυνείδητο και άλογο παραλήρημα” υποβοηθώντας έτσι την ιδεολογική ενίσχυση της “Αντίδρασης”» όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Παναγιώτης Νούτσος (εφ. «Βήμα», 19/12/2004) αποδείχτηκε μάλλον ατυχής. Ποια η γνώμη σας;
Η.Κ.: Έχω πει ήδη ότι ο Βάρναλης ήταν στον καιρό του αν όχι ο καλύτερος ένας από τους καλύτερους κριτικούς της λογοτεχνίας με πρωτότυπο έργο. Μπορεί και αξιολογεί κάθε καινούριο λογοτεχνικό ρεύμα γιατί έχει και τη γνώση και τα «εργαλεία».
Νομίζω ότι το παράθεμα έτσι αποσπασματικά όπως δίνεται από τον κύριο Νούτσο, κάπως αδικεί τον Βάρναλη. Τι λέει ο Βάρναλης για τον υπερρεαλισμό (σε κείμενό του 3-4 χρόνια νωρίτερα από αυτό που αντλεί ο Π. Νούτσος):
«Μπορεί ν’ ανήκω ψυχικώς και πνευματικώς σε άλλον κόσμο, ποιοτικά και χρονικά διαφορετικόν όμως δεν είμαι συντηρητικός και υπέρ των καλών παραδόσεων. Οι δυνατότητες του ξανανιωμού στην περιοχή της τέχνης είνε ανυπολόγιστες. Όμως την αξία των καινοτομιών δεν την κρίνω από της προθέσεως, παρά από τ’ αποτελέσματά της. Κι ως τώρα η Νεοελληνική σχόλη του υπερρεαλισμού δεν έδωσε έργα (εκτός από τα πεζογραφήματα του Εμπειρίκου), που να την επιβάλουν στη συνείδηση των προχωρημένων ανθρώπων.
Αλλ’ η ποίηση αυτή δεν καταργεί μοναχά τη λογική. Καταργεί και τους ρυθμούς και τα μέτρα, δηλαδή τεχνικά στοιχεία που δίνουνε διάρκεια στο λόγο και μουσικότητα. Οι πεζογραφικοί στίχοι δεν αθανατίζουν το περιεχόμενό τους και πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει σ’ αυτούς όποιος τους διάβασε μια φορά. Κάνουν την εντύπωση του προχείρου και του εφήμερου. Ούτε ξένοι, ούτε δικοί μας νικήσανε το χρόνο με τον αμελημένο λόγο - ή τουλάχιστο δεν είχανε αρκετό ταλέντο να τον νικήσουν.
Αλλά υπάρχει κ’ η κοινωνική πλευρά του ζητήματος. Κάθε νέα σχόλη δεν είνε και σημείον ανόδου της ζωής· μπορεί να είνε και σύμπτωμα παρακμής. Κι’ αυτού είνε ο κόμπος. Πάντως, η υπερρεαλιστική σχόλη με την κατάργηση της λογικής, της γνώσης και της αισθητής εμπειρίας, αποτελεί κι αυτή μιαν από τις πολλές μορφές της φυγής από την πραγματικότητα. Είνε τέχνη ερμητική που δε φωτάει καθόλου, παρά πυκνώνει το σκοτάδι, που μέσα του παραπαίει ο κόσμος».
Ξεχωρίζει τον Εμπειρίκο και επισημαίνει πως ούτε οι δικοί μας ούτε οι ξένοι είχαν το ταλέντο ώστε να μας δώσουν έργα που να μπορούν να τον επιβάλλουν. Πότε το λέει αυτό; Στα 1942. Σε πρώιμη εποχή για τα ελληνικά δεδομένα. Ταυτόχρονα, σε μια δύσκολη εποχή για τον τόπο όπου στο πνευματικό στερέωμα εμφανίζονται αρκετά κινήματα αποκρυφισμού, μυστικισμού, μεσσιανισμού, περιπτώσεις ουσιαστικά φυγής από την κρίσιμη ιστορική στιγμή. Απόψεις που διαχέονταν στα λαϊκά στρώματα και τα εμπόδιζαν να ενταχθούν στον αγώνα για την απελευθέρωση.
Χρέος του δημιουργού να φωτίσει και όχι να πυκνώσει το σκοτάδι. Και ό,τι οδηγεί σε φυγή από την πραγματικότητα, θέλοντας ή μη ενισχύει την Αντίδραση.
Σ.Α.: Η ερμηνεία της «Μπαλάντας του κυρ Μέντιου» από τον Νότη Σφακιανάκη, καλλιτέχνης του εμπορικού τραγουδιού πριν λίγα χρόνια, συνέβαλε κατά πολύ στην διάδοση του τραγουδιού και βεβαίως των στίχων. Ποια είναι η άποψη σας για αυτό το γεγονός; Λειτούργησε στην ουσία της θετικά ή αρνητικά; Πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί στη διαχείριση των έργων;
Η.Κ.: Ο κυρ Μέντιος, είναι το «θύμα», το «ψώνιο», το «Σύμβολον αιώνιο» του δουλευτή λαού - θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που στο τέλος της ζωής του τον πετάνε σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Στον σκλαβωμένο από τον καπιταλισμό δουλευτή απευθύνεται ο Βάρναλης και του λέει μη σκύβεις το κεφάλι, μπορείς να χτίσεις το δικό σου κόσμο, «Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει/ κ’ έχ’ η πλάση κοκκινίσει/ κι άλλος ήλιος έχει βγει/ σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη», εννοώντας τις χώρες όπου προσπαθούσαν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό. Του υπενθυμίζει πως «Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/ θά ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς». Αυτός είναι ο αλληγορικός του ο συμβολισμός. Γι’ αυτό είναι ένα τραγούδι που το ακούμε πάντα στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις ή στους δρόμους όπου ο λαός υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Το ακούμε με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Το να τραγουδήσει κανείς την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι ζήτημα συνειδητής επιλογής. Όχι μόνο για να εκφράσει την αγανάκτησή του για τ’ άδικο τούτου του κόσμου, που είναι και πρόσκαιρη και εύκολα εκτονώνεται, μα για να εκφράσει τη θέλησή του τούτος ο κόσμος να αλλάξει.
Αρα θεωρώ αυτονόητο πως όταν ο Νότης Σφακιανάκης επέλεξε να τραγουδήσει αυτό το ποίημα, αποδέχτηκε αυτόν αλληγορικό συμβολισμό του. Και σίγουρα μετέδωσε το τραγούδι σε ένα διαφορετικό κοινό. Αυτό το κοινό είδε το συμβολισμό του τραγουδιού; Είδε ότι ο κυρ Μέντιος είναι ο ίδιος; Δεν αρκεί να είναι δημοφιλείς οι στίχοι.
Μακάρι να αυξάνονται αυτοί που θα τραγουδάνε τον κυρ Μέντιο και θα νιώθουν να εκφράζονται μέσα από αυτό. Απόδειξη αυτής της έκφρασης όμως είναι το επόμενο βήμα, αυτό που θα γίνει στους δρόμους, εκεί όπου κρίνεται το δίκιο του κυρ Μέντιου. Και αυτό αφορά και τους καλλιτέχνες που τους θέλουμε στην εξέδρα να μας αφυπνίζουν και να μας εμψυχώνουν αλλά και συνοδοιπόρους στη διαδήλωση.
Σ.Α.: Ποια είναι η αίσθησή σας για την παρουσία του Βάρναλη στη σημερινή αναγνωστική γενιά;
Σ.Α.: Η επιλογή σας να ασχοληθείτε με τη ζωή και το έργο του Βάρναλη επηρεάστηκε περισσότερο από λογοτεχνικά ή πολιτικά κριτήρια δεδομένου ότι εργάζεστε σε μια εφημερίδα, «Ριζοσπάστης», με ξεκάθαρο πολιτικό προσανατολισμό και με άρρηκτη σχέση και προβολή του ποιητή ως «αριστερού δημιουργού», όπως πρέσβευε και ο ίδιος;
Η.Κ.: Η φωνή του Κώστα Βάρναλη, η «φωνή του λαού, του παππού των λαϊκών αγώνων» βρίσκει αντίλαλο βαθιά μέσα μου. Διατηρεί το φως της επανάστασης στην ψυχή και στο μυαλό μου πάντα αναμμένο. Με βοηθά να καταλάβω τις νομοτέλειες αυτού του κόσμου που θέλω να αλλάξω. Έτσι εξηγείται και αυτή η ειδική σχέση που υπαινίσσεστε.
Όμως, το ειδικότερο κίνητρο για να διερευνήσω τη ζωή και το έργο του Κώστα Βάρναλη ήταν η ενασχόλησή μου με τη γλώσσα και ειδικότερα με το γλωσσικό ζήτημα. Ήδη πριν δύο χρόνια δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» μια εκτενής μελέτη μου για το «Δημοτικιστή Βάρναλη» και στο Επιστημονικό Συμπόσιο του ΚΚΕ τον Απρίλη του 2011 μίλησα για τη γλώσσα του Βάρναλη. Και γι’ αυτό στο βιβλίο δεν τον προσεγγίζω ως ποιητή, αλλά ως στοχαστή – διανοητή. Το έργο του είναι πολύμορφο και η προσωπικότητά του πολυδιάστατη.
Ο Βάρναλης πιστός, πιστότατος δημοτικιστής ως το τέλος της ζωής του αναδείχτηκε μαχητής της δημοτικής και απολογητής της. Πρωταγωνιστής στα Αθεϊκά του Βόλου μαζί με τον Δελμούζο και «πέτρα του σκανδάλου» σταΜαρασλειακά. Πολύ καλός γνώστης της γλώσσας, ξέρει τους νόμους της όπως και τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Στο δημοτικισμό που άρχισε σαν κίνημα γλωσσικό και λογοτεχνικό και στην πορεία μεταβλήθηκε σ’ ένα κίνημα με γενικότερη πολιτική και κοινωνική σημασία, διαμορφώθηκαν τελικά υπό την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάσταση δύο απόψεις: η σοσιαλιστική και η αστική. Εκπρόσωπος της πρώτης μορφής δημοτικισμού ο Βάρναλης.
Ένα μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού και κριτικού του έργου αφορά τη γλώσσα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η μόνη κριτική στην οποία απάντησε ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης όταν δημοσιεύτηκε η Γραμματική του, ήταν αυτή του Κώστα Βάρναλη.
Έχω συγκεντρώσει και επεξεργαστεί όλο αυτό το υλικό (400 κείμενα περίπου που καλύπτουν μια περίοδο 70 χρόνων). Υπάρχει και εκδοτικό ενδιαφέρον, όμως η έκταση του έργου και η κρίση το μεταθέτουν χρονικά.
Σ.Α.: Θα έπρεπε, σήμερα, που έχουν πλέον περάσει πολλές δεκαετίες, να επιχειρήσουμε να «αξιολογήσουμε» τον Βάρναλη και με αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια ή είναι τέτοια η φύση του έργου του και ο στόχος του που μια τέτοια απόπειρα θεωρείται εκ προοιμίου άκυρη;
Η.Κ.: Μα και με λογοτεχνικά κριτήρια έχει κριθεί και έχει αναγνωρισθεί το έργο του Βάρναλη. Αυτά τα κριτήρια είναι που τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους ποιητές. Στο έργο του Βάρναλη συναντήθηκαν οι επαναστατικές ιδέες με την υψηλή τεχνική και αισθητική. Να θυμίσω εδώ ότι ο Παλαμάς μετά τη δημοσίευση του ποιήματος «Λεφτεριά» του Βάρναλη που ασκούσε οξεία κριτική στον ίδιο για το ποίημά του «Λύκοι», είπε μονολεχτικά «Είναι ποιητής!..».
Παρ’ όλα αυτά όμως εξαιτίας των ιδεών δέχτηκε σκληρή κριτική με μια προσπάθεια απαξίωσης του έργου του. Τέτοια κριτική δέχτηκε για παράδειγμα, τη δεκαετία ‘25-‘35 από τον Δελμούζο – Αποστολάκη (υπάρχει σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο), αργότερα από τον Καραντώνη κλπ. Ακόμη και σήμερα, με πολλούς τρόπους, γίνεται προσπάθεια απαξίωσης και εξαφάνισης του έργου του.
Απάντηση σε αυτό δίνεται με την έκδοση του τόμου με τα υλικά του Επιστημονικού Συμποσίου του ΚΚΕ, όπου εξετάστηκε η ζωή και το έργο του Βάρναλη πολύπλευρα. Στον πρόλογο αυτής της έκδοσης επισημαίνεται:
«Ο Κ. Βάρναλης υπήρξε για τη χώρα μας ένας από τους πρώτους εισηγητές μιας νέας, σύγχρονης, πραγματικά πρωτοπόρας τέχνης όχι μόνο για την κομμουνιστική ιδεολογία που τη διαπνέει, αλλά και για την αισθητική της. Η κριτική που δέχεται ως τις μέρες μας ότι δεν έφερε τάχα σημαντικές μορφολογικές, στιχουργικές καινοτομίες οφείλεται σε συνειδητή ή ασυνείδητη αδυναμία κατανόησης των ιστορικο-κοινωνικών του επιλογών. Ο Βάρναλης δεν είναι σωστό ν’ αντιμετωπίζεται με τα στενά κριτήρια της αστικής κριτικής για την τέχνη. Δεν ήταν “ωραιοπλάστης” και το καλλιτεχνικό του ιδανικό δεν ήταν εγωκεντρικό ούτε ιδεαλιστικό, αλλά υποταγμένο στην ταξική του θεώρηση για την κοινωνική αποστολή της τέχνης ως «ξυπνητήρι του λαού». Η διατήρηση στιχουργικών επιβιώσεων του παρελθόντος –όπως και η χρήση κοινωνικά καθιερωμένων συμβόλων, μυθολογικών, θρησκευτικών, λαϊκο-παραδοσιακών κ.ά. – εντάσσεται στη συνολικότερη προσπάθειά του να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στα λαϊκά βιώματα και στις επαναστατικές έννοιες της νέας εποχής. Με αυτή την έννοια η μορφή στο Βάρναλη έρχεται να υπηρετήσει και να αναδείξει με ιδιαίτερο, καλλιτεχνικό τρόπο το περιεχόμενο και όχι να το υποτάξει ματαιόδοξα σε μορφοπλαστικές “καινοτομίες”.
Η παραδοσιακή στιχουργική και γλωσσική φόρμα του Βάρναλη –που σήμερα γίνεται και άλλοθι για την αποσιώπηση του έργου του– ‘’κατά τίποτα δε μειώνει την αξία του, ούτε σαν ποιητή, ούτε σαν καινοτόμου καθοδηγητή’’, έγραφε ο Τάσος Βαρίκας το 1936. Και είχε απόλυτο δίκιο».
Σ.Α.: Γράφετε στην εισαγωγή του βιβλίου ότι «δε συμπεριλάβαμε όλο το άγνωστο ποιητικό υλικό που είχαμε υπόψη μας. Περιοριστήκαμε σε ό,τι κρίναμε απαραίτητο για την τεκμηρίωση των σκέψεων που καταθέτουμε» οι οποίες σκέψεις αφορούν την άποψη του ποιητή για τους «καταλοιποθήρες», δηλαδή, όσους φέρουν στην επιφάνεια έργα των ποιητών μετά το θάνατό τους συνεπώς και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Ποια ήταν, λοιπόν, τα κριτήρια επιλογής του υλικού σας και των αδημοσίευτων ποιημάτων που παρουσιάζετε;
Η.Κ.: Σκοπός μου δεν ήταν να κάνω μια συγκεντρωτική έκδοση του άγνωστου ποιητικού υλικού του Βάρναλη. Πιθανά αυτό να πρέπει να γίνει κάποια στιγμή. Θεωρώ ότι αυτό πρέπει να γίνει από κάποιον άλλον που θα μπορέσει να κάνει μια συγκεντρωτική κριτική έκδοση. Μια έκδοση που θα σέβεται την ταυτότητα και την αξία του ποιητή και θα βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα την ποίηση του Βάρναλη.
Δική μου πρόθεση ήταν να απαντήσω μέσω από το παράδειγμα, συγκεκριμένων ποιημάτων, πότε γράφει και γιατί; Πότε δημοσιεύει και γιατί απορρίπτει; Γιατί ξαναδουλεύει τα ποιήματά του; Για παράδειγμα, ποιήματα όπως ο«Οχτώβρης», ο «Εξαγνισμός», ο «Ιδεαλιστής», «Αλαμπάμα» γιατί τα αφήνει εκτός συλλογής; Ποιήματα όπως το«Μεγάλη Ελλάδα» κλπ.
Σ.Α.: Γιατί πιστεύετε μέχρι σήμερα απουσιάζει η έκδοση των «Απάντων» του ποιητή;
Η.Κ.: Γιατί καταρχήν δε το θέλησε ο ίδιος. Σε μια συγκεντρωτική έκδοση που έκανε το 1957 και εμπλουτίστηκε το 1959 άφησε πολλά από τα ποιήματά το έξω. Επέλεξε ποιήματα που χαρακτήριζαν την πνευματική πορεία τη δική του αλλά και της εποχής του. Ήταν αρκετά αυστηρός στις επιλογές του. Αυτό εξετάζω και στο βιβλίο.
Υπάρχει ακόμη άγνωστο ποιητικό έργο που θα μας ξαφνιάσει ευχάριστα.
Ο Βάρναλης (μαζί με τον Αυγέρη) είναι ίσως, στην εποχή του, ο καλύτερος κριτικός. Έχει και την οξυδέρκεια και τη γνώση και την καλλιεργημένη αισθητική και με εργαλείο το μαρξισμό μας δίνει πρωτότυπο κριτικό έργο που δεν επαναλαμβάνει κρίσεις – δάνεια από άλλες εργασίες. Λογικά είναι και ιδιαίτερα απαιτητικός από το δικό του έργο.
Εκτός από τα ποιητικά υπάρχουν τα κριτικά, τα αισθητικά, τα χρονογραφήματά του και άλλα δημοσιογραφικά κείμενα.Κείμενα γραμμένα από το 1911 μέχρι και το 1965. Από το 1938 μέχρι και το 1958 αρθρογραφεί σχεδόν καθημερινά. Αρκετές οι εφημερίδες και τα περιοδικά στα οποία γράφει. Μεγάλος ο όγκος της ύλης. Επειδή όμως έχω γνώση όλου αυτού του υλικού θεωρώ αναγκαία και πολύτιμη τη συγκέντρωση, επεξεργασία και έκδοσή του. Απαιτητική όμως οικονομικά.
Μέσα απ΄ αυτά τα κείμενα προβάλλει ο μαχητικός χαρακτήρας του, ο ποιητής, ο κριτικός, ο εκπαιδευτικός που με την παλάμη του ανοιχτή δίπλα στο αυτί αφουγκράζεται και δίνει απάντηση στο «ποιος φταίει». Εχουν ενδιαφέρον λογοτεχνικό, γλωσσικό, λαογραφικό, ιστορικό, χρονογραφικό.
Σ.Α.: Υπέρμαχος της απλοποίησης της ορθογραφίας από τη μια πλευρά ο Βάρναλης («έτσι θα λευτερωθεί ο λαός μας από τον βραχνά της ορθογραφίας» [εφ. Ταχυδρόμος Αιγύπτου, 6/9/1961]) από την άλλη όμως και ένθερμος υποστηρικτής του Καβάφη [με τη σημασία που έχει η γλώσσα και το μέτρο στην ποίηση του]. Πώς ερμηνεύεται αυτή η διχογνωμία του;
Η.Κ.: Θα απαντήσω χρησιμοποιώντας τα ίδια τα λόγια του Βάρναλη. Λέει σε ένα χρονογράφημα του το 1941 με τίτλο«Το αριστούργημα της Καθαρεύουσας»: «Η καθαρεύουσα είναι ένα κομμάτι της ‘’νεοελληνικής πραγματικότητας’’ (…) Κ’ η καθαρευουσιάνικη ποίηση δεν είναι ούτε λίγη ούτε ασήμαντη (…) Κ’ η καθαρεύουσα έχει το αριστούργημά της». Τέτοιο είναι «το ‘’Άσμα του Ορφέως’’ του Σπυρίδωνος Βασιλειάδου (…) Αυτό το ποίημα με τη συμβατική του γλώσσα και την κάπως χαλαρωμένη αρμονία έχει την απλή γραμμή και την εκφραστική λιτότητα των δημοτικών μας τραγουδιών. Είναι το περισσότερο συμπαθητικό ποίημα της καθαρευουσιάνικης λογοτεχνίας Το μόνο που συγκινεί. Τι εξαίσιο έργο θα τανε, αν εμιλούσε σε γλώσσα ζωντανή!».
Παρότι ο Βάρναλης είναι ο πιστότερος μαχητής του Κανόνα του Ψυχάρη, δεν υποτίμησε την αξία συγγραφέων που δε χρησιμοποίησαν στο έργο τους τη δημοτική (Παπαδιαμάντης, Ροΐδης). Δεν είναι η γλώσσα το μοναδικό στοιχείο στην αξιολόγηση των λογοτεχνών και των έργων τους. Θεωρεί τη γλώσσα του Καβάφη ψεύτικη αλλά ταυτόχρονα τον θεωρεί μία από τις κορυφές της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν θα έλεγα ότι είναι ένθερμος υποστηρικτής του Καβάφη. Εκτιμά την ποίησή του. Γιατί; Το εξηγεί ο ίδιος σε κείμενό του το 1937 στην «Πρωΐα»:
«Xωρίς αμφιβολία ο Καβάφης είναι ένας μοναδικά ιδιότυπος ποιητής. Ασεβής σε όλα από τη Μορφή ίσαμε την ουσία. Η τεχνική του ελαττωματική. Ο στίχος του έχει χασμωδίες, κακές τομές, περισσευούμενες συλλαβές και ρίμες ή καθόλου ή παρηχητικές ή ομοιολεχτικές. Μουσικότητα καμιά. Η γλώσσα του ψεύτικη (κακή καθαρεύουσα ή κακή δημοτική), το λεξιλόγιο του φτωχό, χωρίς επίθετα, χωρίς σύνθετα, χωρίς παρομοιώσεις, χωρίς μεταφορές. Το περιεχόμενο αυτής της ποίησης είναι σχεδόν πάντα ένα επεισόδιο ιστορικό ή προσωπικό του ποιητή — κι αυτό το τελευταίο συχνά σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, άρα απρόσωπο. Κι αυτό το επεισόδιο περιγράφεται ή σκηνοθετείται χωρίς λυρικήν έξαρση, χωρίς πάθος, με χρονογραφική ξηρότητα. Δε φαίνεται να βγαίνει από την καρδιά παρά από το μυαλό. Πώς λοιπόν μας συγκινεί;».
Γιατί η ποίηση αυτή φαίνεται μεν λυρική στο σχήμα, αλλά στο βάθος της είνε δραματική. Έχει κίνηση, ηθοποιία, ζωντάνια, επιγραμματική λιτοτητα, έχει πολλή σκέψη και πικρήν ειρωνεία και «περαίνει δι’ ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσι». Και το δράμα αυτών των ποιημάτων έχει ένα μεγάλο προσόν, την καθολικότητα. Δεν είνε το δράμα ενός ατομικού ήρωα , μα ολάκερης της ανθρωπότητας. Είναι η ματαιότητα και η ανελέητη φθορά όλων των πραγμάτων του φυσικού, του ηθικού και του πνευματικού κόσμου. Όσο η ανθρωπότητα θ’ αντικρύζη κουρασμένη και χωρίς οδηγό το φωτισμένο πνεύμα την αντίσταση και την κακία της Πράξης, θα κατέχεται πάντα από το φόβο της φθοράς, που οδηγεί στην παράλυση της θέλησης. Έτσι ό Καβάφης αποστέκεται στους νικημένους της ζωής. Κ’ η ψυχολογία των νικημένων στα χρόνια της παρακμής έχει την αναμφισβήτητη καθολικότητα.
Η Ιδέα του Καβάφη μπορεί να καθαρίζεται μέσα στο μυαλό του, μα βγαίνει από την καρδιά του κι αποστέκεται στην καρδιά του «θεατή». Κι αυτή η ιδέα, επειδή δεν προσφέρεται δογματικά, σα μια γνωσιολογική σύλληψη, μα δραματοποιείται, μετουσιώνεται από αναισθητική (διανοητική) σε αισθητική (ποιητική), γίνεται δηλ. «ωραία» και συγκινεί.
Όταν τα ποιήματα αυτά τα πάρουμε για μινιατούρες δραμάτων, τότε θα καταλάβουμε γιατί δεν τα βλάφτει ούτε η αντιλυρική τους στιχουργία και διάθεση, ούτε η πεζολογική διατύπωσή τους ούτε η καθαρεύουσα, η γλωσσά της… ιστορίας και της φιλοσοφίας και των παλαιών κειμένων».
Και πάλι χρησιμοποιώντας το λόγο του Βάρναλη: «Το σπουδαιότερο δεν είναι το τι γράφει και τι έγραψε κανείς, μα το ‘’γιατί’’ γράφει και ‘’για ποιους’’ γράφει». Με αυτό καταπιάνεται, μέσα από τη σύγκριση ποιημάτων τους, το αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου.
Σ.Α.: Η λογοτεχνική ιστορία έδειξε ότι η «στηλίτευση του Βάρναλη προς τον υπερρεαλισμό που αντικατέστησε το “λογοκρατημένο κ’ ενσυνείδητο δούλεμα του λόγου” με το “ασυνείδητο και άλογο παραλήρημα” υποβοηθώντας έτσι την ιδεολογική ενίσχυση της “Αντίδρασης”» όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Παναγιώτης Νούτσος (εφ. «Βήμα», 19/12/2004) αποδείχτηκε μάλλον ατυχής. Ποια η γνώμη σας;
Η.Κ.: Έχω πει ήδη ότι ο Βάρναλης ήταν στον καιρό του αν όχι ο καλύτερος ένας από τους καλύτερους κριτικούς της λογοτεχνίας με πρωτότυπο έργο. Μπορεί και αξιολογεί κάθε καινούριο λογοτεχνικό ρεύμα γιατί έχει και τη γνώση και τα «εργαλεία».
Νομίζω ότι το παράθεμα έτσι αποσπασματικά όπως δίνεται από τον κύριο Νούτσο, κάπως αδικεί τον Βάρναλη. Τι λέει ο Βάρναλης για τον υπερρεαλισμό (σε κείμενό του 3-4 χρόνια νωρίτερα από αυτό που αντλεί ο Π. Νούτσος):
«Μπορεί ν’ ανήκω ψυχικώς και πνευματικώς σε άλλον κόσμο, ποιοτικά και χρονικά διαφορετικόν όμως δεν είμαι συντηρητικός και υπέρ των καλών παραδόσεων. Οι δυνατότητες του ξανανιωμού στην περιοχή της τέχνης είνε ανυπολόγιστες. Όμως την αξία των καινοτομιών δεν την κρίνω από της προθέσεως, παρά από τ’ αποτελέσματά της. Κι ως τώρα η Νεοελληνική σχόλη του υπερρεαλισμού δεν έδωσε έργα (εκτός από τα πεζογραφήματα του Εμπειρίκου), που να την επιβάλουν στη συνείδηση των προχωρημένων ανθρώπων.
Αλλ’ η ποίηση αυτή δεν καταργεί μοναχά τη λογική. Καταργεί και τους ρυθμούς και τα μέτρα, δηλαδή τεχνικά στοιχεία που δίνουνε διάρκεια στο λόγο και μουσικότητα. Οι πεζογραφικοί στίχοι δεν αθανατίζουν το περιεχόμενό τους και πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει σ’ αυτούς όποιος τους διάβασε μια φορά. Κάνουν την εντύπωση του προχείρου και του εφήμερου. Ούτε ξένοι, ούτε δικοί μας νικήσανε το χρόνο με τον αμελημένο λόγο - ή τουλάχιστο δεν είχανε αρκετό ταλέντο να τον νικήσουν.
Αλλά υπάρχει κ’ η κοινωνική πλευρά του ζητήματος. Κάθε νέα σχόλη δεν είνε και σημείον ανόδου της ζωής· μπορεί να είνε και σύμπτωμα παρακμής. Κι’ αυτού είνε ο κόμπος. Πάντως, η υπερρεαλιστική σχόλη με την κατάργηση της λογικής, της γνώσης και της αισθητής εμπειρίας, αποτελεί κι αυτή μιαν από τις πολλές μορφές της φυγής από την πραγματικότητα. Είνε τέχνη ερμητική που δε φωτάει καθόλου, παρά πυκνώνει το σκοτάδι, που μέσα του παραπαίει ο κόσμος».
Ξεχωρίζει τον Εμπειρίκο και επισημαίνει πως ούτε οι δικοί μας ούτε οι ξένοι είχαν το ταλέντο ώστε να μας δώσουν έργα που να μπορούν να τον επιβάλλουν. Πότε το λέει αυτό; Στα 1942. Σε πρώιμη εποχή για τα ελληνικά δεδομένα. Ταυτόχρονα, σε μια δύσκολη εποχή για τον τόπο όπου στο πνευματικό στερέωμα εμφανίζονται αρκετά κινήματα αποκρυφισμού, μυστικισμού, μεσσιανισμού, περιπτώσεις ουσιαστικά φυγής από την κρίσιμη ιστορική στιγμή. Απόψεις που διαχέονταν στα λαϊκά στρώματα και τα εμπόδιζαν να ενταχθούν στον αγώνα για την απελευθέρωση.
Χρέος του δημιουργού να φωτίσει και όχι να πυκνώσει το σκοτάδι. Και ό,τι οδηγεί σε φυγή από την πραγματικότητα, θέλοντας ή μη ενισχύει την Αντίδραση.
Σ.Α.: Η ερμηνεία της «Μπαλάντας του κυρ Μέντιου» από τον Νότη Σφακιανάκη, καλλιτέχνης του εμπορικού τραγουδιού πριν λίγα χρόνια, συνέβαλε κατά πολύ στην διάδοση του τραγουδιού και βεβαίως των στίχων. Ποια είναι η άποψη σας για αυτό το γεγονός; Λειτούργησε στην ουσία της θετικά ή αρνητικά; Πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί στη διαχείριση των έργων;
Η.Κ.: Ο κυρ Μέντιος, είναι το «θύμα», το «ψώνιο», το «Σύμβολον αιώνιο» του δουλευτή λαού - θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που στο τέλος της ζωής του τον πετάνε σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Στον σκλαβωμένο από τον καπιταλισμό δουλευτή απευθύνεται ο Βάρναλης και του λέει μη σκύβεις το κεφάλι, μπορείς να χτίσεις το δικό σου κόσμο, «Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει/ κ’ έχ’ η πλάση κοκκινίσει/ κι άλλος ήλιος έχει βγει/ σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη», εννοώντας τις χώρες όπου προσπαθούσαν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό. Του υπενθυμίζει πως «Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/ θά ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς». Αυτός είναι ο αλληγορικός του ο συμβολισμός. Γι’ αυτό είναι ένα τραγούδι που το ακούμε πάντα στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις ή στους δρόμους όπου ο λαός υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του. Το ακούμε με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Το να τραγουδήσει κανείς την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι ζήτημα συνειδητής επιλογής. Όχι μόνο για να εκφράσει την αγανάκτησή του για τ’ άδικο τούτου του κόσμου, που είναι και πρόσκαιρη και εύκολα εκτονώνεται, μα για να εκφράσει τη θέλησή του τούτος ο κόσμος να αλλάξει.
Αρα θεωρώ αυτονόητο πως όταν ο Νότης Σφακιανάκης επέλεξε να τραγουδήσει αυτό το ποίημα, αποδέχτηκε αυτόν αλληγορικό συμβολισμό του. Και σίγουρα μετέδωσε το τραγούδι σε ένα διαφορετικό κοινό. Αυτό το κοινό είδε το συμβολισμό του τραγουδιού; Είδε ότι ο κυρ Μέντιος είναι ο ίδιος; Δεν αρκεί να είναι δημοφιλείς οι στίχοι.
Μακάρι να αυξάνονται αυτοί που θα τραγουδάνε τον κυρ Μέντιο και θα νιώθουν να εκφράζονται μέσα από αυτό. Απόδειξη αυτής της έκφρασης όμως είναι το επόμενο βήμα, αυτό που θα γίνει στους δρόμους, εκεί όπου κρίνεται το δίκιο του κυρ Μέντιου. Και αυτό αφορά και τους καλλιτέχνες που τους θέλουμε στην εξέδρα να μας αφυπνίζουν και να μας εμψυχώνουν αλλά και συνοδοιπόρους στη διαδήλωση.
Σ.Α.: Ποια είναι η αίσθησή σας για την παρουσία του Βάρναλη στη σημερινή αναγνωστική γενιά;
Η.Κ.: Τα βιβλία του Βάρναλη δε λείπουν από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων που σημαίνει ότι υπάρχει μια συνεχής ζήτηση. Είναι ευρύτερα γνωστός, πολλά από τα ποιήματά του τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό. «Οι μοιραίοι» είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ελληνικά ποιήματα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι γνωστό στο σύνολό του το βαθιά λαϊκό και πολύπλευρο έργο του. Πρέπει το αναγνωστικό κοινό να αναζητήσει την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» και το «Ο λαός των μουνούχων», ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα.
Οσο στη νεολαία, στο λαό υπάρχει η δίψα για κάτι πραγματικά προοδευτικό και ανατρεπτικό, για έναν κόσμο καλύτερο, για να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τα αίτια της δυστυχίας, θα ανατρέχει στην ποίηση του Βάρναλη. Οσο υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα τσιγκλίζει τους εκμεταλλευόμενους το ερώτημά του «και εσύ λαέ με την καμένη ανάσα, πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;».
["Οι μοιραίοι"]
Σ.Α.: Ποιος στίχος του Βάρναλη σας έρχεται πρώτος στο μυαλό αξιολογώντας τη σημερινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση που διανύουμε;
Η.Κ.: Σήμερα με όλο και μεγαλύτερη απαίτηση, και ποικίλους εκβιασμούς ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Βάζω αυτό το δήθεν στη «σωτηρία της πατρίδας» γιατί όπως λέει και ο Βάρναλης στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη»
«Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση - όλα ξένα!...».
Σε αυτή την πατρίδα ο λαός που παράγει τον πλούτο δυστυχεί και υποφέρει, και μια χούφτα παράσιτων που του κλέβουν τον πλούτο, ευημερεί. Γι’ αυτό θεωρώ ιδιαίτερα επίκαιρο το δίστιχο από την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου»: «και στον ίδρο το δικός σου /γίνε εσύ τ’ αφεντικό».
Σ.Α.: Πιστεύετε ότι ο Βάρναλης έχει πλέον τη θέση που του αρμόζει από την Πολιτεία;
Η.Κ.: Να χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο τη θέση του ποιητή στην εκπαίδευση;
Στο βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου υπάρχει το ποίημα «Ορέστης». Ένα από τα πολύ καλά ποιήματα του Βάρναλη. Αυτό το ποίημα όμως δε φανερώνει το Βάρναλη της επαναστατικής εποχής. Οι μαθητές προσλαμβάνουν την εικόνα ενός αρχαιολάτρη ποιητή. Όμως μετά το 1920, οπότε μας δίνει το ώριμο ποιητικό του έργο, το οποίο είναι και το πιο αντιπροσωπευτικό, ο ποιητής έχει τελείως διαφορετική έμπνευση και κατεύθυνση από αυτή του «Ορέστη». Μας δίνει έργο που εκφράζει την ελπίδα και των σημερινών παιδιών για έναν κόσμο καλύτερο. Μας δίνει έργο που εκφράζει την ελπίδα και των σημερινών παιδιών για έναν κόσμο καλύτερο.
Στο Βιβλίο της Α’ Λυκείου περιλαμβάνονται τα ποιήματα «Οι μοιραίοι», [«Πάλι μεθυσμένος είσαι»], «Το πέρασμά σου» και «Οι πόνοι της παναγιάς». Το βιογραφικό σημείωμα που τα συνοδεύει δε βοηθά το μαθητή να καταλάβει τι αντιπροσωπεύει ο Βάρναλης στην ελληνική λογοτεχνία. Η διατύπωση «η πολιτική του ιδεολογία επηρέασε την ποίηση, την πεζογραφία και τις κριτικές του μελέτες (…) ενώ ο ανθρώπινος πόνος είναι από τα κυρίαρχα θέματά του». Η διδασκαλία του Βάρναλη εναπόκειται στην ευχέρεια του καθηγητή. Πάρα πολύ μαθητές τελειώνουν το σχολείο χωρίς να έχουν διδαχτεί Βάρναλη ή επιδερμικά προσεγγίζοντάς τον.
Είναι ανάγκη σήμερα οι μαθητές να γνωρίσουν τον ποιητή και στοχαστή Βάρναλη με το σατιρικό, τολμηρό, ανατρεπτικό και πάντα επίκαιρο πνεύμα του. Υπάρχει καλύτερο μάθημα ως στάση ζωής από αυτό που λέει πάλι στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη»:
«Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο κουρασμένος τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαυτό σου, για να αντισταθείς στην αδικία - και πιο πολύ ακόμα για ν’ αδικήσεις. Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πόχεις: νηστεύεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες- μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση και αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο».
Πρέπει να ακουστεί αυτή η κραυγή, αυτός ο «αντρίκιος λόγος» και στη σημερινή μαθητιώσα νεολαία, γιατί τώρα σωριάζονται γύρω μας παλιές συνθήκες και παλιές αξίες. Για να βγούμε από την πνευματική απάθεια, την υποκουλτούρα, την υπερκατανάλωση, τον καριερισμό και το ατομικό βόλεμα.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με αναφορά στη θέση του Βάρναλη στα Πανεπιστήμια, στην τηλεόραση κλπ. Ο παρονομαστής θα είναι ο ίδιος.
Για παράδειγμα, και μόνο το γεγονός της παρουσίασης ενός σώματος 19 άγνωστων ποιημάτων του Κώστα Βάρναλη είναι από μόνο του σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό γεγονός. Προσκλήθηκε η δημόσια τηλεόραση. Θα έπρεπε να καλύψει το γεγονός; Δεν ήταν μόνο μια ιδιωτική εκδήλωση παρουσίασης ενός βιβλίου.
*********************************************************
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
o Ηρακλής Κακαβάνης γεννήθηκε το 1966 στη Γαλανόβρυση Ελασσόνας, νομού Λάρισας. Σπούδασε φιλολογία και από το 1991 εργάζεται ως διορθωτής στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» και συχνά αρθρογραφεί. Είναι µέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια ασχολείται µε την επιμέλεια εκδόσεων.
Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο δαίμων του τυπογραφείου», εκδόσεις «Προσκήνιο», 2008. Είχε τη φιλολογική επιμέλεια και έγραψε το εισαγωγικό σημείωµα στο Λεύκωμα «ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ 21 Λιθογραφίες το Henri Motte», εκδόσεις «Τυποεκδοτική», 2008.
Οσο στη νεολαία, στο λαό υπάρχει η δίψα για κάτι πραγματικά προοδευτικό και ανατρεπτικό, για έναν κόσμο καλύτερο, για να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τα αίτια της δυστυχίας, θα ανατρέχει στην ποίηση του Βάρναλη. Οσο υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα τσιγκλίζει τους εκμεταλλευόμενους το ερώτημά του «και εσύ λαέ με την καμένη ανάσα, πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;».
["Οι μοιραίοι"]
Σ.Α.: Ποιος στίχος του Βάρναλη σας έρχεται πρώτος στο μυαλό αξιολογώντας τη σημερινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση που διανύουμε;
Η.Κ.: Σήμερα με όλο και μεγαλύτερη απαίτηση, και ποικίλους εκβιασμούς ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Βάζω αυτό το δήθεν στη «σωτηρία της πατρίδας» γιατί όπως λέει και ο Βάρναλης στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη»
«Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση - όλα ξένα!...».
Σε αυτή την πατρίδα ο λαός που παράγει τον πλούτο δυστυχεί και υποφέρει, και μια χούφτα παράσιτων που του κλέβουν τον πλούτο, ευημερεί. Γι’ αυτό θεωρώ ιδιαίτερα επίκαιρο το δίστιχο από την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου»: «και στον ίδρο το δικός σου /γίνε εσύ τ’ αφεντικό».
Σ.Α.: Πιστεύετε ότι ο Βάρναλης έχει πλέον τη θέση που του αρμόζει από την Πολιτεία;
Η.Κ.: Να χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο τη θέση του ποιητή στην εκπαίδευση;
Στο βιβλίο της Γ’ Γυμνασίου υπάρχει το ποίημα «Ορέστης». Ένα από τα πολύ καλά ποιήματα του Βάρναλη. Αυτό το ποίημα όμως δε φανερώνει το Βάρναλη της επαναστατικής εποχής. Οι μαθητές προσλαμβάνουν την εικόνα ενός αρχαιολάτρη ποιητή. Όμως μετά το 1920, οπότε μας δίνει το ώριμο ποιητικό του έργο, το οποίο είναι και το πιο αντιπροσωπευτικό, ο ποιητής έχει τελείως διαφορετική έμπνευση και κατεύθυνση από αυτή του «Ορέστη». Μας δίνει έργο που εκφράζει την ελπίδα και των σημερινών παιδιών για έναν κόσμο καλύτερο. Μας δίνει έργο που εκφράζει την ελπίδα και των σημερινών παιδιών για έναν κόσμο καλύτερο.
Στο Βιβλίο της Α’ Λυκείου περιλαμβάνονται τα ποιήματα «Οι μοιραίοι», [«Πάλι μεθυσμένος είσαι»], «Το πέρασμά σου» και «Οι πόνοι της παναγιάς». Το βιογραφικό σημείωμα που τα συνοδεύει δε βοηθά το μαθητή να καταλάβει τι αντιπροσωπεύει ο Βάρναλης στην ελληνική λογοτεχνία. Η διατύπωση «η πολιτική του ιδεολογία επηρέασε την ποίηση, την πεζογραφία και τις κριτικές του μελέτες (…) ενώ ο ανθρώπινος πόνος είναι από τα κυρίαρχα θέματά του». Η διδασκαλία του Βάρναλη εναπόκειται στην ευχέρεια του καθηγητή. Πάρα πολύ μαθητές τελειώνουν το σχολείο χωρίς να έχουν διδαχτεί Βάρναλη ή επιδερμικά προσεγγίζοντάς τον.
Είναι ανάγκη σήμερα οι μαθητές να γνωρίσουν τον ποιητή και στοχαστή Βάρναλη με το σατιρικό, τολμηρό, ανατρεπτικό και πάντα επίκαιρο πνεύμα του. Υπάρχει καλύτερο μάθημα ως στάση ζωής από αυτό που λέει πάλι στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη»:
«Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο κουρασμένος τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαυτό σου, για να αντισταθείς στην αδικία - και πιο πολύ ακόμα για ν’ αδικήσεις. Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πόχεις: νηστεύεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες- μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση και αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο».
Πρέπει να ακουστεί αυτή η κραυγή, αυτός ο «αντρίκιος λόγος» και στη σημερινή μαθητιώσα νεολαία, γιατί τώρα σωριάζονται γύρω μας παλιές συνθήκες και παλιές αξίες. Για να βγούμε από την πνευματική απάθεια, την υποκουλτούρα, την υπερκατανάλωση, τον καριερισμό και το ατομικό βόλεμα.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με αναφορά στη θέση του Βάρναλη στα Πανεπιστήμια, στην τηλεόραση κλπ. Ο παρονομαστής θα είναι ο ίδιος.
Για παράδειγμα, και μόνο το γεγονός της παρουσίασης ενός σώματος 19 άγνωστων ποιημάτων του Κώστα Βάρναλη είναι από μόνο του σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό γεγονός. Προσκλήθηκε η δημόσια τηλεόραση. Θα έπρεπε να καλύψει το γεγονός; Δεν ήταν μόνο μια ιδιωτική εκδήλωση παρουσίασης ενός βιβλίου.
*********************************************************
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
o Ηρακλής Κακαβάνης γεννήθηκε το 1966 στη Γαλανόβρυση Ελασσόνας, νομού Λάρισας. Σπούδασε φιλολογία και από το 1991 εργάζεται ως διορθωτής στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» και συχνά αρθρογραφεί. Είναι µέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια ασχολείται µε την επιμέλεια εκδόσεων.
Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο δαίμων του τυπογραφείου», εκδόσεις «Προσκήνιο», 2008. Είχε τη φιλολογική επιμέλεια και έγραψε το εισαγωγικό σημείωµα στο Λεύκωμα «ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ 21 Λιθογραφίες το Henri Motte», εκδόσεις «Τυποεκδοτική», 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.