3 Ιουλίου 2012

Τα κοινωνικά αίτια της εγκληματικότητας - Β' μέρος




ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ - Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ
ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Είναι γνωστά τα στερεότυπα: «ο άνθρωπος δεν αλλάζει», «το έγκλημα είναι στη φύση του ανθρώπου», «ο εγκληματίας γεννιέται» κλπ. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει κάποια αναλλοίωτη εξω-ιστορική «φύση» του ανθρώπου που του δόθηκε προίκα από τη φύση. Η ανθρώπινη κοινωνία περνά από διάφορα στάδια ανάπτυξης και μαζί της αναπτύσσεται και η ανθρώπινη συνείδηση.

Και καθώς το κοινωνικό είναι προσδιορίζει εν τέλει τα περιθώρια ανάπτυξης των ψυχικών δραστηριοτήτων και την ατομική συνείδηση, προσδιορίζει και το πλαίσιο των επί μέρους πράξεων του ατόμου, ώστε η μελέτη του φαινομένου να επιβάλλει την προσέγγιση του ανθρώπου και της δραστηριότητάς του απέναντι στο νόμο (δίκαιο), μέσα στις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες της ζωής του.


Ο μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, στο βιβλίο του με τίτλο «Εισαγωγή εις την νομικήν επιστήμην» αναπτύσσει τις εξής σκέψεις: 
«Η ιδέα της αδικίας και συνεπώς και της τιμωρίας του αδικούντος δεν εμφανίζονται με την πρώτην - την πρωτόγονον-κοινωνίαν του ανθρώπου. Κατά την περίοδον ταύτην, με το να μην υπάρχη ούτε στα κινητά πράγματα ούτε στα ακίνητα ατομική ιδιοκτησία, δεν ήτο δυνατόν να γίνη αφαίρεσις ξένης ιδιοκτησίας, προσβολής της τιμής του άλλου και αφαίρεσις της ζωής του πλησίον. Αι τοιαύται πράξεις ή παραλείψεις αρχίζουν να εμφανίζωνται, ως διατάραξις της κοινωνικής συμβιώσεως από της εποχής, κατά την οποίαν διεσπάσθη η οργάνωσις του γένους και ήρχισε να επικρατεί ο νέος θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας...
Οταν επήλθεν εντός των πρωτογόνων κοινωνικών οργανώσεων (γένους, φυλής, πατριάς) ανατροπή των όρων της κοινοβιακής ισότητος και εντεύθεν εδημιουργήθησαν αι κοινωνικαί ανισότητες, ο άνθρωπος, ως άτομον αναλόγως της θέσεώς του μέσα εις την κοινωνίαν, ήρχισε να ρέπη προς την αδικίαν. Δηλαδή ήρχισε να παραβαίνη τας μέχρι τούδε ισχυούσας κοινωνικάς εντολάς και να ιδιοποιήται ωρισμένα αντικείμενα ανήκοντα εις την πατριάν του ή εις άλλους... Παραλλήλως, δε, προς την περαιτέρω ανάπτυξιν και επέκτασιν του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας, εγεννήθη και ισχυροποιήθη και το ατομικιστικόν αίσθημα: «τούτο είναι δικό μου». Επειδή δε, δεν υπήρχεν αφθονία αγαθών, εκείνοι οι οποίοι δι΄ οιονδήποτε λόγον δεν ηδύναντο να αποκτήσουν τοιαύτα, ήρχισαν, δια της αρπαγής ή της κλοπής, τα αγαθά τα οποία δεν ανήκον εις αυτούς να τα κάμνουν «δικά των»... Οταν δε αργότερον εις ωρισμένας περιφερείας το ιερατείον είχεν εξαιρετικήν εξουσίαν εις χείρας του, δια των υπό τύπον θεϊκής εντολής θεσπιζομένων ποινικού περιεχομένου θεσμών, πρωτίστως επροστάτευεν τα προνόμια και τα δικαιώματά του ως και τα προνόμια και δικαιώματα των ευγενών.

Συνεπώς μετά τη διάλυσιν του γένους και της πατριάς, οι θεσμοί οι περιέχοντες ποινικάς κυρώσεις ως δικαιολογητικήν των βάσιν είχον το δίκαιον του ισχυρότερου...».  

Η ιστορία δείχνει ότι τελικά ο τρόπος παραγωγής των προϊόντων καθορίζει την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, την ταξική συγκρότηση της κοινωνίας, τις πολιτικές, νομικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις και τους αντίστοιχους θεσμούς. Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, όπου κυριαρχούσε η κοινοκτημοσύνη στα μέσα παραγωγής, δεν υπήρχαν τάξεις ούτε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Με την εμφάνιση της ατομικής παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις και ανάμεσα στους ανθρώπους διαμορφώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και υποταγής. Οι άνθρωποι βιώνουν την αντίστοιχη κοινωνική αδικία και συγκροτούν τη συνείδησή τους ανάλογα με την πραγματικότητα που βιώνουν, με έναν όχι απόλυτο τρόπο, βεβαίως, αλλά στη βάση της διαλεκτικής σύνδεσης και αλληλεπίδρασης των δύο στοιχείων (κοινωνία -συνείδηση - κοινωνία). Η κοινωνική αδικία, γίνεται προσπάθεια από την άρχουσα τάξη, να συνειδητοποιείται σαν κάτι αυτονόητο, επιβεβλημένο, αμετάβλητο, νομοτελειακό. 

Στο καπιταλιστικό σύστημα η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι το υπέρτατο δικαίωμα και ο βασικός παράγοντας της κοινωνικής αδικίας, η οποία εδράζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής με την απόσπαση και ιδιοποίηση ενός μέρους του παραγόμενου προϊόντος. Ο εργαζόμενος αποξενώνεται από το προϊόν που παράγει, δεν του ανήκει, παρά λαμβάνει μισθό, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στην αξία των προϊόντων που έχει παραγάγει.

Η άφθονη παραγωγή κοινωνικού πλούτου από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, από τη μια και η αποστέρηση των εργαζομένων από τoν πλούτο που οι ίδιοι κάτω από σκληρές και πολλές φορές απάνθρωπες συνθήκες παράγουν, από την άλλη, συνιστούν τη σημαντικότερη αντίθεση, η οποία ευνοεί τη διαδικασία γέννησης του εγκληματικού φαινομένου σε ατομικό επίπεδο. Αυτή η αντίθεση εκλύει μεγάλες ποσότητες αντίδρασης, που συχνά φθάνει στην παραβίαση έννομων αγαθών, δηλαδή σε παράνομες πράξεις, όπως αυτές περιγράφονται στον ποινικό νόμο, ο οποίος μεριμνά στην προκειμένη περίπτωση για την κατασίγαση των αντιθέσεων που βρίσκονται στην υλική βάση της ζωής των ανθρώπων της συγκεκριμένης ταξικής κοινωνίας και που σαφώς προστατεύει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ο κλέφτης, ο ληστής, ο υπεξαιρέτης, ο φθορέας ξένης ιδιοκτησίας, δε θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που χαρακτηρίζει την κοινωνική δομή στην οποία ζουν, αλλά την οποία ιδιοκτησία στερούνται οι ίδιοι. Ο εγκληματίας δημιουργείται, κατασκευάζεται μέσα από μια κοινωνική διαδικασία, όπου οι υπέρτατες αξίες της ατομικής ιδιοκτησίας και της δίψας για πλούτο υπερτερούν της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Το καπιταλιστικό κέρδος, που εξασφαλίζεται με την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και διευρύνεται με το μοίρασμα των αγορών με πολέμους, με κατασπατάληση των φυσικών πόρων, με καταστροφή του περιβάλλοντος, είναι ανώτερο από την ανθρώπινη ζωή.


Στο καπιταλιστικό σύστημα οι αξίες της ατομικής ιδιοκτησίας, του ανταγωνισμού, η καπιταλιστική ηθική (σαν μορφή κοινωνικής συνείδησης) είναι εγκληματογόνες και ταυτόχρονα εγκληματικές, αφού συνιστούν παράγοντες που προκαλούν το έγκλημα και ταυτόχρονα στοιχειοθετούν οι ίδιες έγκλημα, διότι είναι άδικες. Σε συνθήκες αδυσώπητης ανταγωνιστικότητας, την οποία ο άνθρωπος όχι μόνο βιώνει αλλά και προσλαμβάνει ως οικονομική, κοινωνική αξία ήδη από το δημοτικό σχολείο, ως μέσο για να εξασφαλίσει ακόμη και τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματά του (το δικαίωμα στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια κλπ.), σε συνθήκες κοινωνικής αδικίας και ανισότητας, όπου η συσσώρευση του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, όπου η καπιταλιστική σχέση συχνά τον αποκλείει από την κοινωνική εργασία (ανεργία κλπ.), οι πιο ευάλωτες συνειδήσεις θα αντιδράσουν ακόμα και με εγκληματική συμπεριφορά, προκειμένου να αποκτήσουν αυτό που άδικα στερούνται.

Και όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ανάμεσα στον πλούτο των λίγων και τη φτώχεια των πολλών, τόσο πιο εύφορο γίνεται το κοινωνικό έδαφος να φιλοξενήσει αφ' ενός μεν συγκρούσεις και αντιθέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά άτομα, αφ' ετέρου δε ανάμεσα στην κρατική εξουσία της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης με τους μηχανισμούς επιβολής της και την εργατική τάξη, στην οποία ανήκουν οι εκμεταλλευόμενοι. 

Δεν είναι τυχαίο που τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή περιουσίας, π.χ. οι κλοπές και η βαρύτερη μορφή τους, οι ληστείες, οι υπεξαιρέσεις αυξάνουν στις εγκληματολογικές στατιστικές χρόνο με το χρόνο, όσο συγκεντρώνεται το κεφάλαιο και απλώνεται η φτώχεια. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ευθυγράμμιση της φτώχειας με την εγκληματικότητα, υπό την έννοια «όπου φτωχός εκεί και εγκληματίας». Εξάλλου η Ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα απέδειξε ότι τα επαναστατικά κινήματα και τις επαναστάσεις τις έκαναν «της γης οι κολασμένοι». Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκληματική παρέκκλιση, από τις πιο ευάλωτες προσωπικότητες, ευνοείται στο έδαφος της φτώχειας. Εξάλλου στην τάξη των καπιταλιστών υπάρχουν άλλοι τρόποι για να πετύχουν μεγέθυνση του ατομικού τους πλούτου (γάμοι συμφέροντος, ίντριγκες, τεχνητή πρόκληση εξαγοράς μετοχικών μεριδίων κ.ά.).

Η ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος, που δρα με την υποστήριξη του καπιταλιστικού κράτους (περιπτώσεις νόμιμης καλλιέργειας και εμπορίας ναρκωτικών ουσιών από κράτη, π.χ. Αφγανιστάν κλπ.) και που οργιάζει σε τομείς όπως λόγου χάρη η μαζική εκμετάλλευση γυναικών, η παιδική πορνεία, το λαθρεμπόριο και η διακίνηση ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο όπλων κ.ά., είναι ένας σοβαρός παράγοντας δημιουργίας και διατήρησης ενός μεγάλου πληθυσμού ποινικών παραβατών, διαβαθμιζόμενου από τους πλέον στυγερούς εγκληματίες μέχρι τους μικρο-εγκληματίες, που αποτελούν και τους εμφανείς δράστες, μιας και οι αρχηγοί παραμένουν ασύλληπτοι και εμπλεκόμενοι με μηχανισμούς και θεσμούς του επίσημου κράτους.

Η σχέση των μηχανισμών καταστολής, ελέγχου και ποινικού σωφρονισμού με το κύκλωμα παράνομης εμπορίας διευκολύνει τη δημιουργία και ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος.

Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό η εμπορευματοποίηση επεκτείνεται σε παλιές μορφές εγκληματικής δραστηριότητας (πορνεία, δουλεμπόριο), αλλά και σε νέες (εμπόριο ζωτικών οργάνων). Το καπιταλιστικό δίκαιο νομιμοποιεί λοιπόν οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες -στην ουσία τους- είναι εγκληματικές και είναι ικανές να διαμορφώσουν αντικοινωνικές συμπεριφορές.

«Πάνω στην ταξική αντίθεση οικοδομούνται μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις και στάσεις ζωής που αναπαράγουν παραβατικές συμπεριφορές».

Ο καπιταλισμός λοιπόν πάνω στην οικονομική του βάση διαμορφώνει το δικό του σύστημα αξιών, κανόνων δικαίου, νόμων με βάση τους οποίους οι παραβάτες τιμωρούνται και από την άλλη διαμορφώνει και τους παραβάτες, οι οποίοι θα παραβιάσουν τους κανόνες δικαίου και νόμους και θα τιμωρηθούν. Δημιουργεί με τον τρόπο αυτό σύμπτωση δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο, ένα είδος ταύτισης ενεργητικού και παθητικού υποκειμένου, του θύτη και του κοινωνικού θύματος. 

Η ταξική πάλη, η αντίθεση ανάμεσα στους εργαζόμενους (που δρουν για την ικανοποίηση εργατικών αιτημάτων, για την κοινωνική απελευθέρωσή τους και την κατάκτηση της εξουσίας) και στους κεφαλαιοκράτες που εμφανίζονται ως οι «εργοδότες» (που επιδιώκουν τη διατήρηση της «τάξης» της κοινωνικής ανισότητας και την αύξηση των κερδών τους με τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης), η βασική κοινωνική αντίθεση «κεφάλαιο-εργασία» είναι ο παράγοντας που νομοτελειακά προκαλεί την αναγκαιότητα στην ισχύουσα πολιτική εξουσία να αναγάγει σε έγκλημα τη δραστηριότητα αυτή και μάλιστα συγκεκριμένες μορφές της και στη συνέχεια να την τιμωρήσει.

Η συνειδητοποίηση από την εργατική τάξη της εκμετάλλευσης την οποία υφίσταται, μπορεί να ελευθερώσει τις ανάλογες συλλογικές δυνάμεις οργάνωσης του αγώνα. Ετσι στο συλλογικό επίπεδο οι πρωτοπόρες δυνάμεις οργανώνονται και στη διαδικασία διεκδίκησης των αιτημάτων τους, επιλέγοντας πρόσφορες για το σκοπό τους μορφές πάλης, έρχονται αντιμέτωπες με την αστική νομιμότητα που αναγάγει σε έγκλημα τις πιο ώριμες μορφές της ταξικής πάλης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία εκφράζεται άρνηση των εργαζομένων να εφαρμόσουν τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες κατ' εξακολούθηση και με σκανδαλώδη ομοιομορφία (δικαστική τακτική της τελευταίας 10ετίας, τουλάχιστον, στη χώρα μας) κηρύσσουν, μετά από αίτηση των εργοδοτών, τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους ως παράνομες και καταχρηστικές, η συγκεκριμένη άρνηση διατυπώνεται στον ποινικό νόμο ως «απείθεια», θεωρείται παράνομη και επισύρει ποινικό κολασμό, είναι δηλαδή αδίκημα που πρέπει να τιμωρηθεί. 

Οι αγώνες των μαθητών, των αγροτών, των μισθωτών απεργών, με το πρόσχημα της παράβασης ποινικών διατάξεων (παρακώλυση συγκοινωνιών, διατάραξη οικιακής ειρήνης, διατάραξη κοινής ειρήνης κλπ.) κατατάσσονται στα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, καταγράφοντας την ανάγκη της καπιταλιστικής κρατικής εξουσίας για ποινικοποίηση κάθε κοινωνικού αγώνα. 

Μονάχα με την εξάλειψη των τρόπων παραγωγής, που στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, με την εξάλειψη των τάξεων, με την επικράτηση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, αλλάζει ριζικά όλος ο τρόπος ζωής της κοινωνίας, διαλύονται οι εκμεταλλεύτριες τάξεις, καταργείται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δημιουργείται η βάση να εδραιωθούν οι νέες πολιτικές νομικές αντιλήψεις και θεσμοί, ο νέος άνθρωπος.

Η εγκαθίδρυση και λειτουργία των σοσιαλιστικών κρατών προσφέρει ικανό υλικό για να προβληματιστούμε πάνω στις προηγηθείσες σκέψεις, περί του τρόπου παραγωγής σαν καθοριστικού παράγοντα εκδήλωσης αντιθέσεων και εγκληματικότητας. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας των σοβιέτ, στη Σοβιετική Ενωση και τις λαϊκές δημοκρατίες, με το μετασχηματισμό της κοινωνίας πάνω στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, με την εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, οι άνθρωποι άρχισαν να χάνουν βαθμιαία την ατομική συνείδηση ιδιοκτησίας. Σιγά-σιγά αναπτυσσόταν η συνείδηση του κοινωνικού ιδιοκτήτη, αν και όχι χωρίς προβλήματα και πισωγυρίσματα που είχαν τη βάση τους στην εξέλιξη που έπαιρνε η ατομική σχέση με τη χρήση γης κλπ. Οσο κέρδιζε έδαφος η οργάνωση της σοσιαλιστικής παραγωγής στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού της κοινωνικής παραγωγής, αναπτυσσόταν η συνείδηση της συλλογικότητας, το πνεύμα της αλληλοβοήθειας, παρ' όλο που οι επιβιώσεις των ηθών του ιδιοκτήτη ήταν αισθητές για πολύ καιρό. Τα ποσοστά της εγκληματικότητας είχαν ελαχιστοποιηθεί και το έγκλημα δεν έβρισκε εύκολα κοινωνικές αιτίες για να στηριχθεί και να εκδηλωθεί. 

Οταν οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις έχασαν τη δυναμική τους στην πάλη με τις παλιές σχέσεις, λόγω θεωρητικών και πολιτικών ελλείψεων και λαθών, τότε εμφανίστηκε νέα εγκληματική συμπεριφορά. Μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων και την εγκαθίδρυση - παλινόρθωση του εκμεταλλευτικού συστήματος, της ατομικής ιδιοκτησίας, του ανταγωνισμού και όλων των ηθικών αξιών, εμφανίζεται σε ένα αξιοσημείωτα γοργό διάστημα και κατά έναν αξιοπρόσεκτα βίαιο τρόπο, ολόκληρη σχεδόν η γκάμα της εγκληματικότητας, όπως αυτή εκδηλώνονταν και εκδηλώνεται στα ήδη υπάρχοντα καπιταλιστικά κράτη, με ένταση μάλιστα των βαρύτερων μορφών εγκλήματος, είτε του κοινού είτε του οργανωμένου εγκλήματος, που εμφανίζεται διαπλεκόμενο με τη νέα άρχουσα αστική τάξη των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. 

(συνεχίζεται)

Γράφει η Ελένη Ζαφειρίου
ΚΟΜΕΠ 2007 - Τεύχος 4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.

Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog

ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.