Β. ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο ιταλός
στρατιωτικός γιατρός Τσέζαρε Λομπρόζο
(θεμελιωτής της εγκληματολογίας) κατηύθυνε τις
εγκληματολογικές του έρευνες στη θεμελίωση του
βιολογικού στοιχείου ως καθοριστικού παράγοντα
της εγκληματικής πράξης ή της εγκληματικής
προδιάθεσης, μελετώντας κρανία σκοτωμένων
στρατιωτών στα πεδία μάχης. Στη συνέχεια όμως
επιστήμονες ερεύνησαν και ανέδειξαν αιτίες
κοινωνικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές,
κλιματολογικές, χωροταξικές κλπ.
Τα επιστημονικά συμπεράσματα αποδυνάμωναν όλο
και περισσότερο τη βιολογική εξήγηση της
εγκληματικότητας. Κέρδιζε έδαφος η επιστημονική
προσέγγιση που αναδείκνυε τις κοινωνικές αιτίες
της εγκληματικότητας και ιδιαίτερα την
προτεραιότητα των οικονομικών σχέσεων στη
διαμόρφωση των άλλων κοινωνικών σχέσεων, πάνω
στις οποίες κρίνεται η ατομική συμπεριφορά. Προς
την κατεύθυνση αυτή μεγάλη υπήρξε η προσφορά των
κοινωνικών επιστημόνων, νομικών, εγκληματολόγων
ιατρών, εκπαιδευτικών, κοινωνιολόγων της
Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων σοσιαλιστικών
κρατών.
Η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και το
κράτος των σοβιέτ, με την εγκαθίδρυση της
εργατικής-λαϊκής εξουσίας έδωσε μεγάλη ώθηση
στην ανάπτυξη της μαρξιστικής υλιστικής θεωρίας
και την εφαρμογή της στις κοινωνικές επιστήμες
και την έρευνα των σχετικών κοινωνικών
φαινομένων. Σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκε μια
ολοκληρωμένη διαλεκτική, ιστορική υλιστική
θεώρηση της εγκληματικότητας, πέρα από επιμέρους
και αποσπασματικές προσεγγίσεις, οι οποίες
ερευνούν το φαινόμενο με κριτήρια θερμικά,
κλιματολογικά, χωροταξικά, οικολογικά,
ψυχολογικά κλπ.
Μέσα από σκληρή ιδεολογική πάλη για τη θεωρητική
γενίκευση των ερευνητικών επιστημονικών
ευρημάτων το προβάδισμα ανήκει πλέον για πολλές
δεκαετίες στην κοινωνική αιτιολόγηση της
εγκληματικότητας, χωρίς όμως να της
αναγνωρίζεται από την αστική σκέψη η ουσία της: η
ταξική διαφοροποίηση της κοινωνίας που πηγάζει
από την ταξική της διάρθρωση.
Για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο της
Σορβόννης (PARIS 2), στις αρχές της 10ετίας του 1970, ως
βασικό μάθημα της εγκληματολογικής
κοινωνιολογίας διδάσκονταν στους
μεταπτυχιακούς φοιτητές η «ηθολογία», μια
σχετικά νέα, τότε ακόμα, «επιστήμη». Με
υποκριτική προσήλωση στη Δαρβινική θεωρία
(προοδευτικό προσωπείο των πανεπιστημιακών
παραδόσεων) της φυσικής επιλογής, διαστρέφονταν
η επιστημονική θεωρία του Δαρβίνου για την
εξέλιξη των ειδών και επιχειρείτο να ταυτισθεί η
προέλευση της ανθρώπινης κοινωνικής δομής και
της ισχύουσας κοινωνικής ιεραρχίας, δηλαδή της
καπιταλιστικής ταξικής διάρθρωσης, με τις δομές
διαφόρων ειδών του ζωικού κόσμου, όπου
ανιχνεύονταν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός
εργασίας κλπ. Η προσπάθεια ήταν να εξηγηθούν
φαινόμενα παρέκκλισης (π.χ. αιμομιξία) είτε στην
κοινωνία των ανθρώπων είτε στη ζωική «κοινωνία»
(όπως λανθασμένα την αποκαλούν και την ταυτίζουν
με την ανθρώπινη διάφοροι αστοί επιστήμονες), σε
συνδυασμό με την αλληλεπίδραση της ειδικής
γονιδιακής συγκρότησης των ανθρώπων ή των ζώων
και του περιβάλλοντος. Αλλά, όπως έγραφε ο
Ενγκελς για τη θεωρία της εξέλιξης: «η όλη
δαρβινική θεωρία του "αγώνα για την ύπαρξη"
απλά μεταφέρει από την κοινωνία στη ζωντανή φύση
το δόγμα του HOBBES "bellum omnium contra omnes" (πόλεμος όλων
εναντίον όλων) και το αστικό οικονομικό δόγμα του
ανταγωνισμού...», ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι
«η ουσιώδης διαφορά μεταξύ ανθρώπινης και ζωικής
κοινωνίας συνίσταται στο ότι τα ζώα συλλέγουν
ενώ οι άνθρωποι παράγουν. Αυτή η
μοναδική, αλλά βασική διαφορά αποκλείει την απλή
μεταφορά των νόμων των ζωικών κοινωνιών σε
ανθρώπινες κοινωνίες».
Και παρά το ότι η επιλογή του πεδίου
έρευνας και η κατεύθυνση της έρευνας έχουν
ταξικό ιδεολογικό προσανατολισμό της τάξης που
βρίσκεται στην εξουσία (επομένως κυριαρχεί και
ιδεολογικά), εν τούτοις η ανάπτυξη των κοινωνικών
επιστημών στα χρόνια της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, η επίδραση του συσχετισμού δυνάμεων
σ' ένα τμήμα της επιστημονικής διανόησης των
καπιταλιστικών κοινωνιών, επέδρασε στην
ισχυροποίηση κοινωνικής προσέγγισης της
εγκληματικότητας.
Ωστόσο πριν την έναρξη της διαδικασίας της
ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων είχε ήδη
δρομολογηθεί η υπονόμευση της επιστημονικότητας
και των κατακτήσεων της επαναστατικής
μαρξιστικής σκέψης. Μέσα από τα διεθνή συνέδρια
και τις διαλέξεις επιστημόνων «αντιφρονούντων»,
οι οποίοι προέρχονταν από κράτη σοσιαλιστικά,
άρχισε το φάντασμα του Λομπρόζο να διαγράφεται
με ευκρίνεια στο επιστημονικο-ερευνητικό
στερέωμα, πρώτα στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στις
ευρωπαϊκές χώρες. Είναι το χρονικό σημείο, όπου
άρχισαν να προκαλούνται ρίγη στον προοδευτικό
επιστημονικό κόσμο από την αποκρουστική
επανάληψη του συμπεράσματος του Τσέζαρε
Λομπρόζο, ότι ο Γάλλος επαναστάτης Ζαν Πωλ Μαρά
ήταν προδιαγεγραμμένα εγκληματίας, επειδή ήταν
δύσμορφος, για τούτο ανέπτυξε και τη
συγκεκριμένη δράση κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Ετσι, στη συγκεκριμένη περίοδο οπισθοδρόμησης
της επιστημονικής σκέψης, χρόνο με το χρόνο η
χρηματοδότηση από μεγάλα καπιταλιστικά
συγκροτήματα (GENERAL MOTORS κλπ.) ερευνών με
προσανατολισμό την βιολογική εξήγηση της
εγκληματικότητας και ιδιαίτερα στα φαινόμενα
βίας, καταλαμβάνει εξέχουσα θέση. Και στις μέρες
μας η βιολογική προσέγγιση αναβιώνει και τείνει
να κυριαρχήσει στην εξήγηση του κοινωνικού
φαινομένου της εγκληματικότητας.
Η βιολογική προσέγγιση και εξήγηση των
κοινωνικών φαινομένων, όπως η εγκληματικότητα,
εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε
σημειώθηκε πρόοδος στην επιστήμη της βιολογίας.
Εκτοτε ανθούν ιδεαλιστικές αντιλήψεις και
βιολογικές - νατουραλιστικές απόψεις που
συνδέονται με το χυδαίο υλισμό. Αντιλήψεις όπως
του «κοινωνικού δαρβινισμού» ή της
«κοινωνιοβιολογίας» αρνούνται το οικονομικό
υπόβαθρο των κοινωνικών σχέσεων και την επίδρασή
τους στην ατομική συνείδηση και συμπεριφορά.
Οι αστοί επιστήμονες με τη μέθοδο του
αναγωγισμού προσπαθούν να εξηγήσουν ανώτερες
μορφές κίνησης της ύλης, ανάγοντάς τες στις
κατώτερες μορφές κίνησης (π.χ. την κοινωνική
μορφή κίνησης της ύλης, που είναι η ανώτερη μορφή
κίνησης, την εξηγούν ανάγοντάς την στη βιολογική,
τη βιολογική στη χημική κλπ.). Αλλά όπως σημειώνει
ο Μιχάλης Μιχαήλ στο άρθρο του «Τι σημαίνει
διαλεχτική-υλιστική ψυχολογία» «ο αναγωγισμός
είναι μια πληγή της σύγχρονης επιστήμης και
αναδεικνύεται σε ένα είδος γονιδιακού
φετιχισμού, φετιχισμού του DNA», ακόμα και αν έχει
αποδειχθεί πλέον ότι και αυτός ο γενετικός
κώδικας, που εκλαμβάνεται σαν καθοριστικός και
αμετάβλητος παράγοντας του εγκληματικού
υποκειμένου, δεν είναι αμετάβλητος και
αναλλοίωτος.
Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, είναι το
σύνολο των κοινωνικών σχέσεών του. Οι βιολογικές
αλλαγές κατά την ανθρωπογένεση - κοινωνιογένεση
απαίτησαν εκατομμύρια χρόνια και
πραγματοποιήθηκαν στη βάση της εργασιακής
δραστηριότητας και στη διαμόρφωση του
ανθρώπινου χεριού. Παράλληλα η συνεργασία και η
ανάγκη επικοινωνίας κατά την κοινή παραγωγική
δραστηριότητα οδήγησαν νομοτελειακά στην
τροποποίηση της δομής του ανθρώπινου εγκεφάλου
με τη συμπλήρωση των μηχανισμών της νευρικής
δραστηριότητας των ζώων από τους μηχανισμούς του
δεύτερου συστήματος σήμανσης (γλώσσας) που
αναπτύχθηκαν. Η φύση του ανθρώπου άλλαξε και
έγινε κοινωνική. Χωρίς κοινωνική ζωή τα
ανθρώπινα χαρακτηριστικά δεν μπορούν να
αναπτυχθούν και ο άνθρωπος παραμένει στη ζωώδη
κατάσταση.
Συνεπώς το να αποδίδεται η κοινωνική
δραστηριότητα των ανθρώπων σε βιολογικά
χαρακτηριστικά αποτελεί καθαρή αυθαιρεσία.
Αρκετοί αστοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η
κοινωνική δραστηριότητα εξαρτάται από τα
βιολογικά χαρακτηριστικά και τις ανθρωπολογικές
ιδιότητες του ατόμου. Μερικοί ισχυρίζονται ότι
ακόμη και οι ταξικές ανισότητες, ο ρατσισμός, η
κοινωνική ιεραρχία και οι κοινωνικοί
ανταγωνισμοί προσδιορίζονται γενετικά. Θεωρούν
ότι οι βιολογικοί παράγοντες είναι το κύριο στον
προσδιορισμό όχι μόνο της συμπεριφοράς του
ατόμου, αλλά και μεγάλων ομάδων και φυλών.
Πίσω όμως από τη θεωρία του
βιολογισμού γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθεί η
πάλη των τάξεων και οι ταξικές αντιθέσεις που
παράγουν αντίστοιχα φαινόμενα. Ετσι
συγκαλύπτεται ότι η βιολογική οντότητα του
ανθρώπου μετουσιώνεται στην κοινωνική του
οντότητα. Ακόμα και αυτή η αισθητήρια αντίληψή
του είναι προϊόν όχι μόνο της βιολογικής, αλλά
και της κοινωνικής ανάπτυξης.
Για τους αστούς κοινωνιολόγους τα μέσα παραγωγής
και η σχέση των ανθρώπων προς τα μέσα παραγωγής
δεν έχουν καμιά σημασία στην αλληλεπενέργεια των
ανθρώπων. Αυτό το «καθάρισμα» των κοινωνικών
σχέσεων από την ύλη που τις βαραίνει από το
πραγματικό τους περιεχόμενο, η απόρριψη της
αντικειμενικής αιτιότητας των κοινωνικών
φαινομένων, υπήρξε εξάλλου και η βάση της θεωρίας
της ψυχολογικής αιτιολόγησης των κοινωνικών
φαινομένων.
Στο βιβλίο του «Η Διαλεχτική της Φύσης» ο Ενγκελς
αντικρούει με ζήλο τις θεωρίες της
βιολογικοποίησης των κοινωνικών νόμων.
Αποδεικνύει ότι τα κοινωνικά φαινόμενα δεν
μπορούν να ερμηνευθούν με απλή αναγωγή των
βιολογικών νόμων στην ανθρώπινη κοινωνία, στην
οποία η παραγωγική δραστηριότητα, η εργασία,
αποτελεί τον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
παράγοντα. Τα φυσιολογικά φαινόμενα είναι
αναγκαία αλλά όχι επαρκή για τη γνώση της ζωής
και της φύσης του ανθρώπου. Και σύμφωνα με όσα
προειπώθηκαν, η ουσιώδης διαφορά μεταξύ
ανθρώπινης και ζωικής κοινωνίας συνίσταται στο
ότι τα ζώα συλλέγουν, ενώ οι άνθρωποι παράγουν.
Αυτή η μοναδική αλλά βασική διαφορά αποκλείει
την απλή μεταφορά των φυσικών νόμων στις
ανθρώπινες κοινωνίες.
Παράλληλα ο Μαρξ με τη φράση του
«μεταβάλλοντας την εξωτερική του φύση με την
εργασία του, ο άνθρωπος αλλάζει τη δική του
φύση...» προσδιόριζε την ενότητα και
αλληλεπίδραση βιολογικού και κοινωνικού.
Ο ψυχισμός, η νόηση είναι ποιοτικά νέα και σύνθετα φαινόμενα που δεν ανάγονται στους βιολογικούς νόμους. Οι φυσικές προϋποθέσεις (φυσικές καταβολές, προδιάθεση, ειδικές ικανότητες ταλέντου κλπ.) ασκούν μιαν ορισμένη επίδραση στις ικανότητες και το χαρακτήρα του ατόμου, που διαμορφώνονται στη διάρκεια της εργασιακής δραστηριότητας μέσα σε ορισμένες ταξικές συνθήκες οικονομικές, κοινωνικές. Ο ψυχισμός μορφώνεται και αναπτύσσεται μέσα στην πράξη, κάτω από την επίδραση κοινωνικών παραγόντων. Μέσα στην εργασία, τη δράση, τη μελέτη, την επικοινωνία γίνεται η βιολογική τελείωση του ανθρώπου, υποχωρεί η βιολογική και προβαδίζει η κοινωνική νομοτέλεια, όπως δείχνουν οι εργασίες των σοβιετικών ψυχολόγων Vygotski, Rubinstein, Teplov, Ananiev κ.ά.
Οι απόπειρες μεταφοράς βιολογικών αναλογιών
στην ανάλυση κοινωνικών φαινομένων οδηγούν
συχνά στη διατύπωση αντιανθρώπινων φιλοσοφικών
και πολιτικών ιδεών.
(συνεχίζεται)
Γράφει η Ελένη Ζαφειρίου
ΚΟΜΕΠ 2007 - Τεύχος 4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.