Αναδημοσιευση απο Οικοδομος
44 μέρες πέρασαν απ’ όταν οι εργάτες στον
Ασπρόπυργο έσφιξαν τα δόντια και τις καρδιές τους κι αποφάσισαν να μη σκύψουν το
κεφάλι. Απ’ όταν χτύπησαν τη γροθιά τους στο μαχαίρι, έσβησαν το καμίνι, και
βγήκαν από την πύλη ενωμένοι και αποφασισμένοι. «Θα νικήσουμε» είπαν, «αλλιώς
δεν έχει γυρισμό!». Η νίκη θα έρθει δύσκολα και το ξέρουν. Ο αγώνας είναι
σκληρός και μακρύς. Οι συνάδελφοί τους στο Βόλο δεν τους ακολούθησαν.
Καθοδηγούμενοι από την ξεπουλημένη συνδικαλιστική τους ηγεσία, έσκυψαν το
κεφάλι, συμβιβάστηκαν. Αν βρίσκονταν κι αυτοί στον αγώνα, όλοι οι εργάτες μαζί,
η νίκη θα ήταν πιο κοντά.
Οι απεργοί χαλυβουργοί του Ασπροπύργου όμως
δεν κιοτεύουν. Κατάφεραν με την αταλάντευτη πίστη τους στο δίκιο του αγώνα να
«ταρακουνήσουν» τμήματα του λαού, εργαζόμενους ή μη, συνταξιούχους, νεολαία.
Βγήκαν μπροστάρηδες και πήραν στις πλάτες τους τον αγώνα όλης της εργατικής
τάξης. Έγιναν σημαία της! Η αλληλεγγύη που εισπράτουν είναι συγκλονιστική. Μέρα
με τη μέρα φουντώνει όλο και περισσότερο κι αγκαλιάζει τους απεργούς. Ο λαός
τους δείχνει πως δεν είναι μόνοι. Κι αυτοί παίρνουν δύναμη από τη συμπαράσταση
του λαού και συνεχίζουν.
Όλοι μάθαμε πια για την απεργία τους, για
τους απεργούς που αντιστέκονται. Πόσοι όμως γνωρίζουμε τη δουλειά τους; Πόσοι
από μας ξέρουν πως μόλις κλείσει η πύλη του εργοστασίου και ξεκινήσει η βάρδια,
ξεκινάει και το μεροκάματο του τρόμου; Πως οι εργάτες «μιλούν» με το θάνατο κάθε
στιγμή, ή στην «καλύτερη» περίπτωση, διακινδυνεύουν τη σωματική τους
ακεραιότητα; Πόσοι από μας ξέρουν πόσο ανεβαίνει η θερμοκρασία στον κλίβανο όταν
«σου κόβεται η ανάσα»; Μικρές ιστορίες των εργατών που δένουν – κυριολεκτικά –
τ’ ατσάλι. Από τη δουλειά τους, που την είχαν μέχρι πριν ενάμιση μήνα. Από τη
δουλειά τους, που παλεύουν να την κρατήσουν, για να συνεχίσουν να ζουν όπως
μέχρι σήμερα έμαθαν: Με αξιοπρέπεια!
Οι εργάτες όπως μίλησαν σε δημοσιογράφο του
Ριζοσπάστη:
Ο Παναγιώτης Παπανικολάου είναι από τους
παλιότερους εργαζόμενους, 28 χρόνια μέσα στο εργοστάσιο. Χειριστής του γερανού που φορτώνει
σίδερα που οδηγούνται για λιώσιμο, το πρώτο που αναφέρει είναι η κατάρρευση της
γερανογέφυρας στις 20 Ιούλη του 2010, όταν υποχώρησε το δοκάρι που στηριζόταν
και είδε τον εαυτό του μέσα στην καμπίνα του γερανού μετέωρο στο κενό. «Η αυτοσυγκέντρωση ήταν αυτή που με
έσωσε», θα πει. Ρωτάμε τι σημαίνει η δουλειά χειριστής γερανού: «Ανεβαίνω καθημερινά στην καμπίνα σε ύψος 30
μέτρων και με τη θερμοκρασία μέσα σε αυτή στους 70 βαθμούς και έξω στους 110
βαθμούς. Αν χαλάσει το κλιματιστικό της καμπίνας κυριολεκτικά λιώνεις. Μεταφέρω 50 τόνους σίδερο με το καλάθι, και
σε κάθε βάρδια συνολικά 600 τόνους και το παραμικρό λάθος κοστίζει γιατί από
κάτω είναι εργάτες. Οταν έγινε η κατάρρευση του γερανού έτρεμα όταν έβλεπα ένα
θηρίο να πέφτει από ύψος 30 μέτρων».
Δέκα μέρες μετά το ατύχημα, είπε, γύρισε στη
δουλειά παρά το γεγονός ότι του ζητήθηκε για ψυχολογικούς λόγους να αλλάξει
πόστο. «Αρνήθηκα γιατί ήξερα ότι ο γιος
μου που δουλεύει και αυτός εδώ θα τον μετέφεραν σε πόστο στο χαλυβουργείο και
δεν ήθελα με τίποτα να πάει στο "θάνατο". Τώρα το "ευχαριστώ" είναι ότι ο γιος
μου είναι στους 50 απολυμένους. Εμένα όμως δεν με απολύουν γιατί είμαι πριν τη
σύνταξη και η αποζημίωσή μου κοστίζει», θα πει αφοπλιστικά. «Και όλα αυτά, συνεχίζει ο 58χρονος, για
μισθό 1.600 ευρώ! Αν περάσουν τα σχέδια του Μάνεση, λέει, η δική του μείωση θα
είναι 60% γιατί δουλεύει με κυκλικό ωράριο με Σαββατοκύριακα και νυχτερινά. «Για
500 και 600 ευρώ δεν ανεβαίνω πάλι στο γερανό για να με βγάζουν, όπως έχει γίνει
πολλές φορές, λιπόθυμο»!..
Κοντά 20 χρόνια έχει δουλέψει μέσα στο
χαλυβουργείο ο Σταύρος Φλώρος, και
μάλιστα και σε θέση προϊσταμένου βάρδιας, που σημαίνει ότι έχει κάνει τα πάντα
εκεί μέσα. «Διορθώνουμε την κάθε ζημιά
που θα προκύψει βάζοντας τα χέρια μας μέσα στη φωτιά. Γιατί όταν δεν ανοίγει
κάποια τρύπα στη σκάφη με το λιωμένο σίδερο ή όταν πρέπει να κλείσουμε μια τρύπα
για να σταματήσει η χύτευση πρέπει αναγκαστικά να παίξεις με τη φωτιά. Πιάνουμε
στην κυριολεξία τη φωτιά με τα χέρια. Οταν πέφτουν τα παλιοσίδερα στο φούρνο
πετάγονται φωτιές και γίνονται εκρήξεις πολύ επικίνδυνες».
Προσπαθεί να εξηγήσει τις συνθήκες πιο απλά
και μας λέει: «Είναι σαν να πηγαίνεις στο
βαρέλι με τη φωτιά και να βάζεις μέσα τα χέρια και το κεφάλι. Γι' αυτό και είναι
καθημερινά τα καψίματα στη μούρη και στα χέρια και έχω βγάλει πολλές φορές
λιπόθυμους εργαζόμενους». Και ο μισθός που παίρνει ο Στ. Φλώρος για να
παλεύει με τη φωτιά δεν είναι πάνω από 1.600 ευρώ, για να μην ξέρεις, όπως λέει,
αν θα γυρίσεις σπίτι, στην οικογένεια. «Ειδικά τα 3 τελευταία χρόνια η
εντατικοποίηση ήταν τέτοια που πραγματικά αψηφούσαμε τη ζωή μας γι' αυτό το
μεροκάματο».
Ο Φώτης Χρηστάκος είναι ηλεκτρολόγος στο
χαλυβουργείο, μέσα στους 50 απολυμένους κι αυτός. Η δουλειά του 7 χρόνια τώρα
είναι να ξεκινά τη λειτουργία του φούρνου μέχρι να αλλάζει και μία λάμπα μέσα
στη «φάμπρικα», όπως αποκαλεί το χαλυβουργείο. «Δουλεύω μέσα στις τεράστιες θερμοκρασίες
του χαλυβουργείου. Οταν, για παράδειγμα, χαλάσει το κλιματιστικό στην καμπίνα
του γερανού πρέπει, μπορώ - δεν μπορώ, να ανέβω 30 μέτρα για να το φτιάξω.
Μπορεί την ώρα που είναι σε εξέλιξη το χυτήριο και οι θερμοκρασίες είναι
τεράστιες, πάνω από 110 βαθμούς, να πρέπει να ανέβουμε να αλλάξουμε ένα ρελέ ή
μια ασφάλεια. Εκεί βλέπεις ακόμα και τη φωτιά με τα μάτια σου να περνάει από
πάνω σου».
Θυμάται το ατύχημα πριν ένα χρόνο με την
κατάρρευση του γερανού και την ανατροπή του χωνιού με τη λάβα και θυμώνει: «Γινότανε χαμός, βλέπαμε εργαζόμενους να
τρέχουν καμένοι και οι διευθυντές φώναζαν και τους ένοιαζε μόνο να πάω να κάνω
τούμπα τον φούρνο (να βγει δηλαδή από μέσα το χυτήριο) με χειροκίνητες ρυθμίσεις
γιατί κόπηκε το ρεύμα, για να μη χαλάσει ο φούρνος. Εμένα όμως δε με ένοιαζε το
μηχάνημα αλλά να σώσω τους ανθρώπους». Οταν ρωτάμε για το μισθό του γελάει:
«Μόνο για 1.050 ευρώ».
Στη γραμμή παραγωγής - χύτευσης δουλεύει
πέντε χρόνια τώρα ο Μανώλης Μακρής,
με μισθό... 1.000 ευρώ. «Ελέγχω τη ροή
της μηχανής που περνάει το μέταλλο για να μη συμβεί ζημιά. Εχουμε από πάνω μας
το χωνί με το λιωμένο μέταλλο που το ρίχνει σε μια σκάφη με τέσσερις τρύπες από
το οποίο βγαίνει στη συνέχεια για να προχωρήσει στην επόμενη διαδικασία. Το
καυτό λιωμένο μέταλλο πετάγεται παντού, εμείς πρέπει μέσα στη φωτιά να κλείσουμε
αν χρειαστεί κάποια τάπα για να σταματήσει η ροή ή να κλείσουμε άλλες διαρροές ή
να φροντίσουμε ακόμα και με τα χέρια μας να μη σταματήσει καμιά διαδικασία.
Είναι δεκάδες οι φορές που έχουν καεί τα χέρια μας ή δεν μπορείς να αναπνεύσεις
από τις αναθυμιάσεις».
Στο τμήμα των έλαστρων στην προετοιμασία
παραγωγής, όπου ετοιμάζονται τα μηχανήματα για να διοχετευτεί το λιωμένο σίδερο,
να πατηθεί και να διαμορφωθεί στη συνέχεια, δουλεύει 6 χρόνια ο Θανάσης Δραπανιώτης, για 1.000 ευρώ.
Εκεί, όπως λέει, δεν έχει να κάνει με τη φωτιά αλλά με το ίδιο το σκληρό
μέταλλο. «Για να δουλέψουμε πρέπει ο
γερανός να μας μεταφέρει ρολά έλαστρα. Αυτό σημαίνει ότι ο γερανός πρέπει να
είναι σε καλή κατάσταση και ο χειριστής ιδιαίτερα προσεχτικός. Ο γερανός όμως
πατάει σε στραβές ράγες και πολλές φορές ξαφνικά βλέπουμε να πέφτουν βίδες και
σίδερα ενώ εμείς δουλεύουμε από κάτω. Το μόνο που νοιάζει την εργοδοσία είναι να
φοράμε κράνη, τι να κάνουν όμως όταν πέφτουν από πάνω σίδερα τόνων».
Επιμένει και μιλάει για το γερανό και την
ανάγκη να βρίσκεται σε καλή κατάσταση: «Φαντάσου ξαφνικά να χαλάσει και να έχει
τόνους σίδερο πάνω από το κεφάλι σου. Με έχει σώσει μια φορά ο χειριστής όταν
είδε ένα τεράστιο σίδερο να πέφτει και εγώ από κάτω δεν είχα δει τίποτα, ευτυχώς
που έβαλε τις φωνές. Και όλα αυτά για ένα πιάτο φαΐ που το έχουμε και τώρα 43
ημέρες από τον κόσμο».
«Οι εργάτες ξέρουμε πλέον ότι πουλάμε την
εργατική μας δύναμη και δεν μας πληρώνει απλά το αφεντικό για να δουλεύουμε. Και
είμαστε αποφασισμένοι να μην την πουλάμε τσάμπα. Γι' αυτό δε γυρίζουμε στο
εργοστάσιο για 500 ευρώ. Τώρα είμαστε και ενωμένοι και μέσα στο εργοστάσιο, αλλά
και με όλους όσοι μας συμπαραστέκονται καθημερινά».
«Ο
συγκεκριμένος ιδιοκτήτης έχει και άλλες επιχειρήσεις και τώρα θέλει να μας
πείσει ότι το πρόβλημά του είναι το δικό μας μεροκάματο», είναι η πρώτη φράση που ακούγεται με οργή.
«Μας λέει ψέματα ότι δεν έχει κέρδη για
να περάσει το δικό του και να υπογράψουμε για να δουλεύουμε για το τίποτα. Να
χάσουμε ό,τι κέρδισαν με αίμα οι πατεράδες μας».
«Αν έρθεις εδώ Σαββατοκύριακο δεν βλέπεις
στο ένα μέτρο από τη σκόνη. Η θερμοκρασία φτάνει τους 60 με 70 βαθμούς μέσα στην
καμπίνα του γερανού με ένα παμπάλαιο κλιματιστικό και έξω η θερμοκρασία στο
καυτό μέταλλο φτάνει τους 300 βαθμούς», θα πει χειριστής γερανού.
Στη γραμμή παραγωγής ο διπλανός του παίρνει
αμέσως το λόγο: «Στέκεσαι με τα γυαλιά
μπροστά στο λιωμένο μέταλλο και ελέγχεις με 70 βαθμούς και το χρονόμετρο δίπλα.
Και το διευθυντή να μη δέχεται απώλειες».
Ρωτάμε πόσο πληρώνονται σήμερα γι' αυτή τη
δουλειά: «Τίποτα, μόνο το βασικό της
σύμβασης και τα βαρέα. Ισα που φτάνουν για να επιβιώσουμε. Οχι τώρα που θέλουν
και χαράτσια».
Από δίπλα πετάγεται ένα νέο παιδί, ο
Γιάννης: «Είμαι 4 χρόνια εδώ μέσα και για
να πάρω 900 ευρώ το μήνα πρέπει να δουλεύω Σαββατοκύριακα και υπερωρίες. Αλλιώς
θα έπαιρνα 600 ευρώ»!
Ενας παλιότερος παίρνει το λόγο και λέει: «Μέχρι το 2005 άξιζε να δουλεύεις μία ώρα
παραπάνω. Μετά τις μειώσεις στο κόστος υπερωρίας και υπερεργασίας δεν υπάρχει
καμία ανταμοιβή. Πόσο μάλλον να δουλεύεις και να σε υποχρεώνουν να κάνεις
επικίνδυνα πράγματα».
Στην παρέα πλησιάζει ένας άλλος εργαζόμενος.
Και συμπληρώνει: «Μόνο να φοράμε κράνη
τούς ενδιαφέρει. Για τα μπετά που είναι έτοιμα να πέσουν, τις ράγες που έχουν
χαλάσει, δε δίνουν σημασία γιατί κοστίζουν».
Δείχνει στη συνέχεια στην απέναντι πλευρά
του ένα συνάδελφό του και λέει τρέμοντας: «Βλέπεις τι ωραίο πρόσωπο έχει; Σε μένα το
οφείλει. Οταν ήταν μια μέρα μπροστά στο φούρνο, το πρόσωπό του άρχισε να
ξεφλουδίζει από τα καυτά λάδια. Λύγισα στα γόνατα για να τον πιάσω και να τον
γλιτώσω».
Μπορούν να μιλάνε για ώρες, όπως λένε, για
παρόμοια γεγονότα. Αυτός όμως είναι και ο λόγος που από την αρχή δεν συζήτησαν
τις προτάσεις της εργοδοσίας και συνεχίζουν τις απεργίες.
«Οσα έχει δει αυτές τις ημέρες είναι μόνο η
αρχή, μετά και από την εντυπωσιακή αλληλεγγύη που έχουμε δει, είμαστε ακόμα πιο
αποφασισμένοι. Δεν θα λυγίσουμε».
Ρωτάμε τι από όλα τους δίνει περισσότερη
δύναμη. Απαντούν με απόλυτο τρόπο: «Τα
πάντα. Κυρίως όμως ότι όλοι ξέρουμε τι παιχνίδι παίζεται στις πλάτες τις
δικές μας και όλων των εργατών. Και αυτό, ότι είμαστε πολλοί εργάτες μαζί με
άλλους όλοι ενωμένοι, που σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, μας δίνει απίστευτη
δύναμη».
Η κουβέντα πάει και στα σπίτια τους: «Ξέρουν και καταλαβαίνουν και οι γυναίκες
μας και τα παιδιά. Ρωτάνε τι θα γίνει. Γνωρίζουν όμως. Και το λένε ότι δε
γίνεται αλλιώς. Ακόμα και τα μικρά παιδιά ορισμένων δίνουν κουράγιο στους
πατεράδες τους και τους λένε:
"ΠΡΟΧΩΡΗΣΤΕ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ"»!
Κλείνουν όλοι την κουβέντα αναφέροντας τον
απαράβατο άγραφο νόμο των χαλυβουργών, που πρέπει να τηρούν όλοι αν θέλουν να
γυρίσουν στα σπίτια τους: «Οταν περνάει λιωμένο σίδερο από μπροστά σου
ποτέ δεν του γυρνάς την πλάτη σου. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα κάνει και τι θα
γίνει»...
Δύναμη παιδια, να μη λυγίσετε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΣΑΣ!!!