Βιβλίο : Kapital, Reichswehr und NSDAP, Kurt Gossweiler
Μετάφραση/Κείμενο : Άθλιος
Μετάφραση/Κείμενο : Άθλιος
Μεταφρασμένα αποσπάσματα από το κεφάλαιο 1 (Παρατηρήσεις ως προς τους τύπους και
τις περιόδους ανάπτυξης του φασισμού)
Στο 7ο συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς δόθηκε τόσο από την εισήγηση του Δημητρώφ όσο και από
τη συζήτηση και τις αποφάσεις που ακολούθησαν, μια πλήρης και σε βάθος ανάλυση
του φασισμού. Στο επίκεντρο αυτής ήταν ο ταξικός χαρακτήρας του φασισμού, η εξουσία
του οποίου χαρακτηρίστηκε ως «ανοιχτή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο
αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του
χρηματιστικού κεφαλαίου». Αυτός ο χαρακτηρισμός του φασισμού άντεξε κάθε
δοκιμασία στη πορεία του χρόνου. Αυτό όμως δε σημαίνει πως με αυτόν λύθηκε μια
για πάντα κάθε ερώτημα και προβληματισμός γύρω από το θέμα του φασισμού.
Ενάντια σε μια τέτοια δογματική άποψη τάχθηκε ξεκάθαρα ο ίδιος ο Δημητρώφ στο
κλείσιμό του κατά τη συζήτηση γύρω από το θέμα του φασισμού, όπου έδωσε την
ακόλουθη συμβουλή για μια σωστή προσέγγιση του φασιστικού φαινομένου: Ακόμη και
ολόσωστα να είναι τα διατυπωμένα γενικά χαρακτηριστικά και οι νομοτέλειες του
φασισμού, αυτό δεν αφαιρεί από τους κομμουνιστές την υποχρέωση «να μελετούν και
να παίρνουν υπ’ όψιν κάθε ιδιαιτερότητα στην ανάπτυξη του φασισμού, στις
διάφορες μορφές της φασιστικής δικτατορίας σε κάθε χώρα, σε κάθε ιστορική
περίοδο».
Ο Δημητρώφ τόνιζε πως ο φασισμός,
παρότι πάντα έχει τον ίδιο ταξικό χαρακτήρα, αφενός εμφανίζεται σε κάθε χώρα με
διαφορετικό τρόπο, αφετέρου διατρέχει πάντα μια ιστορική διαδρομή, σε κάθε φάση
της οποίας εμφανίζονται νέες ιδιαιτερότητες. Το να μη λαμβάνεται αυτό υπ’ όψιν
και αντ’ αυτού να διατυπώνεται κάποιο γενικό σχήμα ανάπτυξης του φασισμού για
κάθε χώρα και για κάθε έθνος δε θα βοηθούσε, μα θα εμπόδιζε να διεξαχθεί ο
αγώνας κατά του φασισμού με αποτελεσματικό τρόπο.
Αν και οι διάφορες εκδοχές του Φασισμού δεν είναι αντικείμενο αυτής της εργασίας, μπορεί τουλάχιστον να αναφερθεί κι εδώ πως ήδη από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του στην εξουσία και μέχρι σήμερα, ο φασισμός εμφανίστηκε κυρίως με 2 διαφορετικούς τρόπους:
- Το 1919/20 στην Ουγγαρία, με μία δικτατορία που επιβλήθηκε από το στρατό και στηρίχθηκε κυρίως επάνω του.
- Το 1922 στην Ιταλία, όπου το δικτατορικό καθεστώς προέκυψε με τη βοήθεια ενός φασιστικού κόμματος μαζών και στηρίχθηκε σε αυτό, σε συνεργασία με έναν τρομοκρατικό κρατικό μηχανισμό.
Σε αυτούς τους τρόπους εμφάνισης
του φασισμού και στις ιδιαιτερότητες του πρώτου είχε αναφερθεί και ο Δημητρώφ
το 1928. Ως προς το φασισμό σε Ουγγαρία και Βουλγαρία εξηγούσε πως η
ιδιαιτερότητα στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπη συνίστατο στο ότι «αντίθετα
για παράδειγμα με το φασισμό στην Ιταλία, δεν επικράτησε από τα κάτω, μέσω ενός
μαζικού κινήματος (…), αλλά από τα πάνω. Στηριζόμενος στο κρατικό μηχανισμό, το
στρατό και την οικονομική κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, προσπαθεί ο φασισμός να εισχωρήσει στις μάζες
και να δημιουργήσει μέσα σε αυτές ένα ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό
στήριγμα».
Η ιστορία του φασισμού έδειξε πως
αυτός ο τύπος φασισμού δεν περιορίστηκε στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μα ήταν
χαρακτηριστικός για μια σειρά χώρες με παρόμοια οικονομική διάρθρωση και
καπιταλιστικό επίπεδο ανάπτυξης (Πορτογαλία, Λατινική Αμερική).
Η ιστορία επίσης έδειξε πως η
εγκαθίδρυση μιας φασιστικής δικτατορίας «από τα πάνω», με τη βοήθεια ενός
στρατιωτικού πραξικοπήματος, είναι πολύ πιο συχνή από τη «νόμιμη» εγκαθίδρυσή
της μέσω ενός φασιστικού μαζικού κινήματος. Για τη τελευταία περίπτωση έχουμε
μέχρι σήμερα μόνο δύο παραδείγματα, την Ιταλία και τη Γερμανία. Μόνο εκεί έγινε
κατορθωτό να προηγηθεί η δημιουργία μαζικών φασιστικών κομμάτων της
εγκαθίδρυσης των δικτατορικών καθεστώτων. Συμπερασματικά, η «τυπική οδός» προς
μια φασιστική δικτατορία και η «τυπική μορφή» της δεν είναι ο κανόνας, παρά η
εξαίρεση.
Η αιτία γι αυτό είναι πως,
προκειμένου να φτάσουμε στην ανάπτυξη μαζικών φασιστικών κομμάτων, πρέπει να
υπάρχουν μια σειρά από προϋποθέσεις «εξαίρεσης» από το γενικό κανόνα. Στην
Ιταλία, όπως και στη Γερμανία, αυτά τα κόμματα μετατράπηκαν σε κόμματα μαζών
μέσα σε μια κατάσταση χρόνιας και συνεχώς επιδεινούμενης πανεθνικής κρίσης,
από την οποία είτε η άρχουσα τάξη αδυνατούσε
να εξέλθει χρησιμοποιώντας τις αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες (Ιταλία), είτε
επέλεξε να εξέλθει παρακάμπτοντας
τον αστικό κοινοβουλευτισμό, προκειμένου να μην παραιτηθεί από τις
ιμπεριαλιστικές επεκτατικές τις βλέψεις (Γερμανία). Πανεθνική κρίση και για το
λόγο ότι τα καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα δε θέλανε να ζήσουν όπως πριν.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες υπάρχει
η δυνατότητα, όπως μας διδάσκει ο Λένιν, να προκύψει ένα επαναστατικό κίνημα.
Μπορεί να προκύψει, εφόσον η πλειοψηφία των εργαζομένων ή τουλάχιστον –όπως
συγκεκριμένα αναφέρει- «η πλειοψηφία των
ταξικά συνειδητοποιημένων, σκεπτόμενων, πολιτικά ενεργών εργατών»
αντιλαμβάνεται πλήρως την αναγκαιότητα της ανατροπής «και είναι αποφασισμένη να
βαδίσει ως το θάνατο για να τη πετύχει». Μπορεί να προκύψει, αν πέραν αυτού οι
εργάτες κατορθώσουν να συμπαρασύρουν τουλάχιστον ένα σημαντικό κομμάτι των μη
προλεταριακών μαζών στον αγώνα για την ανατροπή της άρχουσας τάξης. Μια τέτοια
δυνατότητα περίμεναν οι Ιταλοί κομμουνιστές του 1921/22, οι Γερμανοί
κομμουνιστές το 1932/33, για μια τέτοια ανατροπή δρούσανε με όλες τους τις
δυνάμεις.
Σε μια τέτοια πανεθνική κρίση
όμως υπάρχει επίσης η δυνατότητα η αστική τάξη να βρει μια ακραία αντιδραστική
διέξοδο, όταν η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, κάτω από την επιρροή του
οπορτουνισμού, διστάσει να ακολουθήσει τον επαναστατικό δρόμο. Τότε μπορεί να
σημάνει η ώρα φασιστικών πραξικοπημάτων ή φασιστικών κομμάτων μαζών. Τότε
εμφανίζεται για τα φασιστικά κόμματα η ευκαιρία να αυτοπαρουσιαστούν στους
απογοητευμένους από την εργατική τάξη, ψάχνοντες απελπισμένα για κάποια διέξοδο
μικροαστούς, σαν μια πολιτική δύναμη αποφασισμένη, δραστήρια και έτοιμη για τη
σωτηρία της πατρίδας.
Επομένως μπορούμε να
κωδικοποιήσουμε τα ακόλουθα σημεία ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη
των φασιστικών κομμάτων σε κόμματα μαζών από τη μεριά της άρχουσας τάξης:
1. Την ύπαρξη μιας πανεθνικής Κρίσης.
2. Την αποφασιστικότητα σημαντικών κύκλων της άρχουσας τάξης για παραμερισμό του κοινοβουλευτισμού, για διάλυση του εργατικού κινήματος μέσω εγκαθίδρυσης μιας ανοιχτής, τρομοκρατικής δικτατορίας.
3. Ένα συσχετισμό δυνάμεων που καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά ριψοκίνδυνη για την άρχουσα τάξη την εγκαθίδρυση της δικτατορίας μέσω του κρατικού μηχανισμού, πράγμα που την αναγκάζει να ψάξει για έναν «νόμιμο» δρόμο κατάργησης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
4. Μια ισχυρή υλική και πολιτική στήριξη του φασιστικού κινήματος από εκπροσώπους και οργανώσεις (συλλόγους, παρατάξεις κ.ά.) της άρχουσας τάξης (εκπροσώπων του μονοπωλιακού κεφαλαίου και μεγαλοϊδιοκτήτες).
5. Ένα μαζικό «αβαντάρισμα» του φασιστικού κινήματος και των τρομοκρατικών του χτυπημάτων απέναντι στις εργατικές οργανώσεις από τα όργανα του κράτους (Αστυνομία, Στρατός, Δικαιοσύνη, Δημόσια διοίκηση).
Χωρίς την υποστήριξη της αστικής
τάξης και την ανοχή/προτροπή του καπιταλιστικού κράτους ένα φασιστικό κόμμα δε
μπορεί καν να αποκτήσει πανεθνική οργάνωση, πόσο μάλλον να μετατραπεί σε ένα
κόμμα μαζών. Γι αυτό τα σημεία 2, 4 και 5 είναι προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες
είναι αδύνατο και για τους πιο ικανούς φασιστικούς δημαγωγούς και οργανωτές να
δημιουργήσουν ένα μαζικό φασιστικό κόμμα. Για την πρώιμη ιστορία του NSDAP (σ.μ. του ναζιστικού
κόμματος) αυτό θα αποδειχθεί μέσα από τη παρούσα εργασία.
Πράγματι, είναι στη φύση του
ιμπεριαλισμού κατά περιόδους να καταφεύγει στην αντίδραση και στη βία. Όμως,
παρ’ ότι το ξέσπασμα της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης και ιδιαίτερα η
νίκη της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία εκλήφθηκαν από το σύνολο των αστών
και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σαν πιθανές απειλές, οι μονοπωλιακές αστικές
τάξεις στις χώρες-προπύργια του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, εως
και σήμερα δε προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν φασιστικά καθεστώτα. Επιπλέον, η
πλειοψηφία των φασιστικών καθεστώτων επικράτησε σε χώρες χαμηλότερης
καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Τα δύο παραπάνω επιχειρήματα
χρησιμοποιούνται από αστούς διανοητές, όταν αυτοί αποκρούουν το μαρξιστική
ερμηνεία του φασισμού, η οποία τον
αναδεικνύει ως γέννημα-θρέμα του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Αν λάβουμε όμως υπ’ όψιν:
- Πως όχι μόνο η Γερμανία, μα και η Ιαπωνία τη δεκετία του ’30 απέκτησε ένα καθεστώς, που από έγκριτους Ιάπωνες Ιστορικούς και Κοινωνιολόγους χαρακτηρίζεσαι σαν μια ιαπωνική μορφή του φασισμού,
- Πως σημαντικοί κύκλοι της γαλλικής οικονομικής ολιγαρχίας τη δεκαετία του 1930 επεδίωκαν και στη Γαλλία την εγκαθίδρυση φασιστικού καθεστώτος, γεγονός που απετράπη το 1934 μέσω του ενιαίου μετώπου των 2 εργατικών κομμάτων,
τότε προκύπτει μια εντελώς διαφορετική εικόνα, συγκεκριμένα η εξής: Από τις 6 μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις ΗΠΑ, Γερμανία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, τη δεκαετία του
’30 οι τρεις ήταν φασιστικές, στη μία –στη Γαλλία- είχαμε την αποτυχημένη
προσπάθεια φασιστικού πραξικοπήματος και μόνο σε 2 χώρες δεν υπήρξε κάποια
σοβαρή προσπάθεια από πλευράς της άρχουσας τάξης για αντικατάσταση του αστικού
κοινοβουλευτισμού με κάποιο φασιστικό καθεστώς. Είναι φως φανάρι πως η
«αυτοσυγκράτηση» του αμερικανικού και βρετανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου
οφείλεται στο ότι σε αυτές τις χώρες δεν υπήρξε εκδήλωση κάποιας πανεθνικής
κρίσης που να πλησίαζε έστω σε μέγεθος αυτές της Ιταλίας και της Γερμανίας.
Αυτό το γεγονός από την άλλη
έγινε διότι οι συγκεκριμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κρατούσαν στα χέρια τους
μεγαλύτερα φυσικά αποθέματα και είχαν μεγαλύτερη σφαίρα επιρροής εκτός των
συνόρων τους από οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Εδώ μπορούμε να
θυμηθούμε τι διαπιστώνανε στην εποχή τους σαν αιτίες της ενσωμάτωσης μεγάλων
τμημάτων της εργατικής τάξης της Αγγλίας οι Μαρξ και Ένγκελς και τι έγραφε ο
Λένιν για τη σχέση Ιμπεριαλισμού και Οπορτουνισμού. Στις περιπτώσεις της
Βρετανίας και των ΗΠΑ αντιστοιχούν οι εκφράσεις του Λένιν από το 1916: «Αγγλία,
Γαλλία, ΗΠΑ, Γερμανία. Αυτή η χούφτα χωρών έχει αναπτύξει μονοπώλια τέτοιου
μεγέθους, που καρπώνονται υπεραξία ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων, αν όχι δισεκατομμυρίων,
ξεζουμίζει δίχως έλεος τις άλλες χώρες, ο πληθυσμός των οποίων μετρά
εκατοντάδες εκατομμυρίων.»
Μετά το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο το
κομμάτι της παραπάνω ρήσης που αφορά την εκμετάλλευση πληθυσμών άλλων χωρών
μπορεί να αντιστοιχηθεί ολοκληρωμένα μόνο στις ΗΠΑ και λιγότερο στη Μ.
Βρετανία. Αυτό έδωσε στη μονοπωλιακή αστική τάξη των 2 αυτών χωρών τη
δυνατότητα, την επίδραση και τις ζημιές της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης
να τις μετακυλήσουν σε ένα σημαντικό βαθμό στις εξαθλιωμένες χώρες επιρροής
τους. Έτσι οι επιπτώσεις της κρίσης στο εσωτερικό τους και επομένως η πίεση που
ασκήθηκε στο αστικό κοινοβούλιο δεν κορυφώθηκε στο βαθμό που έγινε στην Ιταλία
ή στη Γερμανία. Επιπλέον, στις αστικές τάξεις αυτών των χωρών έλειπε το κύριο
κίνητρο που οδήγησε την αστική τάξη της Γερμανίας στην απόφαση για εγκαθίδρυση
φασιστικού καθεστώτος: Η επιδίωξη για ένα πολεμικό ξαναμοίρασμα του κόσμου προς
όφελός της. Για τις αστικές τάξεις αυτών των χωρών το πρώτο καθήκον ήταν να
υπερασπίσουν τις θέσεις που είχαν κατακτήσει και να τις επεκτείνουν πρωτίστως με
οικονομικά μέσα.
Οι αστοί αναλυτές σε αυτό
απαντούν ότι οφείλεται στις δημοκρατικές παραδόσεις των χωρών της Δύσης το
γεγονός πως εκεί ο φασισμός δε γιγαντώθηκε ώστε να γίνει πραγματική απειλή.
Απάντηση σε αυτό το επιχείρημα έδωσε ήδη ο Δημητρώφ στο 7ο συνέδριο
της Κ.Δ., τόσο στην εισήγηση όσο και στο κλείσιμό του. Εκεί απέρριψε
αποφασιστικά την άποψη πως «ο φασισμός δε μπορεί να βρει εύφορο έδαφος στις
«κλασικές» χώρες της αστικής δημοκρατίας». Στο κλείσιμό του ασχολήθηκε πιο συγκεκριμένα
με τη περίπτωση της Γαλλίας λέγοντας: «Κάποιοι σύντροφοι έχουν την άποψη πως ο
φασισμός πολύ πιο δύσκολα θα αναπτυχθεί στη Γαλλία απ’ ότι στη Γερμανία. Είναι
όμως σωστή αυτή η άποψη; Είναι αλήθεια πως στη Γερμανία δεν υπήρχαν τόσο
ριζωμένες δημοκρατικές παραδόσεις όσο στη Γαλλία. Είναι επίσης αλήθεια πως η
πλειοψηφία της αγροτιάς στη Γαλλία έχει απόψεις δημοκρατικές, αντιφασιστικές.
Όμως είναι λάθος να παραβλέπουμε μια σειρά από αιτίες, οι οποίες ευνοούν την
ανάπτυξη του φασισμού. Τέτοιες είναι λ.χ. πως η κρίση στη Γαλλία συνεχίζει να
βαθαίνει, πως ο γαλλικός φασισμός εντός των αξιωματικών του στρατού έχει
καλύτερες θέσεις απ’ ότι ο εθνικοσοσιαλισμός εντός του γερμανικού στρατού το
1933, πως η γαλλική αστική τάξη βλέπει στο πρόσωπο του φασισμού μια ευκαιρία,
ώστε να διατηρήσει τη πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία της στην Ευρώπη».
Η ορθότητα της μαρξιστικής
ανάλυσης, κατά την οποία η σταθερότητα της αστικής δημοκρατίας στις
ιμπεριαλιστικές χώρες έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το μέγεθος και τη
σταθερότητα στην επίτευξη υπερκέρδους από τη καταλήστευση πληθυσμών ξένων χωρών
και περιοχών, αποδεικνύεται σήμερα (σ.μ. αρχές του ’80) περίτρανα στη περίπτωση
της Μεγάλης Βρετανίας. Υπάρχει μια ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στη κατάρρευση της
βρετανικής αυτοκρατορίας μετά το 2ο Π.Π. και την όλο και εντεινόμενη
αυταρχικότητα του αστικού κοινοβουλευτισμού σε αυτή τη χώρα. Ανάμεσα στην
έκλειψη τεράστιων υπερκερδών και τις όλο και πιο ακραίες επιθέσεις των αγγλικών
μονοπωλίων στα δικαιώματα των συνδικάτων, τη προώθηση του εθνικισμού και του
φυλετικού μίσους απέναντι στους μετανάστες από χώρες της Κοινοπολιτείας, τη
βίαιη πολιτική στη Βόρεια Ιρλανδία. Όλο και πιο συχνά εμφανίζεται η
ιμπεριαλιστική δίψα για αντίδραση και βία, που παλιότερα έβρισκε πεδίο
εφαρμογής κυρίως στις βρετανικές αποικίες, εντός της ίδιας της χώρας. Όλο και
πιο σκληρές μάχες πρέπει να δίνει η αγγλική εργατική τάξη απλά για να
υπερασπίσει τις συλλογικές της κατακτήσεις και το επίπεδο ζωής της. Ήδη σήμερα
η Αγγλία, μετά την Ιταλία, είναι η δυτικοευρωπαϊκή χώρα με τις πιο συχνές και
παρατεταμένες συγκρούσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη. Επομένως
δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδεχθούμε τον ισχυρισμό ότι οι δημοκρατικές
παραδόσεις μιας χώρας αποτελούν σταθερό εχέγγυο πως η άρχουσα τάξη της δε θα
ψάξει τη διέξοδο από μια πανεθνική κρίση μέσω του φασισμού.
Παρ’ όλα αυτά η θέληση της
άρχουσας τάξης για εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας, η υποστήριξη του
φασιστικού κόμματος από το μονοπωλιακό κεφάλαιο, τους μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων
και το ιμπεριαλιστικό κράτος, όλα αυτά είναι μόνο η μία πλευρά του ζητήματος.
Δίχως συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν τη ψυχολογία πλατιών λαϊκών μαζών
όμως, όσο κι αν υποστηριχθεί ένα φασιστικό κόμμα, δε μπορεί να μετατραπεί σε
κόμμα μαζών. Η δημιουργία λοιπόν τέτοιων ευνοϊκών συνθηκών, όπως προείπαμε,
σχετίζεται με την ύπαρξη μιας πανεθνικής κρίσης και άλλων παραγόντων, που
μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
1. Μια παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση που οδηγεί μεγάλο τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στην οικονομική καταστροφή και προλεταριοποίηση, στην αποστροφή από τα παραδοσιακά αστικά πολιτικά κόμματα και στην αναζήτηση οποιασδήποτε σανίδας σωτηρίας από το πλήρες αδιέξοδό τους.
2. Ένα εργατικό κίνημα που δεν αντιπαρατίθεται ενωμένα και αποφασιστικά στο φασισμό, επομένως δεν εκπέμπει εμπιστοσύνη προς τα μικροαστικά στρώματα και γι αυτό αδυνατεί ή καταφέρνει σε ανεπαρκή βαθμό να τα προσελκύσει ως συμμάχους στον αγώνα ενάντια στον οικονομικό στραγγαλισμό από το χρηματιστικό κεφάλαιο.
3. Οι δύο αυτές συνθήκες ενισχύονται σημαντικά, αν πέραν αυτών υπάρχουν ανοιχτά «εθνικά θέματα», τα οποία επιβαρύνουν επιπλέον τη θέση των λαϊκών στρωμάτων και τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το φασισμό προκειμένου με δημαγωγικό τρόπο να διαδίδει ψεύδη γύρω από τον προλεταριακό διεθνισμό, να ενισχύει το σωβινισμό και το φυλετικό μίσος.
Ολόκληρη η ιστορία του φασισμού αποδεικνύει, ότι το
κατάλληλο κλίμα για τη στροφή πλατιών μαζών προς αυτόν δε δημιουργείται από την
ανάπτυξη της ίδιας της φασιστικής προπαγάνδας, αλλά από τις αντικειμενικές
συνθήκες.
Στην Ιταλία οι μελανοχίτωνες του
Μουσολίνι για αρκετό διάστημα –από το 1918 ως το 1920- υπήρχαν χωρίς κανείς να
τους δίνει ιδιαίτερη σημασία. Μόνο όταν το επαναστατικό κίνημα των Ιταλών
εργατών πέρασε σε περίοδο κάμψης μετά την αποτυχία των καταλήψεων εργοστασίων
το φθινόπωρο του 1920, τότε άρχισαν σημαντικά τμήματα των μικροαστών και της
εργατικής τάξης να στρέφονται προς το φασιστικό κόμμα. Στη Γερμανία το NSDAP παρέμεινε μετά την
επανίδρυσή του το 1925 για αρκετό διάστημα –στα χρόνια 1924-1928 που υπήρξε μια
σχετική σταθερότητα- μια εθνοτική σέχτα. Μόνο με το ξέσπασμα της παγκόσμιας
καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης άρχισε η προπαγάνδα και η παρουσία της να
έχει επίδραση στα λαϊκά στρώματα. Και οι δύο περιπτώσεις αποδεικνύουν, πως η
φασιστική προπαγάνδα δεν είναι το ψυχολογικό υπερόπλο, για το οποίο κάνουν πολύ
συχνά λόγο αστοί ιστορικοί κι αναλυτές: Μπορεί απλά να εκμεταλλευτεί στον έναν ή στον άλλο βαθμό μια ευνοϊκή γι
αυτή στιγμή στη ψυχολογία πλατιών λαϊκών μαζών, όχι να τη δημιουργήσει.
Γι αυτό και στην απαρίθμηση των
παραγόντων για τη μαζικοποίηση των φασιστικών κομμάτων, η ίδια η δραστηριότητά
τους έρχεται σε δεύτερη μοίρα, πίσω από τους οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς
και την αντανάκλαση αυτών στη κοινωνική θέση και συνείδηση των επιμέρους τάξεων
και στρωμάτων.
Τούτο δε σημαίνει σε καμία
περίπτωση πως η αναζήτηση των μέσων και των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο φασισμός
για να προσελκύσει πλατιές λαϊκές μάζες είναι ζήτημα άνευ σημασίας. Το
επαναστατικό εργατικό κίνημα έχει κάθε λόγο -όπως το έπραξαν υποδειγματικά το
1923 η Κλάρα Τσέτκιν και στο 7ο συνέδριο της Κ.Δ. ο Γκεόργκι
Δημητρώφ- να αναζητήσει και να αναλύσει τους τρόπους που χρησιμοποιεί η αστική
τάξη και το φασιστικό της κόμμα, ώστε να αποκρύψει στους συμμάχους της
εργατικής τάξης τα πραγματικά τους συμφέροντα και να τους μετατρέψει σε μια
εμφυλιοπολεμική δύναμη κρούσης εναντίων των εργατών.
Αυτά σχετικά με τις διάφορες
εκδοχές του Φασισμού και τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία φασιστικών κομμάτων
μαζών.
Μπράβο «Άθλιε»!
ΑπάντησηΔιαγραφή«Άθλιε» σε συγχαίρω για την πρωτοβουλία σου κι εύχομαι να διαδοθεί ευρέως η μετάφραση.
Η φωτογραφία δείχνει τον Μουσολίνι, μετά την απελευθέρωσή του από απόσπασμα ειδικών αποστολών των Ες-Ες, να επισκέπτεται τον Χίτλερ στον Γενικό Στρατηγείο μετά την απόπειρα εναντίον του στις 20/7/1944 (στο ένα του χέρι —το ελαφρότερα τραυματισμένο από την έκρηξη της βόμβας— διακρίνεται αυτοκόλλητος ατομικός επίδεσμος). Πίσω από τους δυο τους στέκονται μερικά από τα «πρωτοπαλίκαρα» της ναζιστικής και στρατιωτικής ηγεσίας του Τρίτου Ράιχ (Μπόρμαν, Νταίνιτς, Γκαίρινγκ).
Μη απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής