Από το Cogito Ergo Sum
Στις εκλογές τής 31ης Ιουλίου 1932, το ναζιστικό κόμμα συγκέντρωσε 13,75 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 37,27%, εκλέγοντας 230 βουλευτές. Οι σοσιαλδημοκράτες καταποντίστηκαν στο 21,58% με 133 βουλευτές, ενώ το κομμουνιστικό κόμμα κατάφερε, παρά τις διώξεις και τον εις βάρος του συνασπισμό όλων των αστικών κομμάτων, να αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη με 14,32%, μαζεύοντας 5,28 εκατ. ψήφους και εκλέγοντας 89 βουλευτές, 12 περισσότερους απ' αυτούς που είχε. Τα αποτελέσματα δεν έβγαλαν αυτοδύναμη κυβέρνηση αλλά οι πλειοψηφούντες ναζί απαίτησαν να τους δοθεί η εξουσία. Η απαίτησή τους δεν ικανοποιήθηκε και, μπροστά στο αδιέξοδο, ο φον Πάπεν συνέχισε να κυβερνά την χώρα ίσαμε τον Νοέμβριο, οπότε και την οδήγησε πάλι σε εκλογές.
Οι εκλογές τού Νοεμβρίου 1932 έφεραν ανατριχίλες στην καπιταλιστική δύση. Τα μεγάλα κόμματα σημείωσαν μεγάλη πτώση (οι χιτλερικοί έχασαν σχεδόν 2 εκατ. ψήφους και 34 έδρες, οι σοσιαλδημοκράτες έχασαν 700.000 ψήφους και 12 έδρες) αλλά οι κομμουνιστές μάζεψαν σχεδόν 6 εκατ. ψήφους και ποσοστό 16,86% ενώ έφτασαν τους 100 βουλευτές! Έντρομοι από τα αποτελέσματα, οι βιομήχανοι έστειλαν αγωνιώδη έκκληση στον Χίντεμπουργκ ζητώντας του να διορίσει καγκελλάριο τον Χίτλερ.
Στις 17 Νοεμβρίου ο φον Πάπεν παραιτήθηκε και ο Χίντεμπουργκ διόρισε ως καγκελλάριο τον στρατηγό Σλάιχερ. Ο επί κεφαλής των κομμουνιστών Έρνεστ Τέλμαν κατάγγειλε αμέσως ότι η κυβέρνηση Σλάιχερ θα παίξει το ρόλο "μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς και ψεύτικο κατευνασμό". Πράγματι, ο Σλάιχερ κατήργησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του φον Πάπεν αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το λαϊκό κίνημα.
Τις πρώτες μέρες τού 1933, στην Κολωνία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τύσσεν και Σρέντερ με τον φον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Ουσιαστικά, αυτή η συνάντηση δήλωσε την απερίφραστη εμπιστοσύνη τού κεφαλαίου στον Χίτλερ. Έτσι, με τις ευλογίες των μονοπωλίων και του κεφαλαίου, ο Χίτλερ αποθρασύνθηκε. Στις 22 Ιανουαρίου, οι ναζί οργάνωσαν -με την ανοχή της αστυνομίας- μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία τού κομμουνιστικού κόμματος. Οι κομμουνιστές αντέδρασαν. Μια βδομάδα αργότερα, 150.000 βερολινέζοι εργάτες (με επί κεφαλής τούς ηγέτες τού κομμουνιστικού κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν) διαδήλωσαν στους δρόμους του Βερολίνου κατά των φασιστών. Η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον των χιτλερικών αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.
Η κωμωδία κορυφώθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1933, οπότε ο Χίντενμπουργκ διόρισε ως καγκελλάριο τον Χίτλερ και ως αντικαγκελλάριο τον φον Πάπεν. Η νέα κυβέρνηση είχε υπηρεσιακό χαρακτήρα, προκειμένου να διενεργήσει καινούργιες εκλογές στις 5 Μαρτίου. Εκτός από τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του, κάνένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνες οι εκλογές έμελλε να σημάνουν και το τέλος τής "Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης"...
Είναι αξιοθαύμαστη η συνέπεια τόσο του κεφαλαίου όσο και της αστικής τάξης σ'αυτό που λέγαμε χτες: προκειμένου να αποτραπεί ο αριστερός ριζοσπαστισμός των λαϊκών μαζών, καλύτερα να καταργηθεί η "δημοκρατία" και να πρυτανεύσει ο φασισμός. Πάνω σ' αυτό το φαινόμενο θα ήθελα να ακούσω την άποψη κάποιων μεγαλόσχημων αναλυτών (σαν τον Πάσχο, ας πούμε - και μη ρωτήσετε ποιον Πάσχο γιατί ένας είναι ο Πάσχος), οι οποίοι βγάζουν φλύκταινες όποτε ακούνε κάποιους -σαν κι εμάς- να βάζουμε κτητικό μετά την λέξη "δημοκρατία" και να μιλάμε για την "δημοκρατία τους". Μέχρι τότε, εμείς θα επιμένουμε ότι η "δημοκρατία ΤΟΥΣ" δεν έχει καμμιά σχέση με την Δημοκρατία ΜΑΣ.
Αύριο το τέλος
Στις εκλογές τής 31ης Ιουλίου 1932, το ναζιστικό κόμμα συγκέντρωσε 13,75 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 37,27%, εκλέγοντας 230 βουλευτές. Οι σοσιαλδημοκράτες καταποντίστηκαν στο 21,58% με 133 βουλευτές, ενώ το κομμουνιστικό κόμμα κατάφερε, παρά τις διώξεις και τον εις βάρος του συνασπισμό όλων των αστικών κομμάτων, να αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη με 14,32%, μαζεύοντας 5,28 εκατ. ψήφους και εκλέγοντας 89 βουλευτές, 12 περισσότερους απ' αυτούς που είχε. Τα αποτελέσματα δεν έβγαλαν αυτοδύναμη κυβέρνηση αλλά οι πλειοψηφούντες ναζί απαίτησαν να τους δοθεί η εξουσία. Η απαίτησή τους δεν ικανοποιήθηκε και, μπροστά στο αδιέξοδο, ο φον Πάπεν συνέχισε να κυβερνά την χώρα ίσαμε τον Νοέμβριο, οπότε και την οδήγησε πάλι σε εκλογές.
Οι εκλογές τού Νοεμβρίου 1932 έφεραν ανατριχίλες στην καπιταλιστική δύση. Τα μεγάλα κόμματα σημείωσαν μεγάλη πτώση (οι χιτλερικοί έχασαν σχεδόν 2 εκατ. ψήφους και 34 έδρες, οι σοσιαλδημοκράτες έχασαν 700.000 ψήφους και 12 έδρες) αλλά οι κομμουνιστές μάζεψαν σχεδόν 6 εκατ. ψήφους και ποσοστό 16,86% ενώ έφτασαν τους 100 βουλευτές! Έντρομοι από τα αποτελέσματα, οι βιομήχανοι έστειλαν αγωνιώδη έκκληση στον Χίντεμπουργκ ζητώντας του να διορίσει καγκελλάριο τον Χίτλερ.
Στις 17 Νοεμβρίου ο φον Πάπεν παραιτήθηκε και ο Χίντεμπουργκ διόρισε ως καγκελλάριο τον στρατηγό Σλάιχερ. Ο επί κεφαλής των κομμουνιστών Έρνεστ Τέλμαν κατάγγειλε αμέσως ότι η κυβέρνηση Σλάιχερ θα παίξει το ρόλο "μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς και ψεύτικο κατευνασμό". Πράγματι, ο Σλάιχερ κατήργησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του φον Πάπεν αλλά δεν πέτυχε να εκτονώσει το λαϊκό κίνημα.
Τις πρώτες μέρες τού 1933, στην Κολωνία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τύσσεν και Σρέντερ με τον φον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Ουσιαστικά, αυτή η συνάντηση δήλωσε την απερίφραστη εμπιστοσύνη τού κεφαλαίου στον Χίτλερ. Έτσι, με τις ευλογίες των μονοπωλίων και του κεφαλαίου, ο Χίτλερ αποθρασύνθηκε. Στις 22 Ιανουαρίου, οι ναζί οργάνωσαν -με την ανοχή της αστυνομίας- μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία τού κομμουνιστικού κόμματος. Οι κομμουνιστές αντέδρασαν. Μια βδομάδα αργότερα, 150.000 βερολινέζοι εργάτες (με επί κεφαλής τούς ηγέτες τού κομμουνιστικού κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν) διαδήλωσαν στους δρόμους του Βερολίνου κατά των φασιστών. Η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον των χιτλερικών αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.
Η κωμωδία κορυφώθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1933, οπότε ο Χίντενμπουργκ διόρισε ως καγκελλάριο τον Χίτλερ και ως αντικαγκελλάριο τον φον Πάπεν. Η νέα κυβέρνηση είχε υπηρεσιακό χαρακτήρα, προκειμένου να διενεργήσει καινούργιες εκλογές στις 5 Μαρτίου. Εκτός από τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του, κάνένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνες οι εκλογές έμελλε να σημάνουν και το τέλος τής "Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης"...
Είναι αξιοθαύμαστη η συνέπεια τόσο του κεφαλαίου όσο και της αστικής τάξης σ'αυτό που λέγαμε χτες: προκειμένου να αποτραπεί ο αριστερός ριζοσπαστισμός των λαϊκών μαζών, καλύτερα να καταργηθεί η "δημοκρατία" και να πρυτανεύσει ο φασισμός. Πάνω σ' αυτό το φαινόμενο θα ήθελα να ακούσω την άποψη κάποιων μεγαλόσχημων αναλυτών (σαν τον Πάσχο, ας πούμε - και μη ρωτήσετε ποιον Πάσχο γιατί ένας είναι ο Πάσχος), οι οποίοι βγάζουν φλύκταινες όποτε ακούνε κάποιους -σαν κι εμάς- να βάζουμε κτητικό μετά την λέξη "δημοκρατία" και να μιλάμε για την "δημοκρατία τους". Μέχρι τότε, εμείς θα επιμένουμε ότι η "δημοκρατία ΤΟΥΣ" δεν έχει καμμιά σχέση με την Δημοκρατία ΜΑΣ.
Αύριο το τέλος
"Στις εκλογές τής 31ης Ιουλίου 1932 ..."
ΑπάντησηΔιαγραφήμια διόρθωση
με εκτίμηση,
γιώργος
Δεκτή, φυσικά! Κι ευχαριστώ!
Διαγραφή