27 Δεκεμβρίου 2012

...ΕΧΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ !!! (1)


Έλο Καραμέλο!

(πρώτο κεφάλαιο)

«Το συμβούλιο των παιδιών»



Ο Ίαν εκτιμούσε πολύ τους γονείς του, γι’ αυτό και τους αγαπούσε. Ήταν τα πρότυπά του, κι αυτό φάνηκε απ’ όταν ήταν πολύ μικρούλης ακόμη. Ούτε να περπατά δεν είχε μάθει καλά-καλά, και πάσχιζε να κουμαντάρει την κιθάρα τού πατέρα του. Τόσο μεγάλη για το μπόι του… Πώς να την έκανε ζάφι; Καθόταν πάνω της και χρατς, χρουτς…, γρατζούναγε τις χορδές της και χειροκροτούσε τον εαυτό του τρισευτυχισμένος για το επίτευγμά του. Η μανούλα του ξεκαρδιζόταν στα γέλια με τα καμώματά του, κι έσπευδε να τον επιβραβεύσει για τις προσπάθειές του. Συνήθως με καραμελίτσες. Ταυτόχρονα όμως τραγουδούσε κιόλας, συνοδεύοντάς τον στους μουσικούς κόσμους που μπουσούλαγε. Κι ήταν τότε σα να ξεχυνόντουσαν στον τόπο χίλια αηδόνια μαζί! Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσε νά ’χε γίνει τραγουδίστρια στο θέατρο, γιατί διέθετε ωραία φωνή και ανάλογη μόρφωση. Προτίμησε όμως νά γίνει μορφωμένη εργάτρια. Ειδικεύτηκε στην κατασκευή παιδικών υποδημάτων. Στο εργοστάσιο που δούλευε χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα δέρματα για νά ’ναι υγιεινά τα παπουτσάκια. Μα κι οι εργαζόμενοι βάζαν το μεράκι τους κι όλην τους την τέχνη, για νά ’ναι κι αναπαυτικά συνάμα. Ήξεραν πως θα τα φορούσαν όλα τα παιδάκια, άρα και τα δικά τους. Ο πατερούλης τού Ίαν δε, βλέποντας ότι το αγαπημένο «παιχνίδι» τού γιόκα του ήταν η κιθάρα, έπιανε υπομονετικά τα δαχτυλάκια του και τού ’δειχνε πώς ακριβώς να τα χρησιμοποιήσει πάνω στις χορδές της. Όχι πως ο ίδιος ήταν επαγγελματίας μουσικός. Μηχανικός σε βιομηχανία κατασκευής τρακτέρ ήταν, μα σ’ αυτήν την πατρίδα όλοι μπορούσαν νά ’χουν μια γενικότερη μόρφωση. Ήταν η περίφημη πατρίδα των εργαζομένων. Δεν υπήρχαν εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενοι. 


Το ταλέντο τού Ίαν στην κιθάρα δεν ξέφυγε φυσικά ούτε της προσοχής των δασκάλων του. Του ενίσχυσαν λοιπόν την αγάπη του για τη μουσική, χωρίς αυτό να είναι σε βάρος των υπόλοιπων μαθημάτων του. Αυτό άλλωστε έκαναν μ’ όλους τούς μαθητές τους, όπου κι αν είχαν κλίση. Θέατρο, αθλητισμός, ιατρική, μηχανολογία, οικοδομικές εργασίες κλπ.


Σε ηλικία δέκα ετών, ο Ίαν είχε κιόλας εξελιχθεί σε αξιόλογο κιθαρίστα. Ήταν όμως και μαζικότατος αυτός ο νεαρούλης, αλλά κυρίως μεθοδικότατος! Πώς τά ’κανε, πώς τα κατάφερε, ένωσε τις γύρω γειτονιές σε μια φαμίλια. Όχι πως δεν ήταν μονιασμένοι οι άνθρωποι, μα τελευταία είχε δυσκολέψει η ζωή εκεί, κι ο καθένας, μην μπορώντας να εξηγήσει την αιτία, κλεινόταν πίσω απ’ την πόρτα του παραδομένος στα προσωπικά του προβλήματα. Αυτή η απομόνωση, όπως είναι επόμενο, οδηγούσε στην αποξένωση, κάτι που είχε επιπτώσεις και στα παιδιά. Εκεί που άλλοτε παίζαν όλα μαζί και ξεφάντωναν μοσχοβολώντας τις γειτονιές, τώρα κάθονταν σα μαραζωμένα άνθη σε βουβό τοπίο. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον καλλιτέχνη μας. Κατακρεουργούσε την έμπνευσή του και τα δάχτυλά του κλαίγαν πάνω στις χορδές, σα να μην είχαν λόγο ύπαρξης. Μια επιλογή είχε συνεπώς. Να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση! Πώς όμως; Μονάχος του ήταν αδύνατο να το καταφέρει. Χρειαζόταν συμμάχους, γι’ αυτό στρώνεται να ετοιμάσει στον υπολογιστή του μια πρόσκληση. Ένα κάλεσμα.

Πω-πω(!) πόσο δύσκολο αποδείχτηκε! Έγραφε, έσβηνε, ξανάγραφε… Χαράματα τον έπιασαν ώσπου να καταλήξει. Ήθελε νά ’ναι το κάλεσμα ουσιώδες. Χωρίς περιττά λόγια. Απλό και ολιγόλογο. Κατανοητό κι απ’ τα πιο μικρά παιδάκια, που ακόμη δε γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση. Θα τους το διάβαζαν όμως οι γονείς τους. 

«Κορίτσια και αγόρια, ελάτε να καταδικάσουμε την απομόνωση και την αποξένωση. Να ξαναζωντανέψουμε τα ομαδικά μας παιχνίδια, τις συζητήσεις μας, τα ξεφαντώματα και τις σκανταλιές μας. Έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε την ηλικία μας! Ας το διεκδικήσουμε λοιπόν! Όλοι μαζί, μπορούμε να νικήσουμε! Ραντεβού το Σάββατο.…».

Εκτυπώνει την πρόσκληση σ’ εκατοντάδες αντίτυπα και πέφτει επιτέλους για ύπνο. Μα ήταν τέτοια η υπερένταση απ’ την προκαταβολική χαρά του, που τα μάτια του δε λέγαν να βασιλέψουν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ξανασηκώνεται απ’ το κρεβάτι. Δεν είχε χαράξει ακόμη καλά. 

Άυπνος, μα ολόφρεσκος σα νά ’χε καλοκοιμηθεί, τρέχει από πόρτα σε πόρτα «φυτεύοντας» με καλέσματα τις γύρω γειτονιές.

Αυτό ήταν! Από νωρίς το πρωί τού Σαββάτου, δεκάδες παιδόπουλα κατέκλυσαν τον προαύλιο χώρο τού πολιτιστικού κέντρου. Ως και νήπια προσήλθαν, συνοδευόμενα απ’ τα μεγαλύτερα αδέλφια τους. Το καλό ήταν πως μαζεύτηκαν και πολλοί έφηβοι, μα και κάποιοι κάπως μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτό πια, το χάρηκε ιδιαίτερα ο Ίαν, γιατί όπως και να το κάνουμε, είναι μεγάλο πράμα η εμπειρία. Κι ο Ίαν ήταν μόνο έντεκα ετών. Κάλιο λοιπόν να καθοδηγούσαν την υπόθεση οι πιο έμπειροι σύμμαχοι.


Η συνεδρίαση ξεκίνησε σ’ ενθουσιώδες κλίμα, μόνο που μπερδευόντουσαν στην τακτική που θ’ ακολουθήσουν. Και πώς να ξεμπερδευτούν; Μιλούσαν όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλον. Εκείνο που ακουγόταν εντέλει ήταν ένα πολύχρωμο βουητό.

«Όταν θέλω να επιτύχω έναν συγκεκριμένο μουσικό σκοπό με την κιθάρα μου, υποτάσσω τις χορδές της σ’ αυτόν. Συνεπώς, για να επιτύχουμε τον συγκεκριμένο στόχο για τον οποίο μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, θα υποτάξουμε σ’ αυτόν την τακτική μας», φώναξε ο Ίαν ανεβασμένος σ’ ένα δέντρο. Ήταν ο μόνος τρόπος να τον προσέξουν. Κατά μία έννοια δηλαδή, τους υποχρέωσε να τον ακούσουν.

Ούτε ένας δε διαφώνησε μαζί του! Και γιατί να τό ’κανε άλλωστε; Κοινά ήταν τα προβλήματά τους, κοινή θα έπρεπε να είναι και η πορεία που θ’ ακολουθήσουν. Και την ακολούθησαν! Πρώτα απ’ όλα, εξέλεξαν προεδρείο. Πρόεδρος ο μεγαλύτερος σ’ ηλικία. Ένας δεκαοκτάχρονος μ’ ελληνική καταγωγή, που όμως διέθετε και πείρα. Παλιότερα είχε οργανώσει έναν ερασιτεχνικό θεατρικό θίασο παίδων, που άφησε ιστορία. Τώρα καθοδηγούσε ένα θίασο εφήβων που ’κανε πάταγο.

Η συνεδρίαση άλλαξε όψη μεμιάς. Ο αυθορμητισμός και ο ενθουσιασμός σμίξαν αβίαστα με τη σοβαρότητα, σα φυσικό φαινόμενο σ’ εξέλιξη. Ο καθένας έπαιρνε πλέον το λόγο με τη σειρά του. Κανείς δε διέκοπτε τον άλλον, ακόμη κι αν διαφωνούσε σε κάτι. Άπαντες δε, άκουγαν προσεκτικά. Ουδείς χαζολόγαγε. Υπεύθυνη συμπεριφορά! Στο τέλος, μπήκαν οι προτάσεις σε ψηφοφορία. Όπως είναι λογικό, επικράτησε εκείνη που πλειοψήφησε. Κι αυτή ήταν ένα πανέξυπνο σχέδιο δράσης. Χώρος για να το βάλουν σ’ εφαρμογή, υπήρχε. Η κεντρικότερη πλατεία τής περιοχής τους, κόμβος για όλη σχεδόν την πόλη.

«Βρε παιδιά, δε νομίζετε ότι κάτι λείπει απ’ το σχεδιασμό μας;», ρωτά ο πρόεδρος. «Φαγητό!», απαντούν όλοι με μια φωνή, σα νά ’χαν κάνει ακριβώς την ίδια σκέψη. Και όντως έτσι ήταν. Νηστικό αρκούδι δε χορεύει…


Την επόμενη μέρα, Κυριακή, βάλαν σ’ εφαρμογή το σχέδιό τους. Οργανωμένα πράματα! Άπαντες έκαναν ακριβώς την ίδια προετοιμασία. 1) Κρυφά απ’ τους γονείς τους έβαλαν στο σάκο τους νερό, πορτοκαλάδα, τραπεζομάντηλο και αρκετό κολατσιό. Ικανό να χορτάσει τουλάχιστον τρία άτομα. 2) Τους ενημέρωσαν πού ακριβώς πάνε βόλτα. 3) Ξεκίνησαν όλοι απ’ τα σπίτια τους στις εννιά η ώρα, το πρωί. 4) Κανένα κινητό τηλέφωνο δε θα χτυπούσε…

Γύρω στις δέκα η πρώτη «επίσημη» μάζωξή τους έπαιρνε ήδη σάρκα και οστά.


Το μουσικό συγκρότημα έχει πάρει θέση στην είσοδο του πάρκου προκαλώντας το ενδιαφέρον ή την περιέργεια των διερχομένων. Ο Ίαν παίζει κιθάρα, ένας άλλος ακορντεόν, ένας τρίτος τύμπανο, μια συμμαθήτριά τους βιολί και μια άλλη σαξόφωνο. Μαζί τους, τρεις ακόμη δεσποινιδούλες και τρεις νεαρούληδες που τραγουδούν, έχοντας για μικρόφωνο από ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Κάμποσοι γουστόζικοι μπόμπιρες δε, βαστώντας από ένα κλαράκι παριστάνουν με επιτυχία τούς μαέστρους. Λίγο πιο μέσα στο πάρκο, έχει πάρει θέση το ακούραστο χορευτικό συγκρότημα. Ξεκίνησε με καμιά δεκαριά αγόρια κι άλλα τόσα κορίτσια, μα ο όγκος του μεγαλώνει συνεχώς. Στο βάθος δίνει παράσταση ο ερασιτεχνικός θεατρικός θίασος εφήβων, κλέβοντας κυριολεκτικά την παράσταση. Το κοινό του αυξάνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Όσο για τα μικρότερα παιδόπουλα, ουδόλως μένουν αδρανείς θεατές. Αντίθετα, επιδίδονται με πάθος σε ομαδικά παιχνίδια και τα τιτιβίσματά τους είναι η καλύτερη απόδειξη πως η ζωή συνεχίζεται.

Κατά τη μία το μεσημέρι τα τραπεζομάντηλα στρώνονται στο γρασίδι και τα φαγητά απλώνονται πάνω τους, κοινά για όλους. Με το φαγοπότι ξεκινά και η κουβέντα. Αδελφωμένα. Ήσυχα κι απλά! Έπειτα, ώσπου να χωνέψουν και να ξεκουραστούν λιγάκι, οι μεγαλύτεροι διηγούνται ιστοριούλες και παραμύθια που βοηθούν στη σωστή διαπαιδαγώγηση.


Τι όμορφα που τα περνούσαν! Νά ’ταν κάθε μέρα Κυριακή!

Ώρα όμως να ξαναρχίσει το ξεφάντωμα! Τα πιο μικρούτσικα πιτσιρίκια πετάγονται ασυγκράτητα με μπάλες και κούκλες στα χεράκια τους. Μόνο που δεν πρόλαβαν να κάνουν βήμα. Απ’ όλες τις μεριές καταφτάνουν αλαφιασμένοι γονείς. Απόγιομα κόντευε πια, κι είχαν ανησυχήσει πολύ. Με το δίκιο τους. Περασμένες τρεις η ώρα και τα παιδιά τους, όχι μόνο δεν είχαν επιστρέψει, μα και τα κινητά τους τηλέφωνα ήταν απενεργοποιημένα. Πώς να μην πάει ο νους τους στο κακό;

Το τύμπανο δίνει το σύνθημα. Όλα τα παιδιά πιάνονται χέρι-χέρι και σφραγίζουν τα χείλη. Κανείς δε θ’ απαντούσε στις ερωτήσεις και τα μαλώματα των γονιών του.

Άναυδοι έμειναν οι άνθρωποι! «Τι καμώματα είν’ τούτα;», βάζουν αγανακτισμένοι τις φωνές. Τότε το σαξόφωνο σκίζει τον αέρα επιβάλλοντας απόλυτη σιωπή. Ήταν το τελευταίο σινιάλο.

«Καλωσορίσατε. Καθίστε. Υπάρχει φαγητό για όλους σας. Όχι τυχαία. Σας περιμέναμε. Πιο σωστά, σας εξαναγκάσαμε να έρθετε. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μας ακούσετε…», τους εξηγεί ο πρόεδρος και το γλέντι ξαναπαίρνει φωτιά. Πιο δυνατή και πιο «ζεστή», αφού όλες οι γύρω γειτονιές είχαν πλέον ενωθεί σε μια φαμίλια! Μικροί και μεγάλοι! 

Έκτοτε, μανάδες, πατεράδες, παππούδες και γιαγιάδες, με τα χέρια γεμάτα καλούδια, τρέχαν να πάρουν μέρος στις μαζώξεις των παιδιών τους πριν απ’ αυτά. Τέτοια ομορφιά, ούτε στα καλύτερα όνειρά τους!

Ταχιά όμως ήρθαν τα πάνω κάτω. Η νεαρή χώρα τους γέρασε απότομα. Από κράτος των εργαζομένων έγινε κράτος των εργοδοτών. Από ’κεί που δεν υπήρχαν εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενοι, πλέον οι εργαζόμενοι έπαψαν να είναι αφέντες στον τόπο τους. Η όμορφη πατρίδα τους μαζί με το λαό της, πέσαν στα νύχια των εκμεταλλευτών. Των αφεντάδων. Αντεπανάσταση… Μόνο που έγινε τόσο βουβά, που ο λαός χαμπάρι δεν πήρε κατά τη γέννηση και εκτέλεσή της! Μετά όμως, ήθελε δεν ήθελε, τη βίωσε άγρια στο πετσί του…


Τη θέση τής σιγουριάς για τ’ αύριο πήρε η αβεβαιότητα. Εκατομμύρια ξάφνου οι άνεργοι. Και τόσο μπερδεμένοι… Ούτε που ήξεραν μέχρι τότε τι θα πει ανεργία! Απαίσια λέξη…

Τα εργοστάσια ρήμαζαν το ένα μετά τ’ άλλο. Τα σχολειά ερήμωναν. Τα θέατρα βουβαινόντουσαν. Τα γυμναστήρια άδειαζαν, τα κολυμβητήρια βούλιαζαν και η αγαπημένη τους πλατεία στρωνόταν με σύριγγες…

Το εργοστάσιο παιδικών υποδημάτων δε γλίτωσε κι αυτό. Έπαψε να παράγει παπουτσάκια για όλα τα παιδάκια. Ίδια τύχη είχε και η βιομηχανία κατασκευής τρακτέρ. Δε λειτουργούσε πια. Οι γονείς τού Ίαν βρέθηκαν σ’ απόγνωση. Πήραν το δρόμο τής ξενιτειάς. Μετανάστευσαν στην Ελλάδα, με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζαν ένα μεροκάματο, για να ζήσουν και να σπουδάσουν το παιδί τους. Κι επέλεξαν την Ελλάδα, γιατ’ ήξεραν ότι ο λαός της είναι ιδιαίτερα φιλόξενος. Πως δεν είναι ξενόφοβοι οι Έλληνες. Πως δεν είναι ρατσιστές.

Ο μικρός Ίαν, έμεινε πίσω με τον παππού και τη γιαγιά, που άθελά του στενοχωρούσε. Γιατί μπορεί να ήταν ώριμος για την ηλικία του, μα ήταν πολύ μικρός. Ούτε στην εφηβεία δεν είχε μπει καλά-καλά. Είχε ανάγκη την παρουσία τής μανούλας και του πατερούλη του. Κι αυτή η ανικανοποίητη ανάγκη σκοτείνιαζε το προσωπάκι του. Ο παππούλης κι η γιαγιούλα του όμως, δεν τό ’βαλαν κάτω. Έψαξαν, ώσπου βρήκαν μια ψευτολύση, να του φτιάξουν λίγο το κέφι. Ένα νεογέννητο σκυλάκι!


Ο Έλο ήταν λευκός, μικροκαμωμένος μ’ ελαφρώς μακρόστενη μουσούδα και φουντωτή ουρά. Πανέμορφος, χαδιάρης, παιχνιδιάρης, μα και πολύ ζωηρός. Εντελώς ασυμβίβαστος! Σκέτος μπελάς! Για να τον κάνει ζάφι ο Ίαν, αντέγραψε τις μεθόδους τής μανούλας του. Τι έκανε αυτή όταν ο ίδιος ήταν μικρούλης; Τον επιβράβευε για κάθε του προσπάθεια να γίνει καλύτερος ή να επιτύχει κάτι καλό. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, δε γινόταν νά ’χει ο Ίαν ανά πάσα στιγμή λιχουδιές πάνω του, γι’ αυτό σκέφτηκε κάτι πολύ απλό. Του κρέμασε στο λαιμό ένα τόσο δα σακουλάκι με καραμελίτσες χωρίς ζάχαρη. Αυτό έγινε αιτία ν’ αποκτήσει κι «επώνυμο» ο Έλο. «Καραμέλο». Αν όμως τύχαινε να του δώσει ο Ίαν και καμιά μπουκιά απ’ το φαγητό του, τότε αφαιρούσε μια καραμελίτσα απ’ το σακουλάκι του. Όχι από τσιγκουνιά, μα επειδή φοβόταν μη γίνει το σκυλάκι του κτήνος. Μη μάθει μόνο να παίρνει.

Αυτός ο φασαριόζος έγινε αμέσως γνωστός, πρώτα εκεί γύρω. Γνωστή έγινε και η αδυναμία του στα μεζεδάκια και τις λιχουδιές, κάτι που πρώτα αντιλήφτηκαν τα πιτσιρίκια. Αξιοποιούσαν λοιπόν την αδυναμία του, για να παίξουν μαζί του. Ήταν ο μόνος τρόπος για να σταθεί αυτός ο αεικίνητος σε μια μεριά. Όποτε μάλιστα τον φίλευαν μεζεδάκι, εκείνος δεν κούναγε ρούπι(!), αν δεν έπαιρναν απ’ το σακούλι του μια καραμέλα. Τίμια πράματα δηλαδή!


Η φήμη του εντέλει, ταξίδεψε πολύ μακριά. Έγινε ζωντανός θρύλος. Το αγαπημένο τετράποδο μικρών και μεγάλων. Ο πιο καλοδεχούμενος επισκέπτης τους. Παιχνίδιζε στα ποδάρια τους ή σαλτάριζε στην αγκαλιά τους και ξέχναγαν οι άνθρωποι, μια στάλα, τα βάσανά τους. Με πόση λαχτάρα περίμεναν να διαβεί το κατώφλι τους… Σα νά ’ταν ο ξενιτεμένος τους που γύρναγε επιτέλους στην πατρίδα. Ήρθε ο Έλο Καραμέλο!!!, σκιρτούσε η καρδιά τους, όπως σκιρτά τού Ίαν σαν επιστρέφει σπίτι κι ο Έλο τού γαυγίζει χαρούμενα κουνώντας ασταμάτητα την ουρά του. 

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

…Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα…
Για να μην του στερήσουμε λοιπόν την ελπίδα, σταθερά ΕΔΩ !!!



(Υπό έκδοση παραμύθι(;;;) τής συγγραφέως Καλής Γκέλμπεση,
 πρωτοχρονιάτικο δώρο στα παιδιά των ανεργοάφραγκων 
μέσω του blog ΑΝΕΡΓΟΙ και ΑΦΡΑΓΚΟΙ. Δικό σας!).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.

Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog

ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.