Το παρακάτω δημοσίευμα είναι μια προφορική αφήγηση του παππού μου που καταγράφτηκε και δημοσιέυθηκε στην τοπική εφημερίδα "Αλήθεια"(ημερομηνία δεν θυμάμαι διότι έχω χάσει από καιρό τα πρωτότυπα φύλλα).
«Γεννήθηκα στον Αλίκαμπο του
Αποκόρωνα πριν 80 χρόνια. Φτωχή αγροτική οικογένεια, βασανισμένη ζωή,
στενοχώριες, λέγαμε το ψωμί-ψωμάκι. Λίγη η περιουσία μας. Από παιδί βοηθούσα
στις δουλειές, έβοσκα τις κατσίκες και τα μαρθιά μας, ξυπόλητος, τα παπούτσια ήταν
πολυτέλεια στο χωριό. Θάμουν δεκάξη χρονών όταν ο πατέρας μου με πήρε στου
Βάμου και μου αγόρασε τα πρώτα στιβανάκια.
Στο σχολείο πήγαινα αραιά και
που, δεν τελείωσα το δημοτικό θες τα μαρθιά που έπρεπε να τα βγάλω πρωί-πρωί,
θες ο δάσκαλος με τη βέργα που δε χωράτευε. Το είχα πάρει από φόβο το σχολείο.
Πρώτη φορά που άκουσα για
κουμμουνισμό ήταν στο χωριό μας. Δύο χωριανοί, ο ένας ακροσυγγενής, μας έλεγαν
πως είναι κομμουνιστές, πως το κομμουνιστικό κόμμα είναι το κόμμα της
φτωχολογιάς, πως πρέπει να μοιράσουμε τις περιουσίες μας, νάχει ο καθένας τη
δική του, να μη μαλώνουμε οι άνθρωποι. Έλεγαν και άλλα πολλά. Μα ποιος τους
άκουγε.
Αργότερα που πήγα στο στρατό
έμαθα περισσότερα πράγματα. Μας έκαναν θεωρίες και μας έλεγαν πως η Ελλάδα έχει
πολλούς εχθρούς. Ένα στο εσωτερικό τους κομμουνιστές και στο εξωτερικό τους
Ρώσους, Βούλγαρους και τους Τούρκους. Πως οι κομμουνιστές είναι άθεοι, θέλουν
να χαλάσουν τις εκκλησίες και άλλα. Κανείς στρατιώτης δεν απαντούσε, είμαστε
κουμπωμένοι, με το παραμικρό πέφτανε καμπάνες.
Όταν απολύθηκα γύρισα στο χωριό.
Ίδια κακορίζικη ζωή, δουλειές στο σπίτι, μεροκάματα όπου έβρισκα, φτώχεια,
πείνα, στενοχώριες. Αποφάσισα να μπω στα Χανιά, ψάχνοντας για καλύτερη ζωή. Στην
αρχή δούλευα μεροκάματο στις οικοδομές και στους λαχανόκηπους της Ν. Χώρας,
κάποτε βρήκα ένα καφενεδάκι στην παραλία, το νοίκιασα βρήκα και ένα δωμάτιο
κοντά, εγκαταστάθηκα.
Εκεί στο ίδιο μέρος στο λιμανάκι
έζησα τη βασανισμένη ζωή μου, έκαμα οικογένεια, φίλους, και συντρόφους, εκεί
βρίσκομαι ακόμα. Εκεί έγινα κομμουνιστής.
Ταχτικοί πελάτες ήταν ο, Δημήτρης
Βεστάκης, ο Παντελής Γιαπιτζάκης, ο Μιχάλης Μαρινάκης, ο Φώτης Γεωργουδάκης, ο
Σήφης Θωμαδάκης, εργάτες όλοι. Ο Χρήστος Δαρατσάκης, κουρέας. Αργότερα ήρθαν και
άλλοι όπως ο Γιώργης Φεραρόλης, ο Μάρκος Ρενιέρης, ο Χναράς, ο Κώστας Τζάκος, ο
Βαγγέλης Κτιστάκης και πολλοί άλλοι, οι περισσότεροι μακαρίτες, άλλοι στον
αγώνα άλλοι στην ώρα τους.
Το ιστορικό καφενείο του παππού μου στη εργατοσυνοικία της Νέας Χώρας, γνωστή παλιά και ως "μικρή Μόσχα" εξαιτίας των πολλών κομμουνιστών που ζούσαν εκεί.
Αποφάσισα και μπήκα στο κόμμα.
Νουνός μου ήταν ο Δημήτρης Βεστάκης, είχαμε ιδιαίτερη φιλία, αυτός με έβαλε στο
κόμμα.
Είχαμε
χωριστεί σε ομάδες (πυρήνες). Οι πρώτοι αποτελέσαμε τον πυρήνα της Ν. Χώρας,
ήταν οι Χρήστος Δαρατσάκης, Δημήτρης Βεστάκης, Γιάννης Πεντάρης, Γιώργης
Νταγκούνης, Λυκούργος Καλαμάτας, Μάρκος Μπούζης, Μιχάλης Μαριανάκης, Σήφης
Θωμαδάκης, Σταμάτης Λουκάκης, Νικόλας Ειρηνάκης και άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα.
Συνεδριάζαμε πότε στο μαγαζί μου, πότε στα βράχια απέναντι ή στο Λαζαρέτο, πότε
στον Κλαδισό, στις πλατανομουριές. Πάντα με προφυλάξεις, να μη μας πάρουν
χαμπάρι οι χαφιέδες.
Κατά
διαστήματα μας έστελναν από την Αθήνα τον «Ριζοσπάστη», τον κυκλοφορούσαμε από
χέρι σε χέρι, ήταν μεγάλη η χαρά μας. Πολλές φορές κυκλοφορούσαμε προκηρύξεις που
μας έστελναν από την Αθήνα ή που βγάζαμε εδώ στον πολύγραφο. Μια φορά, μαζί με
τον Πεντάρη, τον Μάρκο Μπουζάκη και τον Μιχάλη Μπατό, βγήκαμε τη νύχτα και
μοιράζαμε προκηρύξεις. Ένας χωροφύλακας με βρήκε μεσάνυχτα στην παραλία, όπου
είχαμε τον κρυψώνα μας για τα έντυπα. Του απάντησα ότι με πονούσε το δόντι μου,
δε μπορούσα να κοιμηθώ και βγήκα βόλτα. Του έδειξα το σπίτι μου απέναντι. Μου
έκανε έρευνα, δε βρήκε τίποτα και έφυγε.
Το 1931-32
ανέλαβα ταμίας στην Εργατική Βοήθεια. Είχαμε μεγάλο ζόρε να μαζεύουμε χρήματα
και τρόφιμα για εξόριστους συντρόφους μας στη Γαύδο ή όταν βρίσκονταν στο Τμήμα
Μεταγωγών, όπου έμεναν μέχρι να τους μεταφέρουν. Γίνονταν και μεταγωγές για
δίκες με το ιδιώνυμο που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του Βενιζέλου. Το Τμήμα
Μεταγωγών ήταν ένας μεγάλος θάλαμος, ανήλιαγος και βρωμερός, δεξιά όπως
μπαίνουμε στον περίβολο των Δικαστηρίων. Είχαμε ένα δικό μας μαγέρικο τότε στην
Πλατεία, που το κρατούσε ο πατέρας του συντρόφου μας, Γιώργη Τσιτήλου.
Συμφωνήσαμε να στέλνει ό,τι φαΐ του ζητούσαν οι εξόριστοι κι εμείς το
πληρώναμε. Το κράτος δεν έδινε τίποτε. Όμως τα καταφέρναμε. Πολλοί μας έδιναν
με ευχαρίστηση χρήματα, τρόφιμα ή ρούχα. Όλοι φτωχοί είμαστε, της ανάγκης, αλλά
έδιναν χρήματα από το υστέρημά τους. Ήταν μεγάλη η χαρά μας όταν ετοιμάζαμε ένα
δέμα και το στέλναμε. Βάναμε μέσα και γλυκά. Όμως το γράμμα το κρατούσαν στη
λογοκρισία, δεν άφηναν. Όποιος το πήγαινε στην αστυνομία, έπαιρνε κι ένα μάθημα
τι είναι ο κομμουνισμός, μαζί με απειλές πως σύντομα θα πάει στη Γαύδο. Δέματα
στέλναμε και στις φυλακές του Ιτζεδίν (εννοεί το Ιτζεδίν των Χανίων στο Καλάμι), όπου ήταν μερικοί κατάδικοι του
ιδιωνύμου.
Το φρούριο και αργότερα φυλακή, Ιτζεδίν(περίπου στα 10 χιλιόμετρα στην εθνική οδό Χανίων Ρεθύμνου). |
Στις
βουλευτικές εκλογές, το Σεπτέμβρη του 1932, κατεβάσαμε συνδυασμό του Ενιαίου
Μετώπου Εργατών και Αγροτών, με υποψηφίους το σύντροφο Γιώργη Πετράκη από το
Ακρωτήρι, τον Παναγιώτη Τσεπέτη, δε θυμούμαι ποιους άλλους. Εγώ με τον Μιχάλη
περάκη, πήγαμε αντιπρόσωποι στο εκλογικό τμήμα του Νέου Χωριού στον Αποκόρωνα.
Πήραμε μερικούς ψήφους. Τότε ήταν που βγάλαμε δέκα βουλευτές σε όλη την Ελλάδα.
Την περίοδο εκείνη, για πρώτη φορά κατεβήκαμε στις δημοτικές εκλογές, με
υποψήφιο δήμαρχο το Γιώργη Πετράκη. Εγώ ήμουν υποψήφιος σύμβουλος. Πήραμε ή 56
ή 156 ψήφους…
Φωτογραφία εκείνης της εποχής από την παραλία της Νέας Χώρας
Το 1935, έγινε μια μεγάλη απεργία στο Ηράκλειο,
πανεργατική. Στη συγκέντρωση που έγινε μπροστά στην Νομαρχία η αστυνομία
πυροβόλησε και σκότωσε εφτά εργάτες. Αυτό το έγκλημα αναστάτωσε όλη την Κρήτη.
Μαζευτήκαμε ένα απόγευμα στο εργατικό κέντρο Χανίων που ήταν τότε στον Τοπανά,
εκεί κοντά που είναι τώρα το Ξενία.
Μίλησαν ο Βαγγέλης Κτιστάκης και ο Γιώργος Νταγκούνης,
πρόεδρος των εργατών βιομηχανίας. Πύρινοι λόγοι, ο κόσμος ήταν αγανακτισμένος.
Το εργατικό κέντρο αποφάσισε να κάνουμε γενική πανεργατική απεργία σε ένδειξη
διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης και η ομοσπονδία επαγγελματοβιοτεχνών να κλείσουν
τα μαγαζιά στην πόλη. Την επόμενη συναντηθήκαμε με τον Νταγκούνη
στο κουρείο του Δαρατσάκη, στα παπλωματάδικα.
Ένας εργάτης, μας ειδοποίησε πως ο Μιχάλης Μαρκουλάκης,
πρόεδρος του εργατικού κέντρου, παρότρυνε τους επαγγελματοβιοτέχνες να μην
κλείσουν τα μαγαζιά τους.
Πήγαμε και τον βρήκαμε στην δημοτική αγορά, τσακωθήκαμε,
ήταν και δυο τρείς μπράβοι μαζί του, λέει σε ένα χωροφύλακα «πάρτους μέσα είναι
κομμουνιστές» εμείς λέγαμε να πιάσει το Μαρκουλάκη και τους μπράβους του που
μας είχαν επιτεθεί. Στο τέλος ο χωροφύλακας μου λέει με τρόπο «ελάτε μαζί μου
και πιο πάνω σας αφήνω», έτσι και έγινε.
Από κει πήγαμε στην ελαιουργία, όπου είχαν απεργήσει οι
εργάτες, κι από εκεί στο εργοστάσιο του Πρέβε, όπου δεν τους άφησαν να
απεργήσουν.
Μπήκε μέσα ο Νταγκούνης και τους εζήτησε να σκολάσουν,
πήγε ο διευθυντής, του λέει «εγώ κάνω κουμάντο στο εργοστάσιο μου», «κι εγώ
κάνω κουμάντο στους εργάτες», απάντησε ο Νταγκούνης, «είμαι πρόεδρος τους».
Τηλεφώνησε στην αστυνομία, ήρθαν 5-6 χωροφύλακες, εμείς
απ’ έξω φωνάζαμε. Ένας μου λέει, «έλα μέσα που σε θέλει ο Νταγκούνης», μόλις
μπήκα με έπιασαν και εμένα. Μας τράβηξαν σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο του
εργοστασίου και μας πήραν. Όμως στην καρότσα πήδησαν καμιά δεκαριά εργάτες και
όλοι μαζί τραβήξαμε προς την αστυνομία.
Όταν περνούσαμε από την πλατεία 1866, μπροστά στο
καφενείο του Αννιτσάκη, ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί εργάτες, σταμάτησαν το
αυτοκίνητο και μας ελευθέρωσαν. Σε λίγο κατέφθασαν και άλλοι χωροφύλακες, 5-6
έφιπποι, προσπάθησαν να μας διαλύσουν αλλά εμείς τρέχαμε από το ένα πεζοδρόμιο
στο άλλο. Κάποιος πήγε και χτύπησε τις καμπάνες της Τριμάρτυρης, μαζεύτηκε
κόσμος, ήθραν και άλλοι χωροφύλακες και μια ομάδα στρατιώτες. Ο επικεφαλής
αξιωματικός τους διέταξε «εφόπλου λόγχη», τότε ο Λυκούργος Καλαμάτας, κουρέας,
τον άρπαξε απ’ το λαιμό, «ποιους πας να σκοτώσεις», του λέει, φοβήθηκε, πήρε
τους στρατιώτες και έφυγε.
Είπαν μερικοί να ους πάρουμε τα όπλα, αλλά αντιδράσαμε.
Στην εκκλησία μέσα είχαμε αποκλείσει μερικούς χωροφύλακες, ζητούσαμε να
απολύσουν τον Νταγκούνη που τον είχαν πιάσει πάλι. Ήρθε ο εισαγγελέας, διέταξε
και τον έφεραν. Πήγαμε στην πλατεία στο συντριβάνι, βγήκε σε ένα τραπέζι και μίλησε,
μίλησε ακόμη και ο εργάτης Σήφης Θωμαδάκης, η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Ήρθε ο
ανώτερος διοικητής της χωροφυλακής Σταυριανός, μας ζήτησε να διαλυθούμε. Του
είπαμε θα πάμε όλοι μαζί στη γενική διοίκηση να επιδόσουμε υπόμνημα, έτσι και
έγινε. Με αυτόν τον τρόπο, εκφράσαμε την διαμαρτυρία μας για τη δολοφονία των
συντρόφων μας στο Ηράκλειο. Ενωμένοι
οι εργάτες με τος μαγαζάτορες
Θυμάμαι άλλη μια μεγάλη απεργία στα Χανιά, αγροτική, το
1936. Οι αγρότες είχαν αποκλείσει την πόλη, εργάτες και οι μαγαζάτορες
ήμασταν αλληλέγγυοι, υποστηρίζαμε τα αιτήματα τους, γιατί αυτοί με τα προίόντα
τους συντηρούσανε την αγορά και την κίνηση. Με τον Φώτη Γεωργουσάκη
προσκοληθήκαμε σε μια μεγάλη ομάδα αγροτών, που γύριζε στους δρόμους και
περιφρουρούσε την απεργία. Στην πλατεία της Αγοράς δέν είχαν κέισει τα καφενεία
του Κεκάκη και του Κλώνου. Το πρώτο στη δυτική πλευρά, όπου τώρα το αρτοποιείο
μέχρι τη γωνία, το άλλο στην ανατολική πλευρά, όπου τώρα η Εθνική Τράπεζα.
Ο Κεκάκης συμμορφώθηκε αμέσως και έκλεισε, όμως ο Κλώνος
αρνήθηκε, "θα κλείσεις" , "δεν κλείνω", έρχεται ο διοικητής
της ασφάλειας Καστάνης με χωροφύλακες, πιάνουν, εμένα, τον Αυλωνίτη Στέλιο και
το Δημήτρη Βεστάκη, σαν πρωταίτιους, εργάτες Χανιώτες, κανένα απο τους αγρότες.
Έγινε φασαρία, τραβήγματα απο δω, σπρωξιές απο κει, πέσαν και μερικές ραβδές,
ξεφύγαμε από τα χέρια τους, τραβήχτηκαν οι χωροφύλακες. Αργότερα, βγήκαν
περίπολα στρατιώτες, δεν μας πείραξαν. Μερικά μαγαζιά που ήταν ακόμα ανοιχτά,
έκλεισαν. Δε θυμούμαι αν έγιναν δεκτά τα αιτήματα των αγροτών, όμως ήταν μια
μεγάλη απεργία, με μεγάλη ενότητα και μαχητικότητα.
Κείνο τον καιρό
έβγαινε η εφημερίδα του ΚΚΕ "ΛΕΥΤΕΡΙΑ", βδομαδιάτικη, διευθυντής ο
Βαγγέλης Κτιστάκης και είχε μεγάλη απήχηση.
Όταν έγινε η δικτατορία του Μεταξά, έγιναν και στα Χανιλα μαζικές συλλήψεις. Μια μέρα ήρθαν πρωί-πρωί στο σπίτι μου και με έπιασαν. Στην ασφάλεια βρήκα το Χρήστο Δαρατσάκη, τον Τζάκο, τον Γιάννη Πεντάρη, τον Παναγιώτη Κορνάρο, τον Παναγιώτη Τσεπέτη, και άλλους. Μας μετέφεραν στο τμήμα μεταγωγών στα δικαστήρια. Δυαμαρτυρηθήκαμε, ζητούσαμε να μας απολύσουν. Ήρθε ο γενικός διοικητής Πότης Σφακιανάκης, "Περιμένω διαταγές απο το Μανιδάκη", μας είπε. Την επόμενη, συνοδεία και με χειροπέδες μας έβαλαν στο βαπόρι, μας έκλεισαν μερικές μέρες στο μεταγωγών του Πειραιά και από κεί στην Ακροναυπλιά.
Ήταν μια φυλακή παλιό φρούριο με ιστορία, εκεί είχαν κλείσει και το Γέρο του Μωριά, τον Κολοκοτρώνη εκεί και τον Μακρυγιάννη, όταν σήκωσαν κεφάλι να πολεμήσουν την ξενοκρατία που πήρε τη θέση των Τούρκων και των κοτζαμπάσηδων.
Όταν έγινε η δικτατορία του Μεταξά, έγιναν και στα Χανιλα μαζικές συλλήψεις. Μια μέρα ήρθαν πρωί-πρωί στο σπίτι μου και με έπιασαν. Στην ασφάλεια βρήκα το Χρήστο Δαρατσάκη, τον Τζάκο, τον Γιάννη Πεντάρη, τον Παναγιώτη Κορνάρο, τον Παναγιώτη Τσεπέτη, και άλλους. Μας μετέφεραν στο τμήμα μεταγωγών στα δικαστήρια. Δυαμαρτυρηθήκαμε, ζητούσαμε να μας απολύσουν. Ήρθε ο γενικός διοικητής Πότης Σφακιανάκης, "Περιμένω διαταγές απο το Μανιδάκη", μας είπε. Την επόμενη, συνοδεία και με χειροπέδες μας έβαλαν στο βαπόρι, μας έκλεισαν μερικές μέρες στο μεταγωγών του Πειραιά και από κεί στην Ακροναυπλιά.
Ήταν μια φυλακή παλιό φρούριο με ιστορία, εκεί είχαν κλείσει και το Γέρο του Μωριά, τον Κολοκοτρώνη εκεί και τον Μακρυγιάννη, όταν σήκωσαν κεφάλι να πολεμήσουν την ξενοκρατία που πήρε τη θέση των Τούρκων και των κοτζαμπάσηδων.
Εμείς οι Χανιώτες πήγαμε πρώτοι, εκατομμύρια ψύλοι και
κοριοί πέσανε πάνω μας να μας πνίξουν. Σε λίγες μέρες οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι
απο συντρόφους, οργανώσαμε τη ζωή μας, το μαγειρείο, το φούρνο, το λουτρό,
καθαρίσαμε τη βρωμιά, ασπρίσαμε.
Χωριστήκαμε σε παρέες, εμείς οι Χανιώτες στον ίδιο θάλαμο, στην ίδια παρέα, πείνα και των γονέων, το ψωμί λιγοστό, το φαί χωρίς λάδι. Καταλαβαίναμε ότι μας πήgαιναν για εξόντωση όπως και το κατάφεραν στο τέλος, παραδίνοντας τους κρατούμενους την πρώτη μέρα της κατοχής στους Γερμανούς δήμιους.
Μια μέρα απόλυσαν όλους τους Χανιώτες, εκτός από μένα. Μαριακάκη, Καλαφατάκη, Βεστάκη, κ.λπ. ;Yστερα απο μερικές μέρες τους έφεραν όλους πίσω, δεν είχε πετύχει το κόλπο.
Σε έναν θάλαμο είχαν απομονώσει όλους τους διανοούμενους και επιστήμονες, ήταν πολλοί, όπως ο Δημήτρης Γληνός, ο παιδαγωγός, τρεις γιατροί, ο Μανώλης Σιγανός από το Ηράκλειο, ο Γιάννης Αντωνιάδης και ένας άλλος, που δε θυμάμαι το επίθετό του. Ήταν ακόμα ο Σινακός, ο Βασίλης Μπαρτζώκας και πολλοί άλλοι. Ένα βράδυ πυροβόλησε η φρουρά μέσα στους θαλάμους, χωρίς λόγο. Σκότωσαν το δάσκαλο Σταυρίδη, από τη Φλώρινα. Λένε πως στόχος ήταν ο Γληνός, αλλά αστόχησαν. Διαμαρτυρηθήκαμε στη διεύθυνση και στο υπουργείο, κάναμε αποχή, ζητήσαμε να γίνουν ανακρίσεις, να περάσει από δίκη ο διοικητής της φρουράς.
Χωριστήκαμε σε παρέες, εμείς οι Χανιώτες στον ίδιο θάλαμο, στην ίδια παρέα, πείνα και των γονέων, το ψωμί λιγοστό, το φαί χωρίς λάδι. Καταλαβαίναμε ότι μας πήgαιναν για εξόντωση όπως και το κατάφεραν στο τέλος, παραδίνοντας τους κρατούμενους την πρώτη μέρα της κατοχής στους Γερμανούς δήμιους.
Μια μέρα απόλυσαν όλους τους Χανιώτες, εκτός από μένα. Μαριακάκη, Καλαφατάκη, Βεστάκη, κ.λπ. ;Yστερα απο μερικές μέρες τους έφεραν όλους πίσω, δεν είχε πετύχει το κόλπο.
Σε έναν θάλαμο είχαν απομονώσει όλους τους διανοούμενους και επιστήμονες, ήταν πολλοί, όπως ο Δημήτρης Γληνός, ο παιδαγωγός, τρεις γιατροί, ο Μανώλης Σιγανός από το Ηράκλειο, ο Γιάννης Αντωνιάδης και ένας άλλος, που δε θυμάμαι το επίθετό του. Ήταν ακόμα ο Σινακός, ο Βασίλης Μπαρτζώκας και πολλοί άλλοι. Ένα βράδυ πυροβόλησε η φρουρά μέσα στους θαλάμους, χωρίς λόγο. Σκότωσαν το δάσκαλο Σταυρίδη, από τη Φλώρινα. Λένε πως στόχος ήταν ο Γληνός, αλλά αστόχησαν. Διαμαρτυρηθήκαμε στη διεύθυνση και στο υπουργείο, κάναμε αποχή, ζητήσαμε να γίνουν ανακρίσεις, να περάσει από δίκη ο διοικητής της φρουράς.
Στο θάλαμο δεν μέναμε ούτε μια ώρα αργοί. Την ημέρα με το
νοικοκυριό μας, να καθαρίσουμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας, να βοηθήσουμε στο
μαγειριό, κάναμε μαθήματα. Το βράδυ είχαμε πρόγραμμα ψυχαγωγίας με απαγγελίες,
θεατρικά σκετς, χορούς. Στις 25 του Μάρτη, μας άφησαν και γιορτάσαμε όλοι μαζί,
αλλά η διεύθυνση έκανε λογοκρισία στο πρόγραμμα. Ακόμα και από το ποίημα του
Ρήγα Φεραίου κόψανε τους στίχους που λέγανε να ενωθούνε οι λαοί των Βαλκανίων,
να διώξουνε τον Τούρκο δυνάστη.
Πολλές φορές η διεύθυνση της φυλακής μας έφερνεχαφιέδες
στους θαλάμους, εμείς τους αναγνωρίζαμε αμέσως και τους είχαμε σε απομόνωση.
Ερχόταν δίπλα σου να πιάσουν κουβέντα, εσύ έφευγες, δεν τους μιλούσε κανείς. Σε
λίγες μέρες τους έπαιρναν για να φέρουν άλλους που είχαν την ίδια τύχη.
Στις 26 του Ιούλη 1938 με απόλυσαν, βρήκα καράβι αμέσως
απο τον Πειραιά και κατέβηκα στα Χανιά. Έρχονται οι συντρόφοι, μου λένε,
"άυριο έχουμε επανάσταση ενάντια στο Μεταξά¨. Με μερικούς άλλους από τη
Νέα Χώρα, πήγαμε τα ξημερώματα κοντά στο ορφανοτροφείο, σε ένα λιόφυτο όπου
ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί ένοπλοι, απο την παρέα τη δική μου κανένας δεν είχε
όπλο.
Επιτεθήκαμε, καταλάβαμε τη στρατώνα, μετά πήγαμε στην
αποθήκη ανεφοδιασμού, τη σπάσαμε και οπλιστήκαμε. Το κίνημα είχε κακό κουμάντο
και απέτυχε. Ήρθανε το βράδυ στο σπίτι μου δυο χωροφύλακες και με πιάσανε, μια
μέρα μόνο πρόλαβα να δω την οικογένεια μου.Είχανε την ανάγκη μου, πιάστηκε η
καρδιά μου απο τη στεναχώρια, αλλά τι να κάνω;
Με κλείσανε στο τμήμα μεταγωγών, στην πλατεία
Δικαστηρίων. Ήταν τέτοιο το στρίμωγμα, τέτοια ζέστη και μπόχα που πλαντάξαμε
όλη τη νύχτα. Ο ιδρώτας ποτάμι, πιανότανε η αναπνοή σου. Καθόμαστε στο τσιμέντο
και λέγαμε ιστορίες, άλλος το κοντό του, άλλος το μακρύ του, άλλος έβριζε το
Μεταξά και το βασιλιά, άλλος τα 'χε με τους αρχηγούς του κινήματος που τα είχαν
κάνει μούσκεμα.Το πρωί διαμαρτυρηθήκαμε και μας μεταφέρανε στις επανορθωτικές
φυλακές. Στην ανάκριση αρνήθηκα πως ήμουν με τους επαναστάτες, αλλά με είχαν
σταμπάρει οι χαφιέδες, δεν γλίτωσα. Σε ένα μήνα, τέλος Αυγούστου, πέρασα δίκη
στο έκτακτο στρατοδικείο και καταδικάστηκα σε δύο χρόνια φυλακή.
Σε
λίγες μέρες βρεθήκαμε στις φυλακές της Πύλου στην Πελοπόννησο. 129 Χανιώτες από
την πόλη και τα χωριά, εκεί ήταν χειρότερα από την Ακροναυπλία. Το κτήριο είχε
τα χάλια του, οι θαλάμοι χορταριασμένοι, σωστό ερείπιο. Το φαί λιγοστό, το
βράδυ μόνο ελιές και ψωμί. Μας φέρανε ασβέστη, ασπρίσαμε, βάλαμε τη στολή του
καταδίκου όλοι, εκτός από τον Σταμάτη τον Πεντάρη, φορούσε βράκες και αρνήθηκε
να τις βγάλει.
Ο διευθυντής στην αρχή προσπάθησε να μας πουλήσει αγριάδα, αλλά σύντομα κατάλαβε πως δεν είχε να κάνει με υπόκοσμο και άλλαξε σκοπό. Εκεί στην Πύλο έμεινα έξη μήνες, δόθηκε χάρη στους ακροποινίτες και μας απέλυσαν. Πίσω στα Χανιά βρήκα την οικογένεια μου αναγκεμένη, η γυναίκα μου άρρωστη, η πεθερά μου με σπασμένο πόδι, το παιδί μου έξι χρονών. Μετά από μια εβδομάδα με καλούν στην ασφάλεια, το βιολί βιολάκι, τι να κάνω, πήγα. Ο Καστάνης με πιλάτευε στο γραφείο του μια ώρα. «Έχεις οικογένεια τι ανακατεύεσαι στα πολιτικά, το κόμμα θα σε καταστρέψει.». Λαγωνικάκη από δω, Φραγκιό από κει, «πάρε τσιγάρο, φερ’ του καφέ», στο τέλος έσκασε το μυστικό:
-Υπογράφεις;
-Δεν υπογράφω
-Κλείστον μέσα.
Και νάσου πάλι το Φραγκιό πίσω στην Ακροναυπλία, ξανά με τους παλιούς μου συντρόφους. Μου έκαναν υποδοχή, με ρωτούσαν να μάθουν τα νέα, μπήκα στην οργανωμένη ζωή, αλλά για πολύ λίγο. Δεν είχε περάσει ένας μήνας και νάσου πάλι το χαμπέρι:
- Τα πράγματα σου και στη διεύθυνση!
- Πάλι μεταγωγή; Λέω στο διευθυντή.
- Πάλι, μέχρι να βάλεις μυαλό.
Ρωτούσα που πηγαίνω, καμιά απάντηση, το ίδιο και στο μεταγωγών στην Αθήνα. Προσπαθούσα να μαντέψω τα σχέδια τους. Σκεφτόμουν, θα με πάνε σε κανένα νησί, εκεί μπορεί να είναι καλύτερα.
Ένα πρωί με παίρνουν μαζί με τρείς άλλους και μας πάνε στο Μανιαδάκη. Περίμενα μια ώρα όρθιος στο διάδρομο, στο τέλος με κάλεσαν. Καθόταν στο γραφείο του μουτρωμένος, τα προγούλια του είχαν σκεπάσει τη γραβάτα. Ξεφύλισε τα χαρτιά μπροστά του, γύρω του τρείς τέσσερεις με πολιτικά, καμαρώνανε σαν τα κοράκια, αυτός ούτε που σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει:
-Εσύ τι δουλειά κάνεις, μου λέει ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’ τα γυαλιά του.
-Καφετζής
-Γιατί δεν θες να πας στο σπίτι σου; Έχεις παιδιά.
-Θέλω, γιατί δεν θέλω.
-Πάρτε τον.
Με πήραν, μια ώρα κλεισμένος σε ένα γραφείο, ο ένας έμπαινε ο άλλος έβγαινε. Άλλοι με πολιτικά άλλοι με στολή, άλλος πέταγε καμιά κουβέντα, άλλος όχι. Με ζυγίζανε, σκέφτηκα, πόσους παράδες κάνω, τι γράμματα ξέρω. Εγώ περίμενα να δω το τέλος του υπογείου, τον πάγο και το ρετσινόλαδο, όμως το σχέδιο ήταν διαφορετικό. Με γύρισαν στο τμήμα μεταγωγών και μετά από δύο μέρες με απόλυσαν, γύρισα στα Χανιά.
Την κατοχή την πέρασα στα Χανιά, παλεύοντας με την αντίσταση τους Ναζί κατακτητές και να σώσω την οικογένειά μου από την πείνα. Ο θάνατος παραμόνευε κάθε ώρα έξω από τις πόρτες μας. Η Κομματική Οργάνωση εξακολουθούσε να λειτουργεί και παλεύαμε πάνω στο εθνικοαπελευθερωτικό πρόγραμμα του ΕΑΜ και των άλλων οργανώσεων, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Οι δυσκολίες τώρα ήταν περισσότερες. Πρώτα είχαμε τους χωροφύλακες και τους χαφιέδες, τώρα είχαμε και τους Γερμανούς. Κι ύστερα είχαμε λιγοστέψει πολύ. Άλλοι βρισκόντουσαν ακόμα στην Ακροναυπλία. Αντί να τους απολύσουν όταν μπήκαν οι Γερμανοί, οι φασίστες της 4ης Αυγούστου τους παρέδωσαν στους κατακτητές για να τους εξοντώσουν, όπως κι έγινε. Ανάμεσά τους ο γεωπόνος, Νίκος Μαριακάκης από τα Χανιά, ο Θ. Καλφάκης από τον Πλατανιά, ο Παναγιώτης Κορνάρος από τον Κίσαμο και άλλοι.
Μερικοί είχαν μείνει στα αλβανικά βουνά, μερικοί που γλίτωσαν σκόρπισαν στην Κρήτη. Ένας από αυτούς, αξέχαστος φίλος και σύντροφος, ήταν ο Λυκούργος Καλαμάτας ή Πολιτόπουλος. Ο πιο άξιος σύντροφος στη Νέα Χώρα, αλύγιστο παλικάρι, άντρακλας. Αυτός έμεινε πάνω στην Αλβανία, κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ της Ρούμελης. Κάποτε κατέβηκε με αποστολή στην Αθήνα, τον πιάσανε σε μπλόκο και τον έστειλαν όμηρο στην Γερμανία. Εκεί σκοτώθηκε σε ένα μεγάλο βομβαρδισμό που έκαναν οι σύμμαχοι.
Εμένα με έπιασαν δύο φορές στην κατοχή. Την πρώτη, βρέθηκαν στα καλά τους και δεν με παρέδωσαν στους Γερμανούς. Τη δεύτερη δε γλίτωσα. Όχι μόνο με παρέδωσαν στους Γερμανούς, με τις σχετικές συστάσεις για το παρελθόν μου, αλλά με βασάνισαν να ομολογήσω και να προδώσω τους συντρόφους μου. Με συνέλαβε έξω από την Αγορά ένα πρωί ο ενωματάρχης της Ασφάλειας, Κοντέας. Με έκλεισαν σε ένα μπουντρούμι, με βασάνιζαν μια βδομάδα και αφού δεν κατάφεραν με το ξύλο και με υποσχέσεις να μου δίνουν τρόφιμα για την οικογένειά μου, με παρέδωσαν στους Γερμανούς. Την ίδια μέρα με έκλεισαν στο στρατόπεδο της Αγυιάς. Έμενα στην απομόνωση, με τον αλησμόνητο Μανόλη Παπουτσάκη, στέλεχος της ΕΠΟΝ που τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο και περίμενε την εκτέλεσή του από μέρα σε μέρα. Ψύχραιμος, αποφασισμένος.
Τον Απρίλη του 1944, με κόλλησαν σε μια αποστολή 30 κρατουμένων, με προορισμό τη Γερμανία. Όμως δεν κατάφεραν να μας προωθήσουν, εξαιτίας των επιχειρήσεων στην κεντρική Ευρώπη και την προέλαση του κόκκινου στρατού. Στο στρατόπεδό που μας είχαν στην Αθήνα, μας φύλαγαν ταγματασφαλίτες του Ράλλη. Μια μέρα έκανε προσπάθεια ο εφεδρικός ΕΛΑΣ της Αθήνας να μας ελευθερώσει, αλλά δεν πέτυχε. Σκοτώθηκαν ένας ελασίτης και δύο ταγματασφαλίτες.
Ο διευθυντής στην αρχή προσπάθησε να μας πουλήσει αγριάδα, αλλά σύντομα κατάλαβε πως δεν είχε να κάνει με υπόκοσμο και άλλαξε σκοπό. Εκεί στην Πύλο έμεινα έξη μήνες, δόθηκε χάρη στους ακροποινίτες και μας απέλυσαν. Πίσω στα Χανιά βρήκα την οικογένεια μου αναγκεμένη, η γυναίκα μου άρρωστη, η πεθερά μου με σπασμένο πόδι, το παιδί μου έξι χρονών. Μετά από μια εβδομάδα με καλούν στην ασφάλεια, το βιολί βιολάκι, τι να κάνω, πήγα. Ο Καστάνης με πιλάτευε στο γραφείο του μια ώρα. «Έχεις οικογένεια τι ανακατεύεσαι στα πολιτικά, το κόμμα θα σε καταστρέψει.». Λαγωνικάκη από δω, Φραγκιό από κει, «πάρε τσιγάρο, φερ’ του καφέ», στο τέλος έσκασε το μυστικό:
-Υπογράφεις;
-Δεν υπογράφω
-Κλείστον μέσα.
Και νάσου πάλι το Φραγκιό πίσω στην Ακροναυπλία, ξανά με τους παλιούς μου συντρόφους. Μου έκαναν υποδοχή, με ρωτούσαν να μάθουν τα νέα, μπήκα στην οργανωμένη ζωή, αλλά για πολύ λίγο. Δεν είχε περάσει ένας μήνας και νάσου πάλι το χαμπέρι:
- Τα πράγματα σου και στη διεύθυνση!
- Πάλι μεταγωγή; Λέω στο διευθυντή.
- Πάλι, μέχρι να βάλεις μυαλό.
Ρωτούσα που πηγαίνω, καμιά απάντηση, το ίδιο και στο μεταγωγών στην Αθήνα. Προσπαθούσα να μαντέψω τα σχέδια τους. Σκεφτόμουν, θα με πάνε σε κανένα νησί, εκεί μπορεί να είναι καλύτερα.
Ένα πρωί με παίρνουν μαζί με τρείς άλλους και μας πάνε στο Μανιαδάκη. Περίμενα μια ώρα όρθιος στο διάδρομο, στο τέλος με κάλεσαν. Καθόταν στο γραφείο του μουτρωμένος, τα προγούλια του είχαν σκεπάσει τη γραβάτα. Ξεφύλισε τα χαρτιά μπροστά του, γύρω του τρείς τέσσερεις με πολιτικά, καμαρώνανε σαν τα κοράκια, αυτός ούτε που σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει:
-Εσύ τι δουλειά κάνεις, μου λέει ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’ τα γυαλιά του.
-Καφετζής
-Γιατί δεν θες να πας στο σπίτι σου; Έχεις παιδιά.
-Θέλω, γιατί δεν θέλω.
-Πάρτε τον.
Με πήραν, μια ώρα κλεισμένος σε ένα γραφείο, ο ένας έμπαινε ο άλλος έβγαινε. Άλλοι με πολιτικά άλλοι με στολή, άλλος πέταγε καμιά κουβέντα, άλλος όχι. Με ζυγίζανε, σκέφτηκα, πόσους παράδες κάνω, τι γράμματα ξέρω. Εγώ περίμενα να δω το τέλος του υπογείου, τον πάγο και το ρετσινόλαδο, όμως το σχέδιο ήταν διαφορετικό. Με γύρισαν στο τμήμα μεταγωγών και μετά από δύο μέρες με απόλυσαν, γύρισα στα Χανιά.
Την κατοχή την πέρασα στα Χανιά, παλεύοντας με την αντίσταση τους Ναζί κατακτητές και να σώσω την οικογένειά μου από την πείνα. Ο θάνατος παραμόνευε κάθε ώρα έξω από τις πόρτες μας. Η Κομματική Οργάνωση εξακολουθούσε να λειτουργεί και παλεύαμε πάνω στο εθνικοαπελευθερωτικό πρόγραμμα του ΕΑΜ και των άλλων οργανώσεων, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Οι δυσκολίες τώρα ήταν περισσότερες. Πρώτα είχαμε τους χωροφύλακες και τους χαφιέδες, τώρα είχαμε και τους Γερμανούς. Κι ύστερα είχαμε λιγοστέψει πολύ. Άλλοι βρισκόντουσαν ακόμα στην Ακροναυπλία. Αντί να τους απολύσουν όταν μπήκαν οι Γερμανοί, οι φασίστες της 4ης Αυγούστου τους παρέδωσαν στους κατακτητές για να τους εξοντώσουν, όπως κι έγινε. Ανάμεσά τους ο γεωπόνος, Νίκος Μαριακάκης από τα Χανιά, ο Θ. Καλφάκης από τον Πλατανιά, ο Παναγιώτης Κορνάρος από τον Κίσαμο και άλλοι.
Μερικοί είχαν μείνει στα αλβανικά βουνά, μερικοί που γλίτωσαν σκόρπισαν στην Κρήτη. Ένας από αυτούς, αξέχαστος φίλος και σύντροφος, ήταν ο Λυκούργος Καλαμάτας ή Πολιτόπουλος. Ο πιο άξιος σύντροφος στη Νέα Χώρα, αλύγιστο παλικάρι, άντρακλας. Αυτός έμεινε πάνω στην Αλβανία, κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ της Ρούμελης. Κάποτε κατέβηκε με αποστολή στην Αθήνα, τον πιάσανε σε μπλόκο και τον έστειλαν όμηρο στην Γερμανία. Εκεί σκοτώθηκε σε ένα μεγάλο βομβαρδισμό που έκαναν οι σύμμαχοι.
Εμένα με έπιασαν δύο φορές στην κατοχή. Την πρώτη, βρέθηκαν στα καλά τους και δεν με παρέδωσαν στους Γερμανούς. Τη δεύτερη δε γλίτωσα. Όχι μόνο με παρέδωσαν στους Γερμανούς, με τις σχετικές συστάσεις για το παρελθόν μου, αλλά με βασάνισαν να ομολογήσω και να προδώσω τους συντρόφους μου. Με συνέλαβε έξω από την Αγορά ένα πρωί ο ενωματάρχης της Ασφάλειας, Κοντέας. Με έκλεισαν σε ένα μπουντρούμι, με βασάνιζαν μια βδομάδα και αφού δεν κατάφεραν με το ξύλο και με υποσχέσεις να μου δίνουν τρόφιμα για την οικογένειά μου, με παρέδωσαν στους Γερμανούς. Την ίδια μέρα με έκλεισαν στο στρατόπεδο της Αγυιάς. Έμενα στην απομόνωση, με τον αλησμόνητο Μανόλη Παπουτσάκη, στέλεχος της ΕΠΟΝ που τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο και περίμενε την εκτέλεσή του από μέρα σε μέρα. Ψύχραιμος, αποφασισμένος.
Τον Απρίλη του 1944, με κόλλησαν σε μια αποστολή 30 κρατουμένων, με προορισμό τη Γερμανία. Όμως δεν κατάφεραν να μας προωθήσουν, εξαιτίας των επιχειρήσεων στην κεντρική Ευρώπη και την προέλαση του κόκκινου στρατού. Στο στρατόπεδό που μας είχαν στην Αθήνα, μας φύλαγαν ταγματασφαλίτες του Ράλλη. Μια μέρα έκανε προσπάθεια ο εφεδρικός ΕΛΑΣ της Αθήνας να μας ελευθερώσει, αλλά δεν πέτυχε. Σκοτώθηκαν ένας ελασίτης και δύο ταγματασφαλίτες.
Ο πόλεμος
φαινόταν πως τελείωνε και ήταν χαμένοι από το φόβο τους. Φέυγοντας οι Γερμανοί,
τον Οκτώβρη του 1944, μας άφησαν ελεύθερους και μας παρέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός.
Εκεί μας βρήκαν οι επιχειρήσεις του Δεκέμβρη, με την αγγλική επέμβαση.
Ανοργάνωτοι, όπως είμαστε, τρέχαμε από εδώ και από εκεί να βοηθήσουμε τον ΕΛΑΣ.
Μια μέρα που έκανε έρευνα στο δρόμο ένας χωροφύλακας, βρήκε στην τσέπη μου μια
εφημερίδα, τη «Δημοκρατία». Με πήρε και με παρουσίασε σε έναν ταγματάρχη. Δεν
είχα ταυτότητα.
«- Πάρτον στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα…»
«- Τι ζητάς εδώ;»
«- Είμαι όμηρος των Γερμανών, μένω στη στέγη του Ερυθρού Σταυρού»
«- Πού πήγαινες;»
«- Στη στέγη.»
Όταν μπήκα στο γραφείο, οι φύλακες είχαν δυο πολίτες κάτω και τους κλωτσούσαν. Μια γυναίκα ήταν αναίσθητη στο πάτωμα. «Κατεβάστε τον κάτω». Διαμαρτυρήθηκα, με κατέβασαν στο υπόγειο σπρώχνοντας με κλωτσιές. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο βρωμερό, γεμάτο από κρατούμενους, άσχετους με τις συγκρούσεις. Έπιαναν από την άκρη όποιον έβρισκαν στο δρόμο. Το ίδιο βράδυ, μας φόρτωσαν και μας παρέδωσαν στους Άγγλους, στο Γουδί. Πάλι σε στρατόπεδο πάλι όμηρος. Οι Άγγλοι μας λεηλάτησαν, μας πήραν ό,τι κρατούσαμε: ρολόγια, αναπτήρες, χρήματα, χρυσαφικά όποιος είχε. Κρύο τρομερό, Δεκέμβρης, χωρίς κουβέρτα και φαΐ, ξεπαγιάσαμε.
Την επομένη πάλι φόρτωμα και δρόμο. Μας ξεφόρτωσαν σε μια παραλία στο Ελληνικό μέσα σε συρματοπλέγματα, νύχτα, πίσα σκοτάδι, φωτίζανε με προβολείς. Εγγλέζοι και εδώ, ολόγυρα στρατός, μηχανοκίνητα, τάνκς..
«- Πάρτον στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα…»
«- Τι ζητάς εδώ;»
«- Είμαι όμηρος των Γερμανών, μένω στη στέγη του Ερυθρού Σταυρού»
«- Πού πήγαινες;»
«- Στη στέγη.»
Όταν μπήκα στο γραφείο, οι φύλακες είχαν δυο πολίτες κάτω και τους κλωτσούσαν. Μια γυναίκα ήταν αναίσθητη στο πάτωμα. «Κατεβάστε τον κάτω». Διαμαρτυρήθηκα, με κατέβασαν στο υπόγειο σπρώχνοντας με κλωτσιές. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο βρωμερό, γεμάτο από κρατούμενους, άσχετους με τις συγκρούσεις. Έπιαναν από την άκρη όποιον έβρισκαν στο δρόμο. Το ίδιο βράδυ, μας φόρτωσαν και μας παρέδωσαν στους Άγγλους, στο Γουδί. Πάλι σε στρατόπεδο πάλι όμηρος. Οι Άγγλοι μας λεηλάτησαν, μας πήραν ό,τι κρατούσαμε: ρολόγια, αναπτήρες, χρήματα, χρυσαφικά όποιος είχε. Κρύο τρομερό, Δεκέμβρης, χωρίς κουβέρτα και φαΐ, ξεπαγιάσαμε.
Την επομένη πάλι φόρτωμα και δρόμο. Μας ξεφόρτωσαν σε μια παραλία στο Ελληνικό μέσα σε συρματοπλέγματα, νύχτα, πίσα σκοτάδι, φωτίζανε με προβολείς. Εγγλέζοι και εδώ, ολόγυρα στρατός, μηχανοκίνητα, τάνκς..
Μας έδωσαν και στήσαμε σκηνές, ρωτούσαμε τους έλληνες διερμηνείς τι θα μας κάνουν, καμία απάντηση, μόνο συστάσεις να μην προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε γιατί τα συρματοπλέγματα ήταν ηλεκτρισμένα. Μείναμε δυό τρέις μέρες, μας έδωσαν μια κουβέρτα και συσίτιο κονσέρβα κρέας με μπιζέλια. Έρχετε ένας διερμηνέας, μας λέει οτι θα μας απολύσουν, τα φορτηγά περίμεναν απέξω. Εγώ δεν βιάστηκα να μπω στα αυτοκίνητα, έμεινα τελευταίος. Με άλλους 50 περίπου ξεμείναμε, δεν χωρέσαμε στα αυτοκίνητα. Την άλλη μέρα μάθαμε πως τους άλλους τους πήγαν στον Πειραιά και απο εκεί στην Αφρική ομήρους. Μας ανάκριναν πάλι, ρωτούσαν λεπτομέρειες, που και πώς μας έπιασαν, εγώ διαμαρτυρήθηκα και είπα ότι ήμουν όμηρος των Γερμανών και τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί με κρατούν οι Άγγλοι, είπα να ρωτήσουν στη στέγη του Ερυθρού. Σε δύο μέρες με απόλυσαν μαζί με άλλους δέκα.
θα βαλω αργοτερα και καποιες εικονες με επεξηγησεις για τα μερη τα οποια αναφερονταιστην αφηγηση, απλα τωρα πρεπει να παω δουλεια
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σε συγχαρω για τον Παππού σου Συντροφε. Αξιος ανθρωπος που σταθηκε ορθιος μεσα στην Κοσμοχαλασια οπως και παρα πολλοι αλλοι Δυστυχως αυτος ο λαος που πραγματικα θυσιαστηκε στην Δικτακτορια του Μεταξά και στον Απελευθερωτικο αγωνα δεν μπορεσε να απαλλαγει απο τους δυναστες του και να παρει την εξουσια τον Οκτωβρη του 1944 την ωρα που αποχωρουσανε οι Γερμανοι απο την παρουσια του Κοκκινου Στρατου στα Βαλκανια. Δεν πηραμε την εξουσια και ακολουθησε νεα σφαγη του λαου μας μεχρι το 1974. Συνεχίζουμε την καλημερα μου. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΔιαγραφήΜπράβο για την ανάρτηση Φραγκίσκο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία πρέπει να καταγράφεται καθώς τα χρόνια περνάνε, και λαός που δεν έχει μνήμη, δεν έχει και μέλλον.
Ευχαριστώ σας
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν εχουν κατι να μας διδαξουν όλες αυτες οι ιστοριες, ειναι οτι οι "βαλτωμενες" εποχες στις οποιες ζουμε σήμερα δεν ειναι αιώνιες, και ότι είχε υπάρξει και θα ξαναυπάρξει μεγάλη αντίσταση που θα κατατρομοκρατήσει τις εξουσίες.
Μπραβο για την αναρτηση Poe
ΔιαγραφήΣτο πνευμα της αναρτησης σου, να προσθεσω μια μικρη οχι και τοσο αγνωστη ιστορια ειδικα στους ποδοσφαιροφιλους
Για να γινει κατανοητη η ιστορια να προσθεσω πως σε αθλητικα σωματεια, ειδικα αυτα της προσφυγιας, υπηρχαν αρκετοι παικτες, παραγοντες, οπαδοι που ηταν κομμουνιστες ή φιλοι των κομμουνιστων
Τις πρωτες ημερες της χουντας, ενας αξιωματικος - αξιωματουχος της χουντας κατεβηκε μονος του στα αποδυτηρια των παικτων του Απολλωνα ΑΘηνων.
Με την μαγκια του βλαχομπαροκ που χαρακτηριζε την χουντα και την σιγουρια πως μπορουν να λενε οτι γουσταρουν ειπε:
"Ηρθα για να ξεριζωσω το Κομμουνιστικο Κομμα απο τον Απολλωνα"
Ενας κοντος παικτης του Απολλωνα του απαντησε "ΘΑ ΜΑΣ ΚΛΑΣΕΙΣ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ"
Ο αξιωματικος ου επεσε ο τσαμπουκας, μαζευτηκε και εφυγε απο τα αποδυτηρια
Και παλι συγχαρητηρια Poe
Νικ. -π
Μπράβο ρε Πο! Χίλιους σεβασμούς στον παππού σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σαι καλά για το κείμενο! Απλή ιστορία αγωνιστή, χωρίς ηρωισμούς, πολλά πολλά και φανφάρες. Έτσι είναι πραγματικά οι αγώνες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστας
Συντροφοι , κανενα κομμα δεν τιμα τους αγωνες του οπως το ΚΚΕ. Εχθες ηταν μια απο τις πιο συγκινητικες στιγμες στην ζωη μου. Εγω ο μικρος, ο νανος μπροστα στους παπουδες μου και τους θειους μου τους τιμησα ,γιατι τους τιμησε το Κομμα τους.Κιμων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΠΑΡΤΑΚΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήαλυγιστος ο παππους σου, ΑΛΥΓΙΣΤΟΙ ολοι οι ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
Ανθρωποι του ΔΙΚΑΙΟΥ και του ΣΩΣΤΟΥ.
φαρος φωτεινος, η ζωη τους, οδηγη εμας τους νεοτερους.
Ειναι κριμα που το κομμα δεν ξεκινησε μια κεντρικη και συντονισμενη προσπαθεια εδω και χρονια με αναθεση στα μελη του και της νεολαιας ωστε να συγκεντρωσει τετοιες μαρτυριες συστηματικα καταγραφοντας την ζωντανη ιστορια του τοπου και του κομματος απο τους "μικρους" πρωταγωνιστες του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραια αναρτηση.
Κοστας
αυτο κανει το ΚΚΕ εδω και καιρο μπροστα και στα 100 του χρονια, περασαμε "μπορες και βροχες" πολλες, και συνεχιζουμε, καθε αγωνιστης, καθε κομμουνιστης ειναι και μια ξεχωρηστη ιστορια ανιδιοτελειας, θυσιας, αγωνα, ας βοηθησουμε ολοι να καταγραφουν και τα περασμενα και τα μελουμανα.
ΔιαγραφήΤαξικος
Κοστας.Δεν εχεις δικιο. Το ΚΚΕ εχει ξεκινησει αυτη την προσπαθεια αμεσως μετα την διασπαση του 1991 σε πολυ δυσκολες συνθηκες. Το αρχειο ητανε λεηλατημενο απο το 1968 στην Ρουμανια. Μας ετυχε και η καταστροφη απο την πλημύρα το 1994 που μπηκε ολο το αρχειο μεσα στα νερα. Ητανε τεραστια η καταστροφη. Χωρις να λεω οτι ολα γινανε τελεια το να λες δεν εγινε τιποτα αδικεις το Κομμα χαιρετω. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Διαγραφήωραιο κειμενο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήο χαρακτηρισμος "μικρη Μοσχα" μου θυμισε το προσωνυμιο του χωριου της μανας μου,που το κκε εβγαζε γυρω στο 20+%.
Αυτη την μανια με τις Αστικες Καλπες να την προσεξεις.....Δημιουργεί Κοινοβουλευτικες Αυταπατες......ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΔιαγραφήPoe μου θύμισες τον δικό μου παππού και να πω την αλήθεια συγκινήθηκα. Πως μου φαινόταν, τι έλεγε, τι είχε ζήσει. Πόση αντοχή, σθένος και απλότητα. Και τον ξαναθυμήθηκα, μαζί με όλους εκείνους τους ανθρώπους, όταν σήμερα ήρθαν στο χώρο εργασίας μου συνδικαλιστές για ενημέρωση και οι συνάδερφοι κοίταγαν τα κινητά τους και έκλαιγαν τα πενήντα χαμένα ευρώ μιας πιθανής απεργίας (που κατά τη γνώμη μου τους δε βγάζει και πουθενά βρε αδερφέ...). Άλλοι θυσίαζαν τη ζωή τους και άλλοι ούτε λίγα αργύρια. Ας είναι. Εμείς συνεχίζουμε. Άχθος.
ΑπάντησηΔιαγραφή