Απο το http://aformi.wordpress.com
Η απογραφή των δημόσιων υπαλλήλων και η κατάρρευση (;) του μύθου ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία «πλεονάζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι», είναι μια καλή αφορμή για κάποιες σκέψεις πάνω στην ιδεολογία.
Κατ’ αρχήν ένας ορισμός: Ιδεολογία είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται ένα άτομο τον κόσμο που ζει. Η κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή η ιδεολογία που πλειοψηφεί, είναι μια κατασκευή, δεν φυτρώνει στα μυαλά των ανθρώπων από μόνη της. Μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, των ΜΜΕ, μορφών μαζικής κουλτούρας όπως ο κινηματογράφος κ.λπ., η πλειοψηφία των ατόμων αποκτούν μια ορισμένη πεποίθηση για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Η πεποίθηση αυτή αντιστοιχεί στα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Δηλαδή η κυρίαρχη ιδεολογία έρχεται να επιβεβαιώσει στα μυαλά των ανθρώπων ως «αυτονόητες αλήθειες» τις προϋποθέσεις της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης.
Όπως γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς:
«Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια, η τάξη που είναι κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει ταυτόχρονα τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, μιλώντας γενικά, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σ’ αυτά. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται σαν ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν μια τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυριαρχίας της».[1]
Για να πραγματοποιήσει η κυρίαρχη ιδεολογία το ρόλο της πρέπει να εσωτερικευθεί από το άτομο: το άτομο να είναι πεπεισμένο ότι έφτασε σ’ αυτήν την ιδεολογικοποιημένη αντίληψη της πραγματικότητας όχι κατόπιν κάποιας επιβολής (κρατικής ή κομματικής προπαγάνδας) αλλά από μόνο του. Να θεωρεί ως δεδομένο ότι ούτε το εκπαιδευτικό σύστημα ούτε τα ΜΜΕ του επέβαλαν τις ιδέες που έχει. Το κάθε ξεχωριστό άτομο πρέπει να πιστέψει ότι οι ιδέες που έχει αποτελούν προϊόντα της δικής του παρατήρησης του κόσμου και μάλιστα επιβεβαιωμένες από την εμπειρία του στη βάση «αυτονόητων αληθειών», γιατί η «πραγματικότητα μιλάει από μόνη της».
Με αυτό τον τρόπο η κυρίαρχη ιδεολογία αποκτά τη δύναμή της. Ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία σε πολύ μεγάλο βαθμό παράγεται και αναπαράγεται με συστηματικό τρόπο από τους μηχανισμούς του κράτους αλλά και από τις ίδιες τις πρακτικές της εκμετάλλευσης, για να γίνει η ιδεολογία του κάθε ξεχωριστού αποκαλούμενου «μέσου ανθρώπου» δεν χρειάζεται καμιά εξαντλητική διαδικασία αποδείξεων της ορθότητάς της: η έρευνα σε βιβλία, τα στατιστικά στοιχεία, η συστηματική προσπάθεια θεωρητικής και εμπειρικής στοιχειοθέτησης μιας άποψης, όλα αυτά είναι εντελώς άχρηστα. Όλα αντικαθίστανται από την «αυτονόητη αλήθεια» της κυρίαρχης ιδεολογίας. Όλα είναι εκ των προτέρων «αποδεδειγμένα».
Ασφαλώς, ακόμα και η κυρίαρχη ιδεολογία χρειάζεται κάποια εμπειρικά στοιχεία για να είναι αποτελεσματική στον «μέσο άνθρωπο». Αν δεν αντιστοιχούσε σε καμιά εμπειρική αλήθεια η κυρίαρχη ιδεολογία θα κατέρρεε ως χάρτινος πύργος. Αλλά αυτά τα εμπειρικά στοιχεία πρέπει να είναι αποσπασματικά, μερικά, να μην είναι ενταγμένα σε μια συστηματική θεωρητική κατασκευή. Κάτι τέτοιο θα κλόνιζε την «αυτονόητη αλήθεια» τους ανοίγοντας τη δυνατότητα μιας συστηματικής συζήτησης, άρα και την πιθανότητα ανατροπής τους, πράγμα που θα υπέσκαπτε τη δύναμη της ιδεολογίας, την εσωτερίκευσή της στο άτομο.
Η δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας πηγάζει από την πολιτική εξατομίκευση των ατόμων που την εσωτερικεύουν. Ακριβώς επειδή η κυρίαρχη ιδεολογία υφίσταται για να ενισχύσει και να επιβεβαιώσει την ταξική κυριαρχία της άρχουσας τάξης, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πρέπει και να είναι η κυρίαρχη άποψη στα μυαλά της πλειοψηφίας των ατόμων, αλλά και ταυτόχρονα να επιβεβαιώνει μια ατομική, απολίτικη θεώρηση του κόσμου: «είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την κατάσταση της χώρας», «η Ελλάδα είναι το κοινό μας σπίτι». Με άλλα λόγια, συμμετέχουμε ως ξεχωριστά και αυτόνομα άτομα στην κοινωνία, η κοινωνία είναι μια απλή συνάθροιση ατόμων. Με αυτό τον τρόπο η κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί να πείσει για την «αναγκαιότητα» μέτρων που στρέφονται ευθέως κατά της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού και υπέρ της μειοψηφίας της άρχουσας τάξης, γιατί το άτομο δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέρος μιας τάξης αλλά ως εξατομικευμένο μέλος «της εθνικής κοινότητας», που έχει «προσωπική ευθύνη».
Αυτό αποκαλύπτει τον άλλο πυλώνα της δύναμης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Τα άτομα που την αποδέχονται και την αναπαράγουν (αν δεν είναι οι επαγγελματίες γκεμπελίσκοι των ΜΜΕ, αλλά απλά μέλη των κυριαρχούμενων τάξεων) δεν το κάνουν από απλή άγνοια ή γιατί, ας πούμε, είναι αφελείς. Το κάνουν, πάνω απ’ όλα, γιατί είναι αδύναμοι, γιατί δεν βρίσκουν οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική προοπτική. Πρόκειται για το «ρεαλισμό» των αδύναμων, των ηττημένων.
Η άρχουσα τάξη είναι κυρίαρχη για δυο κυρίως λόγους:
Πρώτον δεν είναι εξατομικευμένη. Είναι συγκροτημένη σε αυτόνομες οργανώσεις (π.χ. ΣΕΒ), έχει think tank (ινστιτούτα κοινωνικής έρευνας, οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής), και βεβαίως το ίδιο το κράτος με τις κυβερνητικές ελίτ των κομμάτων εξουσίας να επιβάλουν τις πολιτικές που έχει ανάγκη η κυρίαρχη τάξη. Τα μέλη της άρχουσας τάξης, υπό μια έννοια, είναι εντελώς από-προσωποποιημένα, εκφράζουν περισσότερο συσχετισμούς δύναμης, εκμετάλλευσης και εξουσίας παρά προσωποπαγή υποκείμενα. Στην εξατομίκευση των αδυνάτων, η συλλογική, κοινωνική δύναμη των ισχυρών.
Δεύτερον, και εξ’ ίσου κρίσιμο, η άρχουσα τάξη έχει μια ιδεολογία που συνάδει με την κυρίαρχη θέση της στην κοινωνία: θεωρεί, και κατέχει τους πρακτικούς τρόπους να το επιβάλλει, ως «κοινωνικό καλό» ό,τι συμφέρει την ίδια απορρίπτοντας ό,τι θα την έβλαπτε. Επιβάλλει τα συμφέροντά της αδιαφορώντας για το κοινωνικό κόστος για τους κυριαρχούμενους. Υπάρχει μόνο ένα όριο. Ο φόβος της εξέγερσης των αποκάτω. Αλλά αυτός ο φόβος βρίσκεται υπό έλεγχο (μέσω των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών ή, αν τα πράγματα οξυνθούν, μέσω μερικών, αποσπασματικών [οικονομικών και πολιτικών] παραχωρήσεων). Το κριτήριο των πράξεών της είναι πάντοτε ένα και μοναδικό: τι συμφέρει στην ίδια, δηλαδή τι αναπαράγει την οικονομική και πολιτική της εξουσία. Η κυρίαρχη ιδεολογία προβάλλει την κοινωνία ως ένα «αδιαφοροποίητο ενιαίο όλον», ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα πεδίο ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Το παρήγορο για τις κυριαρχούμενες τάξεις είναι ότι και η άρχουσα τάξη όχι απλά έχει ιδεολογία αλλά μπορεί να πέσει θύμα των ίδιων της των ιδεολογημάτων.
Από πολλές πλευρές μάλιστα η άρχουσα τάξη περισσότερο από τις άλλες τάξεις είναι ανίκανη να υπερβεί την κυρίαρχη ιδεολογία, γιατί αν για παράδειγμα η εργατική τάξη έχει κάθε συμφέρον να την υπερβεί (για να υπερβεί έτσι και την κοινωνική θέση που προσιδιάζει σε αυτή την ιδεολογία), η ιδεολογία και η συνείδηση της άρχουσας τάξης έχει σαν ανυπέρβλητο εμπόδιο, το ότι δεν μπορεί να υπερβεί μια ιδεολογία που προσιδιάζει στην ταξική της κυριαρχία (χωρίς έτσι να πάψει να είναι κυρίαρχη).
Γι’ αυτό και πολλές φορές οι πολιτικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης φέρονται με τόπο που φαινομενικά είναι γελοίος. Ο Τσόρτσιλ πίστευε ότι η μπολσεβίκικη επανάσταση ήταν προϊόν εβραϊκής συνομωσίας! Ωστόσο υπάρχει λογική εξήγηση: διαφορετικά θα έπρεπε να δεχτεί ότι οι καταπιεσμένοι εργάτες μπορούν να καταλάβουν την εξουσία και να λειτουργήσουν ένα κράτος από μόνοι τους. Θα έπρεπε να υπερβεί την κυρίαρχη ιδεολογία, για να αποδεχτεί ότι η εργατική τάξη μπορεί να φτιάξει μια άλλη κοινωνία. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε σε «υπερβολικές» απορρυθμίσεις της αγοράς με αποτέλεσμα οικονομικές φούσκες κάθε είδους. Παρά τις προειδοποιήσεις ακόμα και καθεστωτικών οικονομολόγων η ιδεολογική αντιμετώπιση των πραγμάτων οδήγησε το σύστημα ένα βήμα πριν την κατάρρευση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η κυρίαρχη ιδεολογία δεν χρειάζεται να είναι σωστή από την άποψη της θεωρητικής τεκμηρίωσης για να μπορεί να λειτουργήσει. Λειτουργεί επειδή είναι ήδη κυρίαρχη, δηλαδή είναι ήδη μη αμφισβητήσιμη από τις κυριαρχούμενες τάξεις. Οι κυριαρχούμενες τάξεις, ή τέλος πάντων όσοι από τις κυριαρχούμενες τάξεις θα μπορούσαν να αρθρώσουν ένα πειστικό ιδεολογικό λόγο για τα συμφέροντα των από κάτω, μοιραία θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με την έλλειψη των κατάλληλων υλικών μηχανισμών και πόρων, αλλά κυρίως θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με τα όπλα της αστυνομίας (όχι τα ιδεολογικά). Το βασικό επιχείρημα της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι τα όπλα της αστυνομίας, όπως έγραφε και ο Γκράμσι.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε όλα τα παραπάνω στην απογραφή των δημόσιων υπαλλήλων. Όταν άρχιζε η απογραφή τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ, καθοδηγούμενα από τους νεοφιλελεύθερους κυβερνητικούς μισθοφόρους και τα αφεντικά-ιδιοκτήτες των μέσων, διέδιδαν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα είναι μεταξύ 1,5 με 2 εκατομμύρια. Το ίδιο νούμερο το πίστευαν και πάρα πολύς απλός κόσμος (μια βόλτα στο διαδίκτυο θα σας πείσει για την «κοινή πεποίθηση»). Χρόνια συστηματικής προπαγάνδας είχαν το αποτέλεσμα η υποτιθέμενη πληθώρα δημοσίων υπαλλήλων να αποκτήσει τη δύναμη του «αυτονόητου» και του «εμπειρικά δεδομένου». Ποτέ κανείς από τους προπαγανδιστές δεν χρειάστηκε να δώσει κανένα συγκεκριμένο και συνολικό στοιχείο για τους ισχυρισμούς του. Θα χρειάζονταν δυο στοιχεία για να τεκμηριωθεί η άποψη των «πλεοναζόντων δημοσίων υπαλλήλων». Ποιό είναι το ποσοστό των δημόσιων υπαλλήλων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, και δεύτερον, για να αποδειχθεί αν αυτό είναι μεγάλο, πόσο είναι το ποσοστό αυτό στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Και τα δυο αυτά στοιχεία ήταν γνωστά και πριν την απογραφή, υπήρχαν και στις εκθέσεις της eurostat αλλά και του ΟΟΣΑ και των άλλων οικονομικών οργανισμών. Ο σκοπός της απογραφής ήταν άλλος:
«Λαθροχειρία από την πλευρά της κυβέρνηση αποτελεί η απόκρυψη της πραγματικής σκοπιμότητας της απογραφής. Η σύνδεση της απογραφής με την υπαγωγή στη λεγόμενη Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αποτελεί τη βάση για νέες περικοπές εισοδημάτων στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ενιαίου μισθολογίου, με βάση την αρχή της «εξίσωσης προς τα κάτω». Εκεί θα αναζητηθούν, ενδεχομένως, τα «μαξιλάρια» για περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών και πολύ περισσότερο στους «περίσσιους» υπαλλήλους των υπό συγχώνευση ή κατάργηση φορέων και υπηρεσιών. Επί της ουσίας, η τρόικα ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ έχει στα χέρια της μια βάση δεδομένων για να υποδεικνύει προγραφές και «αποκεφαλισμούς» υπαλλήλων και υπηρεσιών, με πρώτα θύματα τους συμβασιούχους».[2]
Όταν τελικά τα αποτελέσματα της απογραφής έγιαναν γνωστά, ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων βγήκε 768.009, ενώ απ’ αυτούς μόνιμοι υπάλληλοι είναι μόνο οι 625.738:
«Ως μόνιμοι υπάλληλοι του δημοσίου, δικαστικοί λειτουργοί και δημόσιοι λειτουργοί εγγράφηκαν 625.738 άνθρωποι, δηλαδή ποσοστό 82% του συνολικού αριθμού.
Επίσης, 53.833 εργαζόμενοι (7%) καταχώρησαν το ΑΦΜ τους ως υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ενώ ως υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου δηλώθηκαν 44.811 (6%).
Ακόμη, ως συμβασιούχοι έργου εγγράφηκαν 14.345 (2%), αιρετοί δήλωσαν 12.609 (2%), επι θητεία 7.495 (1%) ενώ οι ωρομίσθιοι και ημερομίσθιοι έφτασαν τους 4.614 (1%).
Ως μετακλητοί καταχωρήθηκαν στην απογραφή 1.175, με έμμισθη εντολή 1.003, ως μέλη διοικητικών συμβουλίων 493 ενώ ως πρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι, διοικητές και υποδιοικητές οργανισμών 380».[3]
Τα πράγματα θα νόμιζε κανείς ότι ξεκαθαρίστηκαν χωρίς αμφιβολία. Ωστόσο, αμέσως το διαδίκτυο γέμισε από σχόλια ανθρώπων που συνέχιζαν να αμφιβάλλουν. Κάποιοι τόνιζαν ότι η απογραφή αφορούσε το στενό δημόσιο τομέα και όταν θα απογραφεί και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας με τις ΔΕΚΟ τότε -ω! του θαύματος- θα αποκαλυφθεί ο «πραγματικός» αριθμός που θα είναι «1,5 έως 2 εκατομμύρια και βάλε»(!!).
Ωστόσο τα αριθμητικά δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά απ’ όσο θα τα ήθελε η (κατευθυνόμενη) ιδεολογία. Πρώτον, ακόμα και ο αριθμός των 768.009 θα μειωθεί, έστω και λίγο, και δεύτερον οι δημόσιοι υπάλληλοι θα είναι, όπως εκτιμά πλέον η κυβέρνηση, πολύ λιγότεροι των αρχικών της εκτιμήσεων (εκτιμήσεις καθόλου αθώες, μιας και ο σκοπός ήταν να δικαιολογηθούν απολύσεις):
«Οι υπάλληλοι που μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ανέρχονται σε 768.009 άτομα, αριθμός ο οποίος ωστόσο εκτιμάται ότι θα μειωθεί- αν και ελάχιστα-, όταν ολοκληρωθεί η διασταύρωση των στοιχείων την οποία διενεργεί η κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση ο ακριβής αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι πλέον γνωστός, γεγονός το οποίο ξεκαθαρίζει το τοπίο, αίρει οποιεσδήποτε παρανοήσεις και αποτρέπει διαστρεβλώσεις. Η ολοκλήρωση μάλιστα της απογραφής και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η οποία εκτιμάται ότι θα ανεβάσει τον αριθμό των υπαλλήλων- μισθοδοτούμενων ή μη από τον κρατικό προϋπολογισμό- σε 950.000 ως και 1 εκατομμύριο, εκτιμάται ότι θα αποσαφηνίσει πλήρως την εικόνα των εργαζομένων στο Δημόσιο».[4]
Αλλά ας δούμε τι γίνεται με τα ποσοστά που προαναφέραμε πιο πάνω. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική υπηρεσία της Ελλάδας (δες πίνακα 1) το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα ανερχόταν σε 4.939.700 άτομα το 2008.[5]
Πίνακας 1
Αν υπολογίσουμε το σύνολο όσων μισθοδοτήθηκαν από το δημόσιο, δηλαδή 768.009, τότε το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού βρίσκεται στο 15,5%. Αν τους υπολογίσουμε με βάση τους μόνιμους μόνο (πράγμα που είναι κατά τη γνώμη μου το σωστότερο, γιατί οι υπόλοιποι είναι κυμαινόμενοι και εύκολοι στην περικοπή ή απόλυση τους), δηλαδή τους 625.738, τότε το ποσοστό πέφτει στο 12,6%. Το ποσοστό αυτό πέφτει κάτω του 10% αν ληφθεί υπ’ όψιν οι χιλιάδες των εργαζομένων στη παραοικονομία (κατ’ ορισμένους υπολογισμούς φτάνει το 30% της συνολικής οικονομίας).
Αλλά, για να γίνει πιο εμφανές το τι πραγματικά συμβαίνει, ας υπολογίσουμε τώρα τους μόνιμους υπαλλήλους του στενού και του ευρύτερου τομέα (μαζί με τις ΔΕΚΟ) σε 1.000.000 -πάρουμε σαν δεδομένο δηλαδή το μεγαλύτερο νούμερο των κυβερνητικών εκτιμήσεων που αναφέραμε λίγο προηγουμένως, και αυτό προς τα πάνω δηλαδή τους θεωρήσουμε όλους μόνιμους. Σε αυτήν την περίπτωση το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού θα ήταν στο 20%. Επαναλαμβάνω, το τελικό νούμερο θα είναι πολύ χαμηλότερο (αν ληφθεί υπ’ όψιν η παραοικονομία και το γεγονός ότι δεν είναι όλοι μόνιμοι υπάλληλοι), αλλά έστω και έτσι.
Οι παραπάνω αριθμοί δεν λένε και πολλά πράγματα αν δεν συγκριθούν με τους αντίστοιχους των άλλων αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Το ποσοστό των δημόσιων υπαλλήλων στις χώρες αυτές κυμαίνεται μεταξύ 7% (το χαμηλότερο, και είναι στη νότιο Κορέα) και το υψηλότερο 30% που είναι στη Σουηδία.[6] Στην Ε.Ε. η απασχόληση στον δημόσιο τομέα αντιπροσωπεύει από το 10% (Γερμανία) ως το 30% Σουηδία (δες πίνακα 2)[7].
Πίνακας 2
Επομένως, ακόμα και αν λάβουμε ως σωστό ένα νούμερο γύρω στο 20% (που επαναλαμβάνω είναι υποθετικό και πολύ υπερτιμημένο) οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα δεν είναι πολλοί με βάση τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες –ακόμα και στην ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη Βρετανία το ποσοστό είναι 17,8%.
Και προσέξτε κάτι ακόμα πιο χτυπητό: οι μακράν περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι αναλογικά με τον πληθυσμό, βρίσκονται στις σκανδιναβικές χώρες. Τις χώρες δηλαδή που, παρ’ όλα αυτά, χτυπήθηκαν λιγότερο από τη σημερινή οικονομική κρίση (χώρες στις οποίες ακόμα υπάρχει ισχυρό κράτος πρόνοιας, τουλάχιστον συγκριτικά με τις υπόλοιπες).
Αλλά θα πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί το εξής: το ελληνικό κράτος είναι πράγματι σπάταλο. Αλλά είναι σπάταλο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αφεντικών και στην προστασία αυτών των συμφερόντων. Ο μέσος πολίτης θα βρεθεί αντιμέτωπος με τεράστιες ελλείψεις στα νοσοκομεία που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του (και πολλές φορές τη ζωή του). Θα ταλαιπωρηθεί σε τεράστιες ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες και στα υπουργεία που θα πάει για να «εξυπηρετηθεί». Τα όσα δάση έχουν απομείνει κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τις ελλείψεις σε πυροσβεστικά μέσα και προσωπικό. Πως εξηγούνται λοιπόν αυτές οι ελλείψεις;
Στους 768.009 που μισθοδοτούνται από το δημόσιο θα πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι πάνω από 160.000 είναι όσοι υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας και το μόνιμο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Στον ελληνικό στρατό υπάρχουν 55 ταξίαρχοι εν ενεργεία ενώ ο στρατός των ΗΠΑ έχει μόλις 58! Σε σχέση με τον πληθυσμό της η Ελλάδα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αναλογικά πληθυσμό αστυνομικών στην Ευρώπη.[8]
Επίσης θα πρέπει να προστεθούν στο λογαριασμό τα εκατομμύρια ευρώ που πληρώνει το ελληνικό κράτος στους παπάδες, οι οποίοι είναι επίσης δημόσιοι υπάλληλοι.[9]
Αν κάνετε τις αφαιρέσεις θα δείτε ότι το ελληνικό κράτος έχει έλλειψη δημοσίων υπαλλήλων για την εξυπηρέτηση των πολιτών, αλλά πλεόνασμα στην αστυνόμευσή του…
«Το πραγματικό» ως ιδεολογικοποιημένη εικόνα
Στο σημείο αυτό θα επανέλθω πάνω στα ζητήματα που έθεσα στο αρχικό μέρος αυτής της δημοσίευσης. Στο θέμα της ιδεολογίας και του κρίσιμου ρόλου της στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.
Βρισκόμαστε στη μέση μιας από της χειρότερες μεταπολεμικές οικονομικές κρίσεις. Πολλοί τη συγκρίνουν με αυτήν της δεκαετίας του 1930. Η κρίση αυτή θα μπορούσε (υπό την οπτική μιας Αριστερής κριτικής) να χαρακτηριστεί ως η επιβεβαίωση της αποτυχίας του νεοφιλελευθερισμού. Η απορρύθμιση των αγορών και της αγοράς εργασίας αντί να οδηγήσουν το σύστημα σε μια διαρκή και χωρίς όρια ανάπτυξη (όπως διεκήρυτταν οι νεοφιλελεύθεροι προπαγανδιστές), το έφεραν τελικά στο χείλος της καταστροφής. Η ασύστολη κερδοσκοπία του μεγάλου κεφαλαίου στην κτηματαγορά στις ΗΠΑ οδήγησε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στα πρόθυρα της κατάρρευσης στα τέλη του 2007. Χρειάστηκε η παρέμβαση του κράτους για να σωθεί το σύστημα. Κατά ορισμένες εκτιμήσεις μέχρι τώρα τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη έχουν ξοδέψει πάνω από 20 τρισεκατομμύρια δολάρια για να μην οδηγηθεί το σύστημα στον γκρεμό όπως τη δεκαετία του 1930. Τα κράτη καταχρεώθηκαν με αυτόν τον τρόπο, και τώρα βρισκόμαστε στη νέα φάση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, την κρίση του χρέους των κρατών. Το λογαριασμό καλούνται να τον πληρώσουν οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, χωρίς οι ίδιοι να ευθύνονται στο παραμικρό για την κρίση.
Η οικονομική κρίση έχει λοιπόν, ως προς την έκτασή της (και όχι μόνο), ομοιότητα με αυτήν του 1930. Προσέξτε ωστόσο μια προφανή διαφορά με το 1930: τότε είχαμε μια έκρηξη του εργατικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, μια συνολική αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει. Πολλοί είναι οι λόγοι. Αλλά εδώ θα επικεντρωθώ σε έναν κυρίως που είναι άμεσα συνδεδεμένος με την κυρίαρχη ιδεολογία και τον τρόπο που κάνει τα άτομα να αναγνωρίζουν τον κόσμο.
Μετά την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (στην πραγματικότητα των χωρών του κρατικού καπιταλισμού) υπήρξε μια αντίστοιχης έκτασης ιδεολογική υποχώρηση του εργατικού κινήματος. Ο «υπαρκτός καπιταλισμός» εμφανίζεται ως η μόνη δυνατή «πραγματικότητα». Απέναντι σε αυτόν καμιά άλλη εναλλακτική λύση δεν είναι εφικτή. Η αναζήτηση μιας άλλης κοινωνίας, του σοσιαλισμού, «έχει αποδειχθεί» ως ουτοπική και τρομακτική (τα καθεστώτα που «εφάρμοσαν το σοσιαλισμό» ήταν δικτατορίες). Ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος.
Η ιδεολογική αυτή νίκη της άρχουσας τάξης έφτασε σήμερα στην έσχατη λογική της:
Ούτε καν ένας «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» δεν είναι εφικτός. Η πλειοψηφία των εργαζομένων καλείτε να εσωτερικεύσει αυτό το γεγονός με το να πειστεί ότι άλλη λύση από το να πληρώσει η ίδια το λογαριασμό της κρίσης δεν υπάρχει. Μπορεί να μην φταίνε οι εργαζόμενοι, «αλλά τι να κάνουμε;», πρέπει να ξεπληρωθούν τα κρατικά χρέη που έχουν συσσωρευτεί (για να διασωθούν οι καπιταλιστές). Δεν πρόκειται για μια απλή αντιστοίχηση της κυρίαρχης ιδεολογίας με το «πραγματικό»: «αποτυχία του σοσιαλισμού»-«επιτυχία του καπιταλισμού». Η επιτυχία της προπαγανδιστικής-ιδεολογικής προβολής προέρχεται από το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει να φοβηθεί το αντίπαλό της δέος, τον κόσμο της εργασίας: χάνοντας ο τελευταίος τη δύναμη που δίνει η πίστη στη δυνατότητα μιας άλλης κοινωνίας, χάνει τελικά κάτι ακόμα πιο πολύτιμο. Την ικανότητα να αντιδράσει αποτελεσματικά στις άμεσες επιθέσεις που δέχεται.
Για τη κρίση δεν ευθύνονται οι μεγαλοκαρχαρίες, αλλά τα «εργατικά ρετιρέ», ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι «πολλοί και τεμπέληδες». Τα ΜΜΕ υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης και των αφεντικών τους, περνούν το μήνυμα ότι άλλη λύση δεν υπάρχει παρά η εξίσωση όλων των εργαζομένων προς τα κάτω. Κατάργηση της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων για να μπορούν και αυτοί να απολύονται με την ίδια ευκολία με τους ιδιωτικούς. Μείωση των μισθών τους σε επίπεδα, αν είναι δυνατόν, και κάτω από του ιδιωτικού τομέα. Την ίδια στιγμή οι υποχρεωτικές (με εκβιασμούς των αφεντικών) μειώσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνονται στο 10-20%. Ο εξισωτισμός όλων των εργαζομένων, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, προς τα κάτω σ’ όλο του το μεγαλείο.
Κανείς δεν διανοείται να προτείνει το ανάποδο: εξισωτισμό όλων προς τα πάνω. Ο λόγος είναι γιατί αυτό θεωρείται «ουτοπικό». Και αυτό είναι όντος ουτοπικό, όχι γιατί μια «αντικειμενική» θεωρία το απαγορεύει, αλλά γιατί στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό όλα λειτουργούν υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια στην εργασία. Στα γραφεία και τα εργοστάσια επικρατεί ο ολοκληρωτισμός του αφεντικού: απολύει ή προσλαμβάνει με βάση τα κέρδη του. Ο τρόμος της ανεργίας παραλύει τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα λόγω της ανυπαρξίας κοινωνικής προστασίας. Το κεφάλαιο μπορεί να φύγει εκτός συνόρων, εκβιάζοντας και επιβάλλοντας τους δικούς του όρους με αυτή τη δυνατότητα (ούτως ή άλλως κεφάλαια φεύγουν εκτός Ελλάδας από το ξέσπασμα της κρίσης προεξοφλώντας ότι κάποια στιγμή το Ελληνικό κράτος θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους). Κοινώς, ο εξισωτισμός προς τα πάνω δεν είναι εφικτός λόγω ενός και μοναδικού λόγου: λόγω συσχετισμών δύναμης και όχι κάποιας «αναπόφευκτης αναγκαιότητας».
Η επιχειρηματολογία μου θα ξεκαθαριστεί μπαίνοντας στην ουσία του ζητήματος: «πλεονάζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα;». Παρ’ όλα όσα αναπτύξαμε παραπάνω με στοιχεία, ας υποθέσουμε ότι πράγματι πλεονάζουν. Ένα ισχυρό και με αυτοπεποίθηση εργατικό κίνημα σε περίοδο πραγματικής ανεργίας που πλησιάζει το 20%, θα απαιτούσε να παραμείνουν στη θέση τους και ακόμα να προσληφθούν και άλλοι. Να επιβληθεί απαγόρευση των απολύσεων σε όλον τον ιδιωτικό τομέα. Εργατικός έλεγχος σε όλη την οικονομία, να αναλάβουν τη διαχείριση των εργοστασίων που κλείνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, να αναπτυχθεί ένα πλατύ κίνημα αυτοδιαχείρισης σε πανεθνικό επίπεδο που να μπορεί να στηρίξει την οικονομική επιβίωση μιας αυτοδιαχειριζόμενης οικονομίας. Να ανακοπή η δυνατότητα φυγής κεφαλαίων με κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Αν όλα τα προηγούμενα φαίνονται ουτοπικά, ο λόγος δεν είναι μια κάποια «αναγκαιότητα» αλλά η οργανωτική και ιδεολογική αδυναμία του εργατικού κινήματος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η εμπράγματη εφαρμογή πολιτικών που σπέρνουν τη δυστυχία στους εργαζόμενους, ενώ παραδίδουν τα πάντα στον κόσμο του κεφαλαίου. Ο μόνος ρεαλισμός είναι η αποδοχή της επιστροφής στον 19ο αιώνα!
Προσέξτε, την ίδια ώρα που έχουν δοθεί γύρω στα 78 δισεκατομμύρια ευρώ (32,5% του ΑΕΠ!)[10] στις τράπεζες σε εγγυήσεις του δημοσίου για να στηριχτούν, την ίδια στιγμή θέλουν να περάσουν στα μυαλά του κόσμου την ιδέα ότι για να σωθεί η «οικονομία της χώρας» πρέπει να μειωθούν οι «πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι», δηλαδή να απολυθούν άνθρωποι φτωχών οικογενειών ή να μην μπορούν να βρουν εργασία άνεργοι. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν θίγονται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ζητάνε από τις οικογένειες των απλών εργαζομένων να συντηρήσουν οι ίδιες με δικό τους κόστος τον αυξανόμενο αριθμό των ανέργων.
Το κοντράστ γίνεται ακόμα πιο έντονο αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι οι τράπεζες, παρ’ όλη τη στήριξη που έχουν πάρει, εξακολουθούν να μην δανείζουν, εξακολουθούν να μην ρίχνουν χρήματα στην αγορά αλλά βάζουν τα λεφτά που παίρνουν σχεδόν δωρεάν από το κράτος σε ασφαλείς τοποθετήσεις ή καλύπτουν ανοιχτές θέσεις του. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό μόνο:
«Το ρίσκο μιας νέας επιδείνωσης είναι εφιαλτικό, τη στιγμή που οι πόροι που διαθέτουν οι κυβερνήσεις είτε από φορολογικά έσοδα είτε από δανεικά πλησιάζουν τα όριά τους και καταφεύγουν στις μαζικές πωλήσεις κρατικών τίτλων. Όταν οι στρατιές των ανέργων συνεχίζουν να αυξάνονται, υπάρχει έκδηλη ανησυχία σε όλους τους λαούς. Η αντιμετώπιση της κρίσης έγινε με γενναία μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και με τον πακτωλό τρισεκατομμυρίων δολαρίων που έριξαν οι κεντρικές τράπεζες στο τραπεζικό σύστημα για τη διάσωση των τραπεζών.
[…]
Τα «απύθμενα» προβλήματα των οικονομιών δεν έχουν τέλος, καθώς οι εμπορικές τράπεζες δεν έχουν επαναλάβει ακόμη τη δανειακή τροφοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών».[11]
Η άρχουσα τάξη κινείται με βάση το άμεσο υλικό συμφέρον της, υποθέτοντας ότι οι ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί θα το επιβάλλουν ως «κοινό καλό». Τα ιδεολογήματα του «κοινωνικού συμφέροντος», της «κοινωνικής ευθύνης» ή των «αναπόφευκτων αναγκαιοτήτων» τα αφήνει για τους αδύναμους κυριαρχούμενους. Και όσο οι τελευταίοι θα βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία αντιπρότασης, λόγω της οργανωτικής τους ανυπαρξίας, τόσο τα ιδεολογήματα μιας υποτιθέμενα «αναπόφευκτης αναγκαιότητας» θα είναι πάντοτε σε βάρος των εργαζομένων.
Πόσο αυτά τα ιδεολογήματα έχουν διεισδύσει στα μυαλά των εργαζομένων; Ας δούμε μια έρευνα που έγινε σε Ευρώπη και ΗΠΑ:
Δεν θα μπορούσε πιο ανάγλυφα να φανεί η δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας για να αποκαλυφθεί η διαμόρφωση της πραγματικότητας και ως αποτέλεσμα των ιδεών που υπάρχουν στα μυαλά των ανθρώπων. Στις ΗΠΑ ο κόσμος πιστεύει πιο πολύ απ’ ότι στην Ευρώπη στα αστικά ιδεολογήματα. Στις ΗΠΑ το 60% πιστεύει ότι οι «φτωχοί είναι τεμπέληδες» ενώ το 70% πιστεύει ότι το εισόδημα καθορίζεται από τις «ικανότητες». Μόλις το 29% πιστεύει ότι οι φτωχοί είναι [κοινωνικά] εγκλωβισμένοι στη φτώχεια, επομένως για το 70% έχουν προσωπική ευθύνη που είναι φτωχοί.
Ο ίδιος παρανομαστής λοιπόν: στους φτωχούς αξίζει που είναι φτωχοί, οι πλούσιοι έχουν ικανότητες γι’ αυτό είναι πλούσιοι. Ο καπιταλισμός κατά βάση λειτουργεί σωστά. Το αποτέλεσμα αυτής της ιδεολογικής κυριαρχίας των αφεντικών στις ΗΠΑ είναι τραγικό για την πραγματική ζωή των εργαζομένων:
«Το ποσοστό ανεργίας […] έχει φτάσει το 9,5% [το επίσημο, γιατί το ανεπίσημο υπολογίζεται στο 20%]. Για πρώτη φορά μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ βιώνουν με τόσο δραματικό τρόπο το φαινόμενο της μακράς ανεργίας. Σε αυτό το 9,5% δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που έχουν εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας ή αυτούς που φυτοζωούν με λιγότερο από 100 δολάρια το μήνα και τρώνε τις αποταμιεύσεις τους. Το υπουργείο Γεωργίας υπολογίζει ότι 50 εκατομμύρια Αμερικανοί δεν έχουν αρκετά μέσα για να διατραφούν. Ένας στους 8 ενήλικες και 1 στα 4 παιδιά ζουν από τον ορό της κρατικής βοήθειας. Είναι αριθμοί που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί για την πρώτη οικονομία του κόσμου. Η γνωστή Ελληνοαμερικανίδα κολουμνίστρια Αριάνα Χάφιγκτον προειδοποίησε ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνουν οι ΗΠΑ χώρα του τρίτου κόσμου.
[…]
Στη Χαβάη για παράδειγμα, τις Παρασκευές μένουν τα σχολεία κλειστά για να εξοικονομήσει το κράτος χρήματα, στο Κολοράντο Σπριγκς, με 380.000 κατοίκους το 1/3 των φωτεινών σηματοδοτών είναι εκτός λειτουργίας για να εξοικονομηθεί ηλεκτρισμός».[12]
Δυστυχώς, και στην Ελλάδα τα πράγματα εξελίσσονται με ανάλογα δυσμενή τρόπο για τις δυνάμεις της εργασίας στο ιδεολογικό επίπεδο. Τα ευρήματα του καλοκαιρινού Ευρωβαρόμετρου δεν προοιωνίζουν τίποτα το θετικό:
«Οι μετρήσεις του εαρινού ευρωβαρόμετρου που ανακοινώθηκαν χθες από την Κομισιόν, έγιναν από τις 5 έως τις 28 Μαΐου σε όλα τα κράτη της Ε.Ε., δηλαδή ξεκίνησαν αμέσως μετά την ψήφιση του Μνημονίου στην Ελλάδα. Τα βασικά του συμπεράσματα είναι:
* Οι Ελληνες είναι οι πλέον απαισιόδοξοι ανά την Ε.Ε. αναφορικά με το πώς βλέπουν το παρόν της οικονομίας. Το 98% απαντά ότι είναι «κακό» έναντι 77% κοινοτικού μέσου όρου.
* Την ίδια θέση κατέχουμε και σε σχέση με τις προοπτικές απασχόλησης, με το 99% να βλέπει «μαύρες» ημέρες. Μάλιστα το 61% απαντά ότι τα πράγματα είναι «πολύ άσχημα», αναλογία που σε έξι μόνο μήνες χειροτέρευσε κατά 24%.
Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις των Ελλήνων και στην ερώτηση «τι περιμένετε να συμβεί τους επόμενους 12 μήνες». Το 70% (μεγαλύτερη αναλογία με διαφορά στην Ε.Ε.), αναμένει χειροτέρευση του οικονομικού τοπίου.
* Αύξηση των πιέσεων στην απασχόληση αναμένει το 74% με την απαισιοδοξία να έχει αυξηθεί κατά 32% μέσα σε ένα εξάμηνο.
* Το 56% εκτιμά ότι στην οικογένειά του η κατάσταση θα χειροτερεύσει, ενώ το 35% «βλέπει» χειρότερες ημέρες και στον εργασιακό του χώρο, έναντι μόνο του 11% σε κοινοτικό επίπεδο».
Ωστόσο το πολύ ανησυχητικό είναι η πεποίθηση για την «αναγκαιότητα» των μέτρων:
«*Το 70% λέει ότι πρέπει να γίνουν πιο πολλές μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουμε το μέλλον και το 68% προσθέτει ότι οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνουν ακόμη και με θυσίες της παρούσας γενιάς.
* Το 80% των Ελλήνων δέχεται ότι δεν μπορούν να αναβληθούν τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος και του χρέους (έναντι του 74% σε κοινοτικό μέσο όρο) και το 46% λέει ότι είναι έτοιμο να περιορίσει το επίπεδο διαβίωσης για να διασφαλίσει το μέλλον…».[13]
Μετά από αυτό δεν εκπλήσσει η αισιοδοξία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε:
«Ψήφο εμπιστοσύνης όμως έδωσε χθες και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκφράζοντας τη βεβαιότητά του ότι οι Έλληνες θα ξεπληρώσουν όλα τα δάνειά τους. Σε χθεσινή συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα “Κουρίρ” ο Σόιμπλε τόνισε ότι “οι Έλληνες έχουν ένα ασυνήθιστα σκληρό πρόγραμμα εξυγίανσης και επειδή δεν μπορούν να υποβαθμίσουν -όπως η Αργεντινή- το νόμισμά τους, τους δόθηκαν από την ευρωζώνη δάνεια ύψους 110 δισ. ευρώ -μια απόφαση που δεν ήταν καθόλου απλή”. Προσέθεσε ότι δεν έχει “καμία αμφιβολία ότι οι Έλληνες θα ξεπληρώσουν όλα τα δάνεια”».[14]
Θα φύγουν με ελικόπτερο;
Όταν η κυβέρνηση υπέγραψε το μνημόνιο με το ΔΝΤ και την Ε.Ε., κάποιοι προέβλεπαν ότι «αυτή η κυβέρνηση θα φύγει με ελικόπτερο». Δυστυχώς η πρόβλεψή τους έχει πολλά στοιχεία ευχολογίου, επιθυμούν να πραγματοποιηθεί αυτό που απλά επιθυμούν να πραγματοποιηθεί.
Στον πραγματικό κόσμο, η άρχουσα τάξη κυριαρχεί με συνδυασμό μαστιγίου και ιδεολογικής πειθούς. Τα δυο αυτά στοιχεία είναι αξεδιάλυτα δεμένα μεταξύ τους. Αν δεν υπήρχε το μαστίγιο δεν θα υπήρχε και η ιδεολογική κυριαρχία και το ανάποδο.
Ωστόσο η σχέση μεταξύ των δυο είναι ανισοβαρής. Η άρχουσα τάξη έχει το στρατό, την αστυνομία, τους νόμους, το δικαστικό σώμα. Με αυτά επιβάλει τη θέλησή της, ακόμα και όταν δεν τα χρησιμοποιεί άμεσα. Η πιθανότητα-δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει υπάρχει στο μυαλό του κάθε απεργού, συνδικαλιστή, επαναστάτη, πράγμα που θέτει εξ’ αρχής τα όρια δράσης. Η βία είναι η βάση πάνω στην οποία εδράζεται κάθε εξουσία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι εξ’ αρχής η νέα αστυνομική τακτική του Χρυσοχοΐδη αποτέλεσε από τους βασικούς πυλώνες της κυβερνητικής πολιτικής -«μηδενική ανοχή» σε οποιεσδήποτε δυνάμεις στα Αριστερά θα ξέφευγαν από τα ελεγχόμενα κοινοβουλευτικά πλαίσια και θα διακινδυνευόταν ενδεχομένως ένας νέος εργατικός Δεκέμβρης.
Επιβάλλοντας δια της βίας την εξουσία της η άρχουσα τάξη, έχει σαν επακόλουθο την ιδεολογική κυριαρχία. Οι κυριαρχούμενες τάξεις μαθαίνουν, με αυτό τον τρόπο, ότι το μόνο εφικτό είναι η κυριαρχία της άρχουσας τάξης και το αναπαράγουν και στο επίπεδο των ιδεών.
Μετά την υπογραφή του μνημονίου, παρά τις κινητοποιήσεις (και με τη βοήθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας) τα μέτρα όχι μόνο πέρασαν αλλά και βάθυναν (νέα μέτρα προστέθηκαν). Η ήττα φέρνει τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι να εντυπώνεται στη μέση συνείδηση ότι τα μέτρα μπορεί «να είναι άδικα» αλλά είναι αναπόφευκτα και τελικά «αναγκαία».
Με άλλα λόγια η ιδεολογική κυριαρχία εκφράζει και τους δεδομένους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ του κόσμου του κεφαλαίου και της εργασίας. Όσο οι εργατικοί αγώνες θα ηττώνται τόσο θα μεγεθύνεται η ιδεολογική κυριαρχία του κεφαλαίου.
Επομένως το κύριο καθήκον της Αριστεράς σήμερα είναι να συμβάλει στην ενίσχυση όσων αγώνων αναπτύσσονται ή θα αναπτυχθούν (ΔΕΗ, ΟΣΕ, νέες ιδιωτικοποιήσεις), να πάρει η ίδια η Αριστερά πρωτοβουλία για να ξεσπάσουν μαζικοί αγώνες. Να συμβάλει στην ενότητα, στο συντονισμό, στην ιδεολογική αποσαφήνιση και στράτευση σε έναν κοινό σκοπό όλων αυτών των επί μέρους αγώνων που θα ξεσπάσουν. Η δυνατότητα αντιστροφής της ταξικής επίθεσης που δέχονται οι δυνάμεις της εργασίας, εξαρτάται από τη δυνατότητα των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, να συμβάλλουν στη δημιουργία ενός εργατικού κινήματος που ιδεολογικά και σε επίπεδο αγώνων θα είναι αποφασισμένο να συγκρουστεί με τον καπιταλισμό για τα εργατικά συμφέροντα. Όταν ο αντίπαλος σου, μιλώντας συμβολικά, έχει τραβήξει περίστροφο και σε απειλεί θα πρέπει να τον αντιμετωπίσεις με ανάλογα μέσα και όχι με νεροπίστολα. Η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί όλα τα ιδεολογικά και κατασταλτικά μέσα για να γυρίσει τον κόσμο της εργασίας δεκαετίες πίσω. Δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί αυτή η μαζική και συνολική επίθεση χωρίς αντίστοιχη συνολική απάντηση από τις δυνάμεις της εργασίας. Οι επί μέρους αγώνες θα πρέπει να αναχθούν στο γενικότερο στόχο της εργατικής εξουσίας και ανατροπής του καπιταλισμού.
Η πολιτική, ιδεολογική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να αναστραφεί με πρωτοβουλίες όπως αυτές που φαίνεται να αναλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ κάτω από την ηγεμονία του ΣΥΝ. Την προσπάθεια δηλαδή μιας κεντρικής, εκλογικής καταγραφής και μάλιστα με Πασοκογενείς δυνάμεις, που εξ’ αρχής φέρουν τον σπόρο της διάψευσης και της απογοήτευσης. Όσο οι αγώνες παραμένουν παγωμένοι στη βάση, στο εργασιακό επίπεδο, τόσο θα κερδίζει η ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης και των εκπροσώπων της. Και επιπλέον, θα κινδυνεύουμε ούτε καν στο εκλογικό επίπεδο να μην καταγραφεί η δυσαρέσκεια του κόσμου της εργασίας.
Άγγελος Κ
Σημειώσεις[1] Μαρξ – Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τ. Α΄εκδ. Gutenberg, σελ. 94. [2] http://edromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2046:%EF%BB%BF%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CE%AC%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CF%8E%CE%BD&It
[3] http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=188530
[4] http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=346376&ct=32&dt=01/08/2010
[5] http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/General/ELLAS_IN_NUMBERS_GR.pdf
[6] http://www.oecdobserver.org/news/fullstory.php/aid/2874/Public_sector_jobs_.html
[7] http://129.3.20.41/eps/pe/papers/0507/0507011.pdf
[8] http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=29/11/2009&id=106805
[9] http://archive.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=10.02.2005,id=40515704
[10] http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=857:-25-lr-&catid=58:oikonomiki-politiki&Itemid=182
[11] http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_2_27/08/2010_412735
[12] http://indy.gr/other-press/aboi-ipa-kathodon-pros-to-poythenabb
[13] http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=196760
[14] Στο ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Σχόλια :
Α) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Β) εκτός θέματος ανάρτησης
Γ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Δ) χωρίς τουλάχιστον ένα διακριτό ψευδώνυμο
Ε) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Παρακαλείστε να γράφετε τα σχόλια σας στα Ελληνικά
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.