Δημοσιεύθηκε στο Ατέχνως
Ο «πολιτικλικορεκτισμός»1
Ο πολιτικλικορεκτισμός (πολιτική ορθότητα) είναι μια τάση που έχει ξεκινήσει από τις ΗΠΑ και είναι θα έλεγα μετα-νεωτερικό φαινόμενο, ή τέλος πάντων άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις κάπου στη δεκαετία του 70′ και μετά. Αν έπρεπε να περιγράψω τον πολιτικλικορεκτισμό σε μια φράση, θα έλεγα ότι αποτελεί το φαινόμενο εκείνο στα πλαίσια του οποίου κάποιες λέξεις γίνονται ταμπού και κάποιες άλλες επιλέγονται για να δημιουργηθεί ένα αποδεκτό λεξιλόγιο σε ευαίσθητα ζητήματα όπως είναι ο ρατσισμός, οι σχέσεις των δυο φύλων, η θρησκεία κ.α.
Για παράδειγμα, θεωρείται απαράδεκτο στις ΗΠΑ ένας λευκός να αποκαλέσει έναν μαύρο «νέγρο» γιατί αυτή η λέξη είναι φορτισμένη με αρνητικό-ρατσιστικό-νόημα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα μια λέξη που πρωτύτερα ήταν αποδεκτή μπορεί αργότερα να αλλάξει και να γίνει ταμπού, και στη θέση της να προταθεί μια άλλη λέξη. Πχ το έγχρωμος που παλιά ήταν αποδεκτό για να χαρακτηρίσεις έναν μαύρο, τώρα αν δεν κάνω λάθος δεν θεωρείται αποδεκτό και έχει επικρατήσει το αφρο-αμερικάνος (ή αντίστροφα).
Με μια πρώτη ματιά θα πει κανείς ότι ο πολιτικλικορεκτισμός δεν είναι κάτι κακό αφού περιορίζει την χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών αναφορικά με συνανθρώπους μας, ή μειονότητες, ή πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί -εκτός και αν είναι «ούγκανος»- ότι είναι λάθος κάποιον ομοφυλόφιλο να τον αποκαλούμε «πούστη» ή έναν μαύρο να τον λέμε «αράπη», όμως εδώ υπάρχει και το ζήτημα της ουσίας.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όσο και αν «αποστειρώσεις» την πραγματικότητα από μια σειρά άσχημων εκφράσεων, με κανέναν τρόπο δεν ξεμπλέκεις από την ουσιαστική κυριαρχία της πραγματικότητας πάνω στα ανθρώπινα υποκείμενα και τις μάζες. Ακόμη και αν η λέξη «αράπης» εξαφανιστεί από τον κόσμο, δεν θα εξαφανιστούν οι διακρίσεις οι οποίες πηγάζουν από αντικειμενικές σχέσεις της καθημερινότητας που αναπαράγονται. Ακόμα και αν η λέξη «μουνάρα» δεν ξαναειπωθεί ποτέ για να περιγράψει μονολεκτικά μια όμορφη γυναίκα, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας δεν θα σταματήσει, η απαίτηση από κάποιες επιχειρήσεις οι υπάλληλοι τους να ντύνονται «σέξι» θα συνεχίσει να θεωρείται εκ των ουκ άνευ για σερβιτόρες, πωλήτριες, μεσίτριες κλπ. Με λίγα λόγια με το να αλλάξεις την λέξη δεν εξαφανίζεις την αντικειμενοποίηση της γυναίκας, τον κοινωνικό αποκλεισμό των ομοφυλοφίλων, την προκατάληψη της ευρύτερης κοινωνίας απέναντι στους μαύρους του γκέτο.
Βεβαίως το να αποκαλείς κάποιον με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς συμβάλει στην διαιώνιση των διακρίσεων και των στερεοτύπων, όμως αποτελεί σύμπτωμα του ενός ή του άλλου φαινομένου και όχι αιτία του, δηλαδή δεν υπάρχει ρατσισμός επειδή λέμε τους μαύρους αράπηδες, λέμε τους μαύρους αράπηδες, επειδή υπάρχει ρατσισμός. Η μεγαλύτερη μου ένσταση απέναντι στην κυριαρχία του πολιτικλικορεκτισμού είναι ότι αυτή η εμμονή στους τύπους και στις λέξεις έχει σκοπίμως αποτελέσει ένα πέπλο κάτω από το οποίο κρύβονται τα πραγματικά αίτια και τα πραγματικά φαινόμενα του ρατσισμού, του σεξισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού, κλπ. Βλέπουμε για παράδειγμα στην κούρσα για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ πώς οι δύο υποψήφιοι σκαλίζουν ο ένας το παρελθόν του άλλου για να ανακαλύψουν «ατυχείς» εκφράσεις που έχουν ειπωθεί (μη πολιτικά ορθές) οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρατσιστικές, μισογυνικές κλπ. Αυτό όμως πέρα από ψηφοθηρικά, λειτουργεί και αποπροσανατολιστικά, δηλαδή οκ, μπορεί να έχει πει ο Τραμπ τη λέξη «αράπης» και να τον κατηγορεί η Χίλαρι, παρόλα αυτά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα πολιτικής ορθότητας όταν λέει ότι θέλει να διώξει όλους τους μεξικάνους μετανάστες. Αντίστοιχα είναι μη πολιτικά ορθό να πεις μια γυναίκα «γκόμενα» αλλά δεν υπάρχει κανένα ζήτημα πολιτικής ορθότητας στο να ξηλώσεις τα ειδικά δικαιώματα που της δίνει η μητρότητα. Έχουμε λοιπόν μια κατάσταση κατά την οποία, στην προσπάθεια να διασωθούν οι τύποι, μπαίνουν στο παρασκήνιο τα πραγματικά ζητήματα, και αυτό επιμένω είναι κάτι που δεν γίνεται τυχαία.
Επιπλέον βρίσκω μια σχέση του πολιτικλικορεκτισμού με ένα άλλο φαινόμενο, αυτό της αναβάπτισης των εννοιών. Και με την αναβάπτιση των εννοιών εννοώ τη τάση να αλλάζουμε το όνομα σε έννοιες για να διαφοροποιηθεί και το περιεχόμενο τους τελικά ή επειδή έχει διαφοροποιηθεί το περιεχόμενο τους. Πχ, πλέον επισήμως δεν ακούγεται πουθενά η λέξη δουλειά, έχει αντικατασταθεί από τη λέξη απασχόληση, αντίστοιχα αντί να χρησιμοποιηθεί η λέξη μαζικές απολύσεις, χρησιμοποιείται η λέξη «εφεδρεία». Έχουν δηλαδή οι λέξεις γίνει κάτι σαν αποδιοπομπαίος τράγος που όταν φορτώνονται με πραγματικά αρνητικό νόημα ή με νόημα που είναι άβολο για το σύστημα, τότε διώχνονται από το καθημερινό λεξιλόγιο (ή στη θέση τους μπαίνουν άλλες) και έτσι δίνεται η εντύπωση ότι ξεστοιχειώσαμε και από τις πραγματικές αιτίες των φαινομένων. Όμως αν κάποιος νομίζει ότι με το να παρουσιάσει τα φαινόμενα αλλιώς από ό,τι είναι, καταφέρνει να αλλάξει αποφασιστικά και τα ίδια τα φαινόμενα, είναι σαν να ελπίζει ότι οι προβλέψεις καιρού να είναι αυτές που καθορίζουν τον καιρό και όχι ο καιρός τις προβλέψεις.2
Υπάρχει και μια ακόμη προβληματική διάσταση του φαινομένου του πολιτικλικορεκτισμού, και έχει να κάνει με την λογοκρισία όταν το πράγμα φτάνει στα άκρα. Υπάρχουν φορές που όταν εκφράζεσαι δημόσια σε περιμένει ο άλλος στη γωνία με το ρόπαλο μήπως και τυχόν σου ξεφύγει κάποια «απαγορευμένη» λέξη για να σου κάνει παρατήρηση. Άμα πχ πεις «μας γαμήσανε» είναι σεξισμός, άμα πεις «ωραίο γκομενάκι» είναι και αυτό σεξισμός, άμα αναφερθείς σε γεννητικά όργανα με μη εγκεκριμένες λέξεις, είναι πάλι σεξισμός, αν πεις «ω ρε πούστη» μου είναι ομοφοβία. Η υπερβολική εμμονή στην ορθότητα του λόγου στα πλαίσια του πολιτικλικορεκτισμού, φτάνει μερικές φορές στο σημείο να γίνει [κάτι σαν] ένα είδος νέο-πουριτανισμού που έρχεται να διαμορφώσει τα χρηστά ήθη πέρα και πάνω από την διανοητική ικανότητα της κρίσης του καθ’ ενός. Ας πάρουμε για παράδειγμα το παρακάτω ποίημα του Κ. Βάρναλη (το βρήκα εκεί):
ΤΑ ΜΟΥΝΑΚΙΑ
Μουνάκια φλογισμένα σαν τα ρόδα
Σαν του νεοφούρνιστου ψωμιού τη θραψερή ζεστοβολιά
Μες τα τρεμόπαχα μεριά σας
που ονειρεύεστε νυχτιές οργιακές
Παρθενικά μουνάκια!
αργοσαλεύουν τα χειλάκια
τα χνουδωτά!
Σαν γαρούφαλλων ανεμόσειστα φυλλάκια
Σαν στοματάκια διψασμένα
από ποια δίψα;
Και κάπου κάπου αργοκυλά
στων διακαμένων σας χειλιών την άκρη
της βαρβατίλας καβλομύριστο ένα δάκρυ!
Το παραπάνω ποίημα αποτελεί, με όρους πολιτικλικορεκτισμού, ένα ναρκοπέδιο μισογυνισμού, σεξισμού, χυδαιότητας κλπ. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που κάνει ο Βάρναλης, είναι ότι απενοχοποιεί και εξαίρει τη σεξουαλική πράξη και τη σεξουαλική επιθυμία μέσα από την εξύμνηση της νιότης. Αυτό το κάνει με τη χρήση της λαϊκής, καθημερινής γλώσσας μέσω της οποίας συνήθιζε να εκφράζεται ο ποιητής. Θέλω να πω λοιπόν με το παράδειγμα μου, ότι δεν μπορεί να υπάρχει ένας τόσο απόλυτος σκληρός κανόνας για τις λέξεις και για τις εκφράσεις που επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει κανείς, διότι κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο της αποστείρωσης του δημοσίου λόγου. Οι συνέπειες όμως ενός τέτοιου σκληρού κανόνα, πέρα από τον κόσμο της τέχνης, προεκτείνονται και σε εκείνο της επιστήμης.
Όμως, οι στόχοι του πολιτικλικορεκτισμού δεν περιορίζονται στις απαγορευμένες λέξεις μόνο, συχνά, από «ακραία» μεταμοντέρνα κινήματα (αλλά και κινήματα της μοντέρνας εποχής), στοχοποιούνται τρόποι ένδυσης, αξεσουάρ, καλλυντικά, κοσμήματα, συμπεριφορές κλπ. Για κάποιους η συμπεριφορά ή το ντύσιμο, ή το περπάτημα μιας γυναίκας μπορεί να θεωρηθούν «πολύ γυναικεία», πολύ κοντά δηλαδή στην παραδοσιακή συντηρητική εικόνα που έχουμε για την γυναίκα, άρα σεξιστικά, άρα όχι ορθά. Φτάνει δηλαδή να προτείνεται ως αντίδοτο για μια κάποιου είδους κοινωνική ασφυξία, πχ την ανισότητα με βάση το φύλο, μια άλλου είδους κοινωνική ασφυξία που στρέφεται εναντίον όλων αφού τελικά προτείνει και αυτή τη δική της «μπούργκα». Το παραπάνω βεβαίως αποτελεί ακραίο παράδειγμα, αλλά όχι φανταστικό.
Έχει επίσης ενδιαφέρον πώς κάποιες φορές, αυτό που παρουσιάζεται ως πρωτοποριακό για τις σχέσεις των δύο φύλων, αποκτά και εμπορικές διαστάσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα το πώς προώθησαν οι καπνοβιομηχανίες το κάπνισμα στη γυναίκα στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Το παρουσίασαν τότε σαν πράξη απελευθέρωσης για την γυναίκα που ήθελε να είναι μοντέρνα, το προώθησαν μέσα από το cinema μέσα από sex symbols της εποχής(και εδώ υπάρχει φυσικά αντίφαση) και έτσι μέσω της γυναικείας χειραφέτησης από τα πρότυπα του παρελθόντος, ήρθε μια κάποιου τύπου χειραγώγηση της αγοράς. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι στις μέρες μας, το κάπνισμα στο cinema και στην τηλεόραση έχει καταστεί μη πολιτικά ορθό και είναι σχεδόν απαγορευμένο.
Τονίζω, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, ότι δεν είμαι υπέρ της αυθαιρεσίας στην έκφραση, αλλά δεν είμαι και υπέρ ενός index με απαγορευμένες εκφράσεις και λέξεις που να επιμένει για το απόλυτο της εφαρμογής του. Μεγαλύτερο όμως ζήτημα κατ’ εμέ είναι η απόπειρα να ξορκιστούν ένα σωρό μείζονα προβλήματα μέσα από την αναβάπτιση της γλώσσας, και έτσι να πάψει να αποτελεί υποχρέωση του αστικού κράτους η προσπάθεια για επίλυση τους.
Τέλος, θα προσθέσω ακόμη μια διάσταση που έχει ενδιαφέρον και που δεν θέλω να της βάλω κάποιο πρόσημο. Το πολιτικά ορθό αφορά κυρίως τους άλλους, τους έξω από την ευαίσθητη ομάδα. Δηλαδή ένας μαύρος δεν είναι λάθος στα πλαίσια του πολιτικά ορθού να πει έναν άλλο μαύρο νέγρο. Αντίστοιχα ένας γκέι είναι οκ να πει εκφράσεις απαγορευμένες για τους μη γκέι σε κάποιον άλλο γκέι.
Καταλαβαίνω ότι το ζήτημα το οποίο πραγματεύθηκα είναι ευαίσθητο, προσπάθησα ωστόσο να είμαι προσεκτικός. Σίγουρα υπάρχουν πολλές ακόμη διαστάσεις και μπορούν να γραφτούν ολόκληρα βιβλία για ένα τόσο βαθύ και διαδεδομένο φαινόμενο όπως είναι αυτό της πολιτικής ορθότητας. Θεωρώ ότι οι πτυχές που φωτίστηκαν παραπάνω αποτελούν μια καλή τροφή για σκέψη και περαιτέρω διάλογο.
Υστερόγραφο: Συχνά η πολεμική ενάντια στον πολιτικλικορεκτισμό έρχεται από τα δεξιά και δη τα ακροδεξιά, δεν συντάσσομαι με αυτό το σκεπτικό, δεν προτείνω στη θέση του πολιτικά ορθού την κυριαρχία μιας ακροδεξιάς/φασιστικής ασυδοσίας ενάντια στις μειονότητες και τις ευαίσθητες ομάδες. Ελπίζω αυτό να γίνεται αντιληπτό στην επιχειρηματολογία μου.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
1 To «politically correct», στα ελληνικά «πολιτικά ορθό». Ας μου συγχωρεθεί η αυθαίρετη λεξιπλασία αλλά προσωπικά χρησιμοποιώ περισσότερο αυτή τη σύνθετη λέξη για να τον περιγράψω, οπότε θα κάνω χρήση της και στο άρθρο.
2 Φυσικά ως ένα βαθμό στα κοινωνικά φαινόμενα έχει σημασία το πώς θα τα παρουσιάσεις, για αυτό άλλωστε γίνεται και η αλλαγή των ονομάτων και των εννοιών. Όμως η προσπάθεια απόκρυψης ενός κοινωνικού προβλήματος του μεγέθους και της σημασίας του ρατσισμού μέσω της αποστείρωσης του δημόσιου λόγου, συνήθως σκοπό έχει να αθωώσει τα αίτια και όχι να τα καταπολεμήσει.
Δεν πολυσυμπαθώ την πολιτική ορθότητα, όχι ότι είμαι υπέρ του να αναφέρονται υποτιμητικά σε ομάδες ανθρώπων αλλά αυτό δε λύνει το πρόβλημα. Νομίζω εμπεριέχει και μία υποκρισία, σαν αυτόν που πάει τρεις φορές το χρόνο εκκλησία και θεωρεί τον εαυτό του σωστό και καλύτερο από κάποιον που δεν πάει ενώ σαν άτομο μπορεί να είναι 100 φορές χειρότερος. Στο τέλος σχεδόν ό,τι και να πεις μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλεις κάποιον γιατί δεν συνάδει με το λεξιλόγιο και τις συμπεριφορές που έχουν αποφασίσει κάποιοι και βασικά αν ασχοληθείς και πολύ θα καταλήξεις και όλιγον τι καμμένος (ουπς, μήπως λάθος έκφραση; Προσβλήθηκε κάποιος;). Φαίνεται η διαφορά και σε ταινίες και σειρές που είναι τελείως αποστειρωμένες για να είναι και ακίνδυνες. Τέλος πάντων, εγώ δεν ψήνομαι.
ΑπάντησηΔιαγραφή